Από τους σημαντικούς ευεργέτες του τόπου υπήρξε ο Γεώργιος Ι. Χατζηγρηγοράκης, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της παρουσίας των Ρώσων στο Ρέθυμνο. Η αλληλογραφία του μάλιστα με τον Θεόδωρο Ντε Χιόστακ που αξιοποίησε και ανέδειξε ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου φωτίζει μια ακόμα άγνωστη ιστορική σελίδα εκείνης της περιόδου.
Με την ευκαιρία λοιπόν του έτους φιλίας Ελλάδας Ρωσίας αξίζει να τον μνημονεύσουμε.
Ο Γεώργιος Ιωσήφ Χατζηγρηγοράκης ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας των (Χατζη) Γρηγοράκηδων των Σφακίων. Ο παππούς του Ξενοφών Χατζηγρηγοράκης διέπρεψε ως πρακτικός γιατρός και αγωνιστής στην επανάσταση του 1821.
Ο πατέρας του Ιωσήφ Χατζηγρηγοράκης (ή απλώς Γρηγοράκης) υπήρξε επίσης επιφανής γιατρός και αγωνιστής των Κρητικών Επαναστάσεων.
Ο Γεώργιος γεννήθηκε στη Χώρα Σφακίων στις 5 Φεβρουαρίου 1853. Η αναφερόμενη μητέρα του Χρυσή ήταν κόρη του Γεωργίου Πωλογιωργάκη, οπλαρχηγού στην επανάσταση του 1821. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στη Χώρα Σφακίων.
Όταν ήταν 12 χρονών είχε την ατυχία να βιώσει μια τραυματική εμπειρία. Είδε το πατρικό του σπίτι να τινάζεται στον αέρα από έκρηξη στα υπόγεια όπου εφύλασσαν πυρίτιδα που προόριζαν για τις ανάγκες της Επανάστασης του 1866. Από την ανατίναξη σκοτώθηκε η μητέρα του που ήταν έτοιμη να γεννήσει (κυοφορούσε όπως διαπιστώθηκε δίδυμα αγόρια), αλλά και τρία ακόμα αδέλφια του αγόρια κι αυτά.
Όπως είχε μάθει ο μικρός έκρυψε τον πόνο του και υποχρεώθηκε να συνεχίσει τις σπουδές του σε σχολείο της Μήλου, ενώ το Γυμνάσιο τελείωσε στη Σύρο.
Το πνεύμα του αλτρουισμού που τον χαρακτήριζε φάνηκε από την πιο τρυφερή του ηλικία, όταν έσωσε από βέβαιο πνιγμό δύο συνομηλίκους του, τον ένα στη Μήλο και τον άλλο στη χώρα Σφακίων.
Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση. Το 1873 διέκοψε τις σπουδές του και κατέβηκε στα Σφακιά για να γεφυρώσει τα χάσματα μεταξύ διαφόρων ομάδων αγωνιστών. Η έμφυτη τάση του να διεκπεραιώνει με σύνεση τα πιο σοβαρά θέματα φάνηκε έντονα στη φάση αυτή της ζωής του.
Κατάφερε να τους εμφυσήσει το πνεύμα του αγώνα που έπρεπε να είναι ο μοναδικός σκοπός πάνω από προσωπικές φιλοδοξίες και εγωκεντρικές διαθέσεις. Και επιστράτευσε στην προσπάθειά του εκτός από την δύναμη της πειθούς που διέθετε και την παράδοση ενεργοποιώντας το έθιμο της αδελφοποιίας.
Ο Γεώργιος «Χ» Γρηγοράκης είχε στενή συνεργασία με την Κεντρική Υπέρ των Κρητών Επιτροπή των Αθηνών από το 1877 και είχε εκλεγεί υπολοχαγός της Πανεπιστημιακής Φάλαγγας. Βρισκόταν σε συνεχή επαφή με πολλούς Κρήτες οπλαρχηγούς και προκρίτους με σκοπό τη νέα επανάσταση εναντίον της Τουρκίας, που βρισκόταν ήδη σε πόλεμο με την ομόδοξη Τουρκία.
Στις πρώτες πολεμικές πράξεις που σημειώθηκαν στις αρχές του 1878 καταλέγεται και ο εξαναγκασμός του Τούρκικου στρατού να εγκαταλείψει τα Σφακιά ειρηνικά και να μεταφερθεί με τον οπλισμό του δια θαλάσσης στην Παλαιόχωρα Σελίνου. Ο ρόλος του Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη υπήρξε πρωταρχικός.
Πολυσύνθετη δράση
Στις μάχες που ακολούθησαν, ο γιατρός συμμετέχει με πολλαπλές ιδιότητες.
Πληρεξούσιος της επαρχίας του στη Επαναστατική Συνέλευση αλλά και αγωνιστής. Γιατρός αλλά καλός άγγελος για άπορους και δυστυχείς.
Λαμβάνει μέρος στις μάχες και τραυματίζεται στη θέση «Πόρος του Αλιγάνου» έξω από την Παναγία των Κεραμειών.
Το 1889 εκλέχτηκε με τον Ιωσήφ Μανουσογιαννάκη Γενικός Αντιπρόσωπος της επαρχίας Σφακίων για την υποστήριξη των δικαίων του τόπου, μετά την κατάργηση της σύμβασης της Χαλέπας ενώπιον του εκπροσώπου της Πύλης Μαχμούτ Τζελαλδίν Πασά.
Στο μεταξύ από το 1882 είχε εγκατασταθεί στο Ρέθυμνο, όπου νυμφεύθηκε την Ελένη, θυγατέρα του εμπόρου Μανούσου Μαυραζά ή Μαυρατζάκη υποπροξένου της Ρωσίας στην πόλη μας.
Διετέλεσε διερμηνέας του Ρωσικού υποπροξενείου από το 1885 μέχρι το 1891, οπότε πέθανε ο πεθερός του και τον διαδέχτηκε στη θέση του υποπρόξενου, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την πτώση του τσαρικού καθεστώτος.
Με την ιδιότητα αυτή προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Ρέθυμνο. Έφθανε λένε κάποιος κυνηγημένος να ακουμπήσει μόνο στο χερούλι της πόρτας του και δεν τολμούσε να τον πειράξει κανένας. Εύρισκε αυτόματα άσυλο.
Οι εξαιρετικές διπλωματικές του ικανότητες τον βοήθησαν να επηρεάσει τους Ρώσους και να τους εμπνεύσει έργα που βοήθησαν το Ρέθυμνο να ανακάμψει.
Έργα πνοής
Επί της εποχής του έγιναν από τους Ρώσους η ανακαίνιση του Επισκοπείου, η ανέγερση του Νοσοκομείου εκεί που βρίσκεται σήμερα η Σχολή Αστυνομίας και που προς τιμήν του Τσάρου που είχε αναλάβει τη δαπάνη ονομάστηκε Τσάρειο, διανοίχτηκαν δρόμοι, εξασφαλίστηκε βοήθεια στους αγρότες με τρόφιμα, σπόρους για καλλιέργεια, και ξυλεία για την ανοικοδόμηση κατοικιών.
Ο Χατζηγρηγοράκης ευτύχησε να καμαρώσει το γαμπρό του, Μανούσο Κούνδουρο που παντρεύτηκε την κόρη του Χρυσούλα και επίσης να καμαρώσει τον πρωτότοκο γιο του, μέλος της Βουλής των Κρητών.
Για τις φιλανθρωπίες του θα μπορούσαν να γίνουν άπειρες αναφορές. Εκτός από την αβραμιαία φιλοξενία που χωρίς διακρίσεις πρόσφερε σε όποιον κατέφευγε στο σπίτι του πρόσφερε και τις ιατρικές του φροντίδες χωρίς ποτέ να πάρει χρήματα.
Για την ωφέλεια των χωρικών κυρίως επιδόθηκε στη δημιουργία γεωργικών επιχειρήσεων, ενώ ασχολήθηκε και με την ακτοπλοΐα.
Ο Γεώργιος Χατζηγρηγοράκης πέθανε μετά από μακρά νόσο στις 26 Αυγούστου 1937. Η ταφή του έγινε με μεγάλες τιμές. Ο Δήμος Ρεθύμνου έδωσε το όνομά του εκεί όπου ήταν η οδός Χορτατσών.
Ο πολιτικός ρόλος του Γεώργιου Χατζηγρηγοράκη
Για τον πολιτικό ρόλο του Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη ο ιστορικός – φιλόλογος κ. Ζαχαρίας Αντωνάκης αναφέρει σχετικά:
Η θέση του Υποπρόξενου ήταν λοιπόν μια θέση πολιτικά προσδιορισμένη. Ο Υποπρόξενος Γεώργιος Ιωσήφ Χατζηγρηγοράκης διορίστηκε αρχικά με τηλεγραφική διαταγή του Προξενείου των Χανίων στις 24 Απριλίου 1891,2 ενώ με το υπ’ αριθμόν 113 προξενικό έγγραφο της 11 Σεπτεμβρίου 1891 διορίστηκε προσωρινός Υποπρόξενος. Ο Χατζηγρηγοράκης είχε διατελέσει αρχικά Διερμηνέας του Υποπροξενείου με το υπ’ αριθμόν 36 προξενικού εγγράφου της 25ης Μαρτίου 1885.
Ο Χατζηγρηγοράκης από τα χρόνια της Αθήνας, όταν σπούδαζε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε ενεργή συμμετοχή στα πολιτικά ζητήματα της Κρήτης και διαδραμάτισε ενεργό ρόλο και κατά τις επαναστατικές περιόδους.
Όπως προκύπτει για τη Ρωσία η θέση του Υποπρόξενου δεν υπήρξε ποτέ ασυμβίβαστη με το επαναστατικό παρελθόν που μπορούσε να διαθέτει ο υποψήφιος για την πλήρωση της θέσης αυτής. Στο διορισμό του Χατζηγρηγοράκη θα πρέπει να έπαιξε ρόλο και η υποστήριξη από τη μεριά του μετριοπαθών θέσεων ως προς την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος.
Το Μάιο του 1897 θα τεθεί το ζήτημα της παραχώρησης Αυτονομίας στην Κρήτη από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Χατζηγρηγοράκης, ενώ θα έχει μια διαμορφωμένη πολιτική άποψη υπέρ της Αυτονομίας, δε θα την υποστηρίξει ανοιχτά προς το Γενικό Προξενείο. Θα περιμένει τις εξελίξεις που ο ίδιος πίστευε πως θα δρομολογούνταν από τις ίδιες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η αγωνία κορυφώνεται στις αρχές Ιουνίου 1898 όταν και καταφτάνουν από τις Πλακούρες οι πρώτες πληροφορίες ότι οι Δυνάμεις αποφάσισαν περί του διορισμού του πρίγκιπα Γεωργίου. Με την αποχώρηση του οθωμανικού στρατού η κατάσταση αλλάζει άρδην. Στο εξής, η ασκούμενη ρωσική πολιτική θα εκφράζει πλήρως τα συμφέροντα του Υποπρόξενου Χατζηγρηγοράκη και ως προς την αντιμετώπιση του εναπομείναντος μουσουλμανικού στοιχείου, που σύντομα θα αποτελούσε και αυτό παρελθόν, και ως προς την υποστήριξη του αρμοστειακού καθεστώτος και της επιλογής του πρίγκιπα Γεωργίου στη θέση του Ύπατου Αρμοστή.
Συμπερασματικά. Η διαδρομή του Χατζηγρηγοράκη από τα Σφακιά στη θέση του Υποπρόξενου της Ρωσίας παρουσιάζει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του μικροαστικού ιδεώδους της κοινωνικής ανόδου, όπως αυτά εκφράστηκαν στο λόγο του Θεόδωρου Δηλιγιάννη το 1893: «Αρετή της φυλής είναι να ορμάται τις εκ του μηδενός, να εξέρχεται εις την κοινωνίαν μη έχων ουδ’ οβολόν, ν’ αγωνίζεται εν τω βίω εκθύμως ίνα κερδήση μικρόν τι ημερομίσθιο, να υποβάλληται εις τας εσχάτας στερήσεις, να παρασκευάζει μικρόν τι περίσσευμα, να φυτεύη άμπελλον, να οικοδομή οικίσκον όπως τεθεί υπό στέγην, να αγοράζη μετ’ ολίγον αγρόν και κτήματα, να έρχηται εις γάμον, να φροντίζη περί εκπαιδεύσεως των υιών του και των θυγατέρων του, να οικονομή τας προίκας των θυγατέρων του ίνα αποκαταστήση αυτάς μετά συζύγων μετερχόμενων επάγγελμα ευγενέστερον εκείνου, όπερ μετήρχετο αυτός, και να κρίνη εαυτόν ευτυχή εάν ιδή τον υιόν αυτού εκλεγόμενον βουλευτήν».
Αλληλογραφία Γ. Ι. Χατζηγρηγοράκη – Θ. Ντε Χιοστάκ
Σε μια ενδιαφέρουσα εισήγησή του στο συνέδριο με θέμα Η Ρωσική παρουσία στο Ρέθυμνο, 1897-1909, Ρέθυμνο, ΙΛΕΡ, 2011 ο πρώην διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης κ. Γιάννης Παπιομύτογλου είχε αναφερθεί εκτός από μια εκτενή παρουσίαση της προσωπικότητας του Χατζηγρηγοράκη με πλούτο στοιχείων και στην αλληλογραφία Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη και Θεοδώρου Ντε Χιοστάκ. Και είχε αναφέρει μεταξύ άλλων:
Δεν πρόκειται για εκτενή αλληλογραφία. Μόλις 10 επιστολές σώζονται στο αρχείο του Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης που φυλάσσεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, από τις οποίες οι επτά είναι του Χατζηγρηγοράκη και τρεις του Χιόστακ. Μάλιστα από τις επτά του Χατζηγρηγοράκη οι δύο είναι χωρίς ημερομηνία. Οι επιστολές Χατζηγρηγοράκη -όπως είναι φυσικό- είναι αντίγραφα ή σχέδια των πρωτοτύπων που στάλθηκαν, ενώ αυτές του Χιόστακ είναι πρωτότυπες.
Είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Ρέθυμνο ο συνταγματάρχης Χιόστακ δεν μπορούσε, λόγω θέσης, να συναναστρέφεται ούτε τους υφισταμένους του Ρώσους ούτε το τοπικό στοιχείο. Κατά συνέπεια ο μόνος με τον οποίο θα μπορούσε να έχει κοινωνικές και φιλικές σχέσεις χωρίς να παρεξηγηθεί ήταν ο διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας του στο Ρέθυμνο, δηλαδή ο Χατζηγρηγοράκης. Αν μάλιστα, όπως προκύπτει έμμεσα από τις επιστολές και από κάποιες φωτογραφίες, ο Χιόστακ είχε μαζί του στο Ρέθυμνο και τη σύζυγό του, τότε οι σχέσεις τους ήταν και οικογενειακές. Επομένως ήταν φυσικό μετά την αναχώρηση του Ρώσου συνταγματάρχη από το Ρέθυμνο να διατηρηθεί μια επαφή μεταξύ των δύο ανδρών που κράτησε πάνω από δέκα χρόνια, αρχικά με επιστολές και στη συνέχεια με ανταλλαγή ευχετήριων τηλεγραφημάτων.
Από τις επιστολές του Χιόστακ προκύπτει μια δυσκολία επικοινωνίας λόγω γλώσσας. Ο Χιόστακ γράφει στα Γαλλικά. Ο Χατζηγρηγοράκης, μη έχοντας αρκετή εμπιστοσύνη στα γαλλικά του, γράφει ελληνικά θεωρώντας ότι ο Χιόστακ είτε θα μπορέσει να τα διαβάσει με τη γνώση των ελληνικών που απέκτησε κατά τη διετή και πλέον παραμονή του στο Ρέθυμνο, είτε ότι κάποιος Έλληνας από την ελληνική κοινότητα της Οδησσού θα βρεθεί να κάνει τον μεταφραστή. Ούτε το ένα συμβαίνει ούτε το άλλο. Έτσι βλέπουμε ότι ο Χιόστακ και στα τρία γράμματά του φαίνεται να απαντά σε επιστολές το περιεχόμενο των οποίων αγνοεί.
Κατά τα λοιπά ο μεν Χατζηγρηγοράκης, πέρα από τα τετριμμένα και τυπικά που συναντάμε συνήθως σε αλληλογραφία μεταξύ οικογενειακών φίλων, ενημερώνει τον Χιόστακ για όσα συμβαίνουν στο Ρέθυμνο και ζητά τη βοήθειά του για την αντιμετώπιση διαφόρων προσωπικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Από την άλλη ο Χιόστακ γράφει με μια εύθυμη και χιουμοριστική διάθεση και δεν απαντά στα προβλήματα που θέτει ο Χατζηγρηγοράκης, ίσως γιατί -όπως ισχυρίζεται- δεν καταφέρνει να διαβάσει τις επιστολές που είναι γραμμένες στα Ελληνικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τρίτη και τελευταία επιστολή του, όπου εκθέτει τις απόψεις του για τα κρητικά πράγματα.
Αναλυτικά η εισήγηση αυτή του κ. Παπιομύτογλου βρίσκεται στην ιστοσελίδα του «Rethymniates/ Ρεθυμνιάτης» που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για κάθε ερευνητή και όποιον ενδιαφέρεται για την ιστορία του τόπου του.
Δεσμοί φιλίας μέχρι το τέλος
Σύμφωνα με τον κ. Παπιομύτογλου μετά τις επιστολές αυτές οι δύο οικογένειες περιορίζονται στην ανταλλαγή ευχετηρίων τηλεγραφημάτων κατά τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα. Από τον τόπο αποστολής των τηλεγραφημάτων παρακολουθούμε τις μετακινήσεις του στρατηγού Χιόστακ, οι οποίες λόγω της ιδιότητάς του στρατιωτικού πρέπει να ήταν συχνές. Τον Γενάρη του 1903 και του 1904 τον βρίσκουμε στην Οδησσό, όπου είναι άλλωστε και ο τόπος της μόνιμης κατοικίας του. Σε τηλεγράφημα της 10ης Απριλίου 1904 ως τόπος αποστολής φέρεται το Pera. Να είναι άραγε η συνοικία Πέραν της Κωνσταντινούπολης; Πολύ πιθανόν, αφού το επόμενο τηλεγράφημα, ακριβώς ένα χρόνο μετά, στέλνεται από τη Θεσσαλονίκη, η οποία τότε ανήκε στην οθωμανική επικράτεια. Από τη Θεσσαλονίκη στέλνονται και τα τηλεγραφήματα με ευχές για το Πάσχα των ετών 1906, 1907 και 1908. Τον βρίσκουμε δηλαδή για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, πράγμα που σημαίνει ότι την θέση που αρνήθηκε το 1899 στην Αθήνα τη δέχτηκε στη Θεσσαλονίκη το 1904. Το τηλεγράφημα με ευχές για το Πάσχα του 1909 αποστέλλεται από την Οδησσό, ενώ εκείνο για το Πάσχα του 1910 στέλνεται από το Ριαζάν, μια πόλη περίπου 180 χλμ. ΝΑ της Μόσχας. Το επόμενο και τελευταίο τηλεγράφημα αποστέλλεται στις 23 Νοεμβρίου 1912 από τη σύζυγό του Ελίζα, η οποία πληροφορεί τον Χατζηγρηγοράκη και μέσω αυτού τον Ρεθεμνιώτικο λαό για τον θάνατο του στρατηγού Θεοδώρου δε Χιόστακ την 1η του Νοέμβρη του 1912. Την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 1912 τελέσθηκε το μνημόσυνό του στον μητροπολιτικό ναό του Ρεθύμνου με συμμετοχή των αρχών και πλήθος κόσμου.
Θα συνεχίσουμε όμως και με άλλα κεφάλαια από την παρουσία των Ρώσων στην πόλη μας.