«Και βέβαια αλλάζει» της Αγγέλας Καστρινάκη
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Της ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥΛΑΚΗ
Παρουσιάστηκε το απόγευμα της Δευτέρας, στο Κέντρο Κρητικής Λαϊκής Τέχνης, το βιβλίο «Και βέβαια αλλάζει» της πανεπιστημιακού Αγγέλας Καστρινάκη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα βασισμένο στις εφηβικές αναμνήσεις, τις εμπειρίες και την πολιτική στάση της συγγραφέως, αλλά και άλλων προσώπων που συνυπήρχαν με εκείνη, την περίοδο της Χούντας.
Σε δηλώσεις της για το βιβλίο η κ. Καστρινάκη ανέφερε στα «Ρ.Ν.»: «Ο τίτλος του βιβλίο μου είναι «και βέβαια αλλάζει». Αν και πρόκειται για ένα πολύ αισιόδοξο τίτλο το περιεχόμενο δεν έχει μια αντίστοιχα αισιόδοξη ματιά στα πράγματα. Το βιβλίο πραγματεύεται τα χρόνια της μεταπολίτευσης από το 1974-1979, μιας περιόδου που ταυτίζεται με τα μαθητικά μου χρόνια. Πραγματεύεται ιστορίες και πολλών άλλων ατόμων που συμπλέκονται με τις ιστορίες της κεντρικής ηρωίδας που είμαι εγώ. Η ιστορία ξεκινάει το 1974 και καταλήγει το 1979, περίοδο κατά την οποία έδωσα εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Εξιστορεί, λοιπόν, τις εμπειρίες μιας γενιάς, της γενιάς μου που ήμασταν παιδιά την περίοδο του Πολυτεχνείου, δεν ζήσαμε το μεγάλο γεγονός αλλά μετά πολιτικοποιηθήκαμε, πήραμε μέρος σε πορείες, διαδηλώσεις και αναπτύξαμε τις ιδέες της ανανεωτικής αριστεράς. Είναι μυθιστοριοποιημένες αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις μιας γενιάς που ζει τα διάφορα γεγονότα της εποχής πολιτικά και προσωπικά. Αν και δεν είναι ένα τόσο αισιόδοξο βιβλίο όσο φαίνεται ο τίτλος του, παρ’ ολ’ αυτά στέλνει το μήνυμα ότι εμείς σαν κοινωνία είναι καλό να πιστεύουμε ότι θα αλλάξουμε την κατάσταση που βιώνουμε. Έστω να προσπαθούμε να την αλλάξουμε ακόμα και αν αυτό δεν συμβεί, όπως πίστευε η μικρή ηρωίδα».
Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γ. Μαρινάκης, ο οποίος αναφερόμενος στο βιβλίο της συγγραφέως, μίλησε για τις αναμνήσεις που ξυπνά σε εκείνον αλλά και τα διδάγματα που μπορεί να δώσει σε όσους δεν έζησαν τα γεγονότα της περιόδου της Χούντας. «Το βιβλίο είναι γραμμένο από μια νεοελληνίστρια, η οποία ανακάλυψε την ανάγκη να μιλήσει για τα νιάτα της, για την μεταπολίτευση, για την πολιτική δράση όχι μόνο τη δική της αλλά μια ολόκληρης γενιάς, της λεγόμενης γενιάς της Μεταπολίτευσης. Πρόκειται για μια γενιά που έχει δεχθεί και δυσμενή σχόλια, της έχουμε φορτώσει ευθύνες αλλά της έχουμε αναγνωρίσει και πάρα πολλά θετικά που έχει κάνει για το πολιτικό σύστημα και για την πατρίδα τα τελευταία 40 χρόνια. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, μιας και έχει μια παράξενη οπτική, καθώς κάποια γεγονότα τα περιγράφει η συγγραφέας αλλά παράλληλα και άλλα πρόσωπα που συνυπήρξαν, συλλειτούργησαν ή και αντιδίκησαν μαζί της πολιτικά την ίδια περίοδο. Είναι κρυμμένες στο βιβλίο αυτό ωραίες αλήθειες που είναι καλό να τις ξέρουμε οι Έλληνες. Ως λαός μας αρέσει να αντιδικούμε, ενώ πρέπει να συνεννοούμαστε και να δρούμε ενωμένοι. Η συγγραφέας είναι εκφραστής της μετριοπάθειας, της συμμετοχής και της πραγματικής δράσης και αυτό θέλει να καταθέσει με το βιβλίο της. Μου έκανε την τιμή να το παρουσιάσω. Χαίρομαι γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να θυμηθώ τα νιάτα μου. Μπήκα στο Πανεπιστήμιο τη χρονιά που έπεσε η Χούντα. Άρα αντιλαμβάνεστε ότι η πολιτική πορεία μου συμπίπτει με την γενιά της μεταπολίτευσης» επεσήμανε ο κ. Μαρινάκης και πρόσθεσε: «Δεν σας κρύβω λοιπόν ότι διαβάζοντας το βιβλίο της, νόμιζα ότι διάβαζα κομμάτια που με αφορούσαν προσωπικά, ως διαδρομή, πολιτικές επιλογές, εμπειρίες, ακόμη και λογοτεχνικές ανησυχίες. Βέβαια, είναι γεγονός ότι άλλες εμπειρίες και βιώματα είχαν οι νέοι μιας επαρχιακής πόλης και άλλα οι νέοι της Αθήνας, κατά τα τελευταία χρόνια της Χούντας μετά τα γεγονότα της Νομικής. Εμείς για παράδειγμα, μακριά από τα γεγονότα και την αλήθεια τους, ενημερωνόμασταν από το λογοκριμένο Τύπο και παρακολουθούσαμε στην κρατική τηλεόραση τον Μαστοράκη να προσπαθεί να ευτελίσει τον αγώνα των φοιτητών του Πολυτεχνείου, με γελοίες συνεντεύξεις».
Συνεχίζοντας ο κ. Μαρινάκης, αναπτύσσοντας τις σκέψεις που του «γέννησε» το βιβλίο διαβάζοντάς το, είπε:
«Η συγγραφέας, παρακολουθεί τη διαμόρφωση, ως ενεργού πολίτης, μιας έφηβης, της Ειρήνης, που άλλοτε είναι η ίδια η συγγραφέας και άλλοτε δεν είναι, αλλά και των φίλων της. Μέσα από την αφήγηση αυτών των προσώπων, ξετυλίγονται τα γεγονότα της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου και επαφίεται στον καθένα από μας να προσλάβει με το δικό του τρόπο, τη δική της αλήθεια.
Ένα από τα δυνατά σημεία του βιβλίου, είναι και το γεγονός ότι αιφνιδιαζόμαστε συχνά διαπιστώνοντας πόσα κοινά στοιχεία έχουν τελικά οι ανθρώπινες συμπεριφορές και ανάγκες, παρά τις διαφορετικές χρονικές περιόδους και τους ταχείς ρυθμούς εξέλιξης των κοινωνιών. Τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικής δράσης. Αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Αφού όπως λέει και η ίδια το πολιτικό είναι προσωπικό και αντιστρόφως.
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως η συγγραφέας, αντιστέκεται στο συναισθηματισμό που αναπόφευκτα περιβάλλει κάθε ματιά στο παρελθόν των νεανικών της χρόνων και σε πείσμα κάθε εσωτερικής τάσης εξιδανίκευσής του, τολμά, με τη συνδρομή των πρώην συντρόφων της και σημερινών φίλων, να απομυθοποιήσει καταστάσεις, όπου και όποτε χρειάζεται.
Έτσι λοιπόν, εκτός από τους προσηλωμένους και αγνούς πολιτικά νέους, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν τα πάντα για τις ιδέες και τις αξίες τους, συναντάμε, με τη βοήθεια της συγγραφέως και:
• το νέο που παραδέχεται που βρέθηκε στο χώρο του Πολυτεχνείου τις μέρες της κατάληψης να φωνάζει συνθήματα χωρίς να ξέρει τους λόγους για τους οποίους αγωνίζονται οι φοιτητές,
• τη φίλη της που μπήκε στη οργάνωση για να βρει τον έρωτα της ζωής της ή για να νιώσει πως ανήκει κάπου και να διασκεδάζει με τους συντρόφους,
• τον «οραματιστή» νέο που δεν δίστασε την προσχώρηση σε αναδυόμενη πολιτική δύναμη, διαφορετικής ιδεολογίας, με μόνο ευτελές κίνητρο την κατάκτηση θέσης εξουσίας,
• Αλλά και τους φραξιονιστές που, ενώ υποστήριζαν στη θεωρία την αυταπάρνηση στο όνομα της ενότητας, έσπειραν τη διχόνοια στη μέχρι πρότινος μονιασμένη ομάδα.
Βέβαια, όλοι αυτοί χαρακτήρες, και οι συνειδητά και οι συγκυριακά πολιτικοποιημένοι, είναι κοινοί νομίζω σε κάθε εποχή. Απλώς, τότε, ήταν όλα πιο έντονα. Είχαν μια εκρηκτικότητα, μια δυναμική ισχυρή που εισέβαλε με ταχύτητα στις ζωές των ανθρώπων και τον τρόπο σκέψης τους και τα άλλαζε.
Διαπιστώνουμε συχνά, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, πόσο γρήγορα και επιτακτικά μετατοπίζονταν το επίκεντρο της πολιτικής δράσης, πόσο γρήγορα τίθονταν νέες προτεραιότητες, πως ο άνθρωπος και οι ανάγκες του για ελευθερία λόγου και δράσης, καθόριζαν την πολιτικό σχεδιασμό.
Δεν έλειψε βέβαια ποτέ ο φανατισμός, ως ίδιον χαρακτηριστικό της ελληνικής φυλής. Και η συγγραφέας έχει ξεκάθαρη θέση επ’ αυτού: «Ο φανατισμός οδηγεί στη βία. Ο φανατικός άνθρωπος χάνει κάθε επαφή με τον ορθό λόγο. Δρα στα τυφλά. Αποτέλεσμα το μίσος, ο διχασμός ο πόλεμος, οι εθνικές καταστροφές. Να μάθει κανείς να βλέπει το δίκιο του αντιπάλου. Να συνειδητοποιήσει βαθιά ότι δεν βρίσκεται ποτέ στη μία πλευρά» (σελ. 241).
Αναγνώριση του δίκιου του αντιπάλου. Μια από τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, που ολοένα και περισσότερο δυσκολευόμαστε να την υπερασπιστούμε».
Ο δήμαρχος Ρεθύμνου, ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ανέφερε:
«Θα ήθελα να αναφέρω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ σημαντικό το βιβλίο της: Για τη δίκαιη αναφορά της σε μια γενιά που αξίζει να μνημονεύεται. Για τη συγκίνηση που μας προσφέρει η πρόσκληση της αναδρομής σε μια εποχή που, προσωπικά, αισθάνομαι ευτυχής που την έζησα. Για τη δυνατότητα αναστοχασμού και σύγκρισης του τότε με το σήμερα. Για την ευκαιρία αυτοκριτικής που μας δίδει. Για το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα πνευματικό κληροδότημά στις νέες γενιές και είναι άξιο μελέτης, αφού αναδεικνύει πτυχές της πιο σημαντικής περιόδου της νεότερης ιστορίας της χώρας μας, τις οποίες αξίζει να γνωρίσουν οι σύγχρονες και μελλοντικές γενιές.
Όπως θεωρώ άξια σεβασμού την αυτογνωσία που με τόση μετριοφροσύνη καταθέτει η συγγραφέας «Σήμερα έχω περισσότερες αμφιβολίες παρά βεβαιότητες. Τότε είχα -είχαμε- περισσότερες βεβαιότητες παρά αμφιβολίες».
Άλλωστε, κυριαρχείται, το βιβλίο από τη σκέψη πως η αμφιβολία είναι η κινητήρια δύναμη της αναζήτησης της γνώσης και ενθυμίζει συχνά και τη δική μου αγαπημένη ρήση «ο εχθρός του καλού, είναι το καλύτερο».
Για το βιβλίο μίλησαν επίσης η φιλόλογος Αθηνά Ζησηνάκη, ο αναπληρωτής καθηγητής ψυχολογίας Βαγγέλης Καραδήμας και ο ιστορικός, Παναγιώτης Στάθης.
Την εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση, διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Ρεθύμνου και οι εκδόσεις Κίχλη.
Κατά την βιβλιοπαρουσίαση, από αριστερά Ε. Βογιατζή, Α. Ζησηνάκη, Γ. Μαρινάκης, Π. Στάθης, Β. Καραδήμας
Φίλοι και αναγνώστες της Α. Καστρινάκη βρέθηκαν στον Κέντρο Κρητικής Λαϊκής Τέχνης για την παρουσίαση του βιβλίου