Το αφιέρωμα στον περίφημο Ιωάννη Ταταράκη έγινε αφορμή να γνωρίσουμε καλύτερα έναν από τους αδερφοχτούς του, τον Γεώργιο Μιχ. Γαβριλάκη.
Μας βοήθησε σ’ αυτό ο εγγονός του κ. Δημήτρης Γαβριλάκης και μας επιβεβαίωσε ενδιαφέροντα στοιχεία η μνημειώδης καταγραφή κάθε λεπτομέρειας του χωριού Κρύα Βρύση από τον εκλεκτό συμπολίτη μας εκπαιδευτικό κ. Γιώργο Μαυροτσουπάκη.
Χαΐνης ήταν ο περίφημος αυτός αγωνιστής και μάλιστα από τους κυνηγημένους. Για τον λόγο αυτό τον άκουγες πότε Γεώργιο Μιχ. Κατεργαράκη ή Γαβριήλ και πότε Εμμανουήλ Κουτσάκη ή Σταυρουλάκη ή Κατεργαράκη (Φασατάκης 2001).
Ούτε που θυμόταν αν πλάγιασε σε κανονικό στρώμα στα νιάτα του δοσμένος ολοκληρωτικά στον αγώνα.
Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.
Από την Κρύα Βρύση
Ο Γεώργιος Μιχ. Γαβριλάκης όπως είναι το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε στην ηρωική Κρύα Βρύση το 1845. Από την πρώτη στιγμή έδειξε πως θα γίνει γενναίος. Γεννήθηκε με «προσωπίδα» πολύτιμο φυλαχτό σύμφωνα με τους κώδικες του λαϊκού μας πολιτισμού. Όπως και να το δούμε ο Γαβριλάκης ήταν ξεχωριστός. Λέγεται ότι έπιανε το σημάδι στο φτερό. Τόσο καλός σκοπευτής ήταν. Να τον βοηθούσε το «φυλαχτό» του από την προσωπίδα που με τόση προσοχή του είχε αφαιρέσει η μαμή για να μην επηρεάσει τα μάτια του; Ποιος ξέρει…
Νεαρός ακόμα αναζητούσε παρέα με λεβέντες, γενναιόψυχους ανθρώπους. Βλέπουμε να γίνεται σύντεκνος του καπετάν Πορτάλιου του οποίου βάπτισε παιδί, αλλά να δένεται και με δεσμό αίματος με τον Ταταρογιάννη, το αγρίμι του Κέντρους. Από τους επιστήθιους φίλους του και συναγωνιστής του ήταν και ο Πάτερος.
Μαζί με άλλους Κρυοβρυσανούς βρέθηκε να πολεμά έξω από το Αρκάδι παραμονές του θρυλικού ολοκαυτώματος.
Επάξιες προαγωγές
Πήρε μέρος σε πολλές μάχες υπό την αρχηγία του Μιχάλη Βαβουράκη, αλλά και του Μιχαήλ Κόρακα. Η γενναιότητα που επέδειξε τον ανέδειξε αρχικά τριακοσίαρχο, κατόπιν πεντακοσίαρχο και τέλος χιλίαρχο. Αυτά επιβεβαιώνονται και από επίσημα έγγραφα που υπάρχουν στο Ιστορικό αρχείο Κρήτης. Το 1878 τον βλέπουμε υποφρούραχο στην περιοχή Πυργιωτίσσης με φρούραρχο τον Αδάμ Βαβουράκη. Ο περίφημος αυτός αγωνιστής συμμετείχε και στην υψίστης σημασίας συνέλευση που είχε γίνει στην Καλοείδαινα για την εξέλιξη των εθνικών ζητημάτων.
Επιβεβαιώσαμε και από τη μαρτυρία του εγγονού ότι μαζί με τον Πάτερο από τη Βισταγή και το Γιάννη Ταταράκη ήταν προστάτες των χριστιανών και σκληροί τιμωροί των Τούρκων.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο περίφημο δημώδες τραγούδι για τον Τάταρη.
«Εκυνηγούσε την Τουρκιά εκείνος κι ο αδερφός του
κι ο Γαβριήλ Κρυοβρυσανός ήτονε σύντροφός του».
Και κάπου αλλού:
«Κοντό που δεν εντράπηκες και συ σκύλε Γαβρίλη
να σφάξεις το Σερβίς αγά που ‘σαστε άκρατοι φίλοι».
Κάπου 70 Τούρκους μας είπε ο εγγονός του ότι έσφαξε ο χαΐνης αυτός καΙ μας έδειξε και το μαχαίρι. Ομολογουμένως προκαλεί δέος το θέαμα του ιστορικού αυτού κειμηλίου.
Ο Γαβριλάκης είχε λέει βάλει σκοπό να σκοτώσει το Τζιβιτζή, έναν αδίστακτο Τούρκο που ήταν ο εφιάλτης των κοριτσιών, ο πιο φοβερός διώκτης των Χριστιανών, αλλά αυτός πανούργος καθώς ήταν δεν ήταν εύκολη λεία.
Μια φοβερή τιμωρία
Αποφασισμένος καθώς ήταν ο Γαβριλάκης, ζήτησε από τον Ταταρογιάννη να του δώσει τη φοράδα, εκείνος όμως αρνήθηκε περισσότερο για προστασία.
-Όι του απάντησε γιατί θα χάσω και τη φοράδα.
-Θα πάω με τα πόδια του αντιγύρισε ο Γαβριλάκης μανισμένος και ξεκίνησε. Ο Τάταρης όμως δεν θα άφηνε ποτέ μόνο τον ορτάκη του. Έτσι μαζί με τον Πάτερο, οι τρείς αχώριστοι χαΐνηδες κίνησαν με τα πόδια για το Κλήμα να σκοτώσουν τον αιμοβόρο Τούρκο. Μαζί και ο σκύλος που δεν τους εγκατέλειψε σε καμιά αποστολή και αρκετές φορές τους έσωσε τη ζωή.
Οι τρεις χαΐνηδες έμαθαν πότε θα είναι στο ελαιοτριβείο του και μπήκαν μέσα με την άνεση επισκέπτη.
Πήραν ένα καλοκάγαθο χαμόγελο αναζητώντας με τα μάτια την πιστόλα του αγά. Είδαν με ανακούφιση ότι κρεμόταν στον τοίχο και με θάρρος, πάντα σε φιλικό ύφος, ρώτησαν αν μπορούν να «βρέξουν». Να βουτήξουν δηλαδή ψωμί στο λάδι. Πονηρός ο Τούρκος δεν έπεσε στην παγίδα τους κι έσπευσε να αναζητήσει το όπλο του. Καταλάβαινε ότι οι τρεις φοβεροί αυτοί χαΐνηδες του την είχαν στημένη. Αλλά μέχρι να φτάσει στην πιστόλα του τον σκότωσαν.
Μέχρι να πάρουν χαμπάρι οι άλλοι Τούρκοι τι έγινε αυτοί είχαν κάνει φτερά.
Έκτοτε περιφέρονταν φυγόδικοι. Κάθε λεπτό ήταν η ζωή τους σε κίνδυνο. Αλλά τα όπλα δεν τα παράτησαν.
«Από παπάδες και αγίους λείπε κι άπεχε»
Μια βροχερή μέρα καθώς ανεβαίνανε από τη Μεσσαρά, μαζί κι ο σκύλος τους ο αχώριστος φοβήθηκαν να περάσουν τον ποταμό που είχε υπερχειλίσει. Λίγο παραπάνω έκανε χωράφι ο Κλημαθιανός παπάς. Οι τρεις χαΐνηδες του ζήτησαν ένα βόδι για να περάσουν απέναντι κι επειδή δεν τους έδωσε, τον υποχρέωσαν να τους περάσει ο ίδιος με την πλάτη του.
Μεγάλη η προσβολή κι ο παπάς τους αφόρισε. Μέχρι να φτάσει ο Γαβριλάκης στο χωριό έπεσε στο κρεβάτι δείχνοντας ετοιμοθάνατος. Τότε αποφάσισαν χωριανοί να πάνε στο Κλήμα και να ζητήσουν την άφεση από τον ιερέα. Εκείνος ήταν αμετάπειστος. Μέχρι που έκαναν παρέμβαση και οι Κλημαθιανοί που δεν είχαν ξεχάσει την ευεργεσία του Γαβρίλη που τους είχε σώσει από τον αιμοσταγή Τούρκο.
Με τα πολλά ο παπάς δέχτηκε. Πήγε στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου Γαβρίλη και ζήτησε να του φέρουν μια χλωρή κληματόβεργα Όταν την έφεραν χτυπούσε με αυτή τον ετοιμοθάνατο, λέγοντας μια προσευχή. Και σε κάθε χτύπημα η βέργα «μαύριζε». Μέχρι να τελειώσει η προσευχή η βέργα είχε γίνει ολόμαυρη και ο άρρωστος ήταν στο πόδι.
Από τότε όμως του έμεινε να σχολιάζει:
«Από παπάδες και αγίους λείπε κι άπεχε…»
Αμνηστία για να γλιτώσουν
Μετά από επτά χρόνια ταλαιπωρία ακολουθώντας τη μοίρα του φυγόδικου και επικηρυγμένου, βρέθηκε με αμνηστία. Δεν είχαν και καλύτερο τρόπο οι Τούρκοι να απαλλαγούν από τους επικίνδυνους αυτούς Ρωμιούς.
Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα όπου του άνοιξαν ένα μπακάλικο κι είχε την υποστήριξη του κρητικού στοιχείου. Η Κρήτη όμως τον καλούσε. Κι αυτός δεν μπορούσε να αντισταθεί.
Γύρισε πίσω. Πλησίαζε τα πενήντα όταν αποφάσισε να δημιουργήσει κι αυτός οικογένεια.
Μια όμορφη κοπέλα ήταν η τυχερή Κόρη του Γιώργη Βαβουράκη (Τζεβρή) η Καδιανή και αδελφή του Γιάννη Βαβουράκη, που διετέλεσε βουλευτής, στάθηκε μια καλή σύζυγος και άξια μητέρα.
Ακόμα και στα συναισθηματικά του όμως ο Γαβρίλης, ήταν ένας χαΐνης. Ενώ η Καδιανή ήταν αρραβωνιασμένη με άλλον, εκείνος την έκλεψε και παρά την αντίδραση των συγγενών της, την παντρεύτηκε και την πήγε στο σπίτι του στα «Μπογιατζίδικα». Μετά έχτισε σπίτι στα «Γαβριλιανά» και εγκαταστάθηκε εκεί.
Με την αγαπημένη το απέκτησαν άξια παιδιά, τη Μαρία σύζυγο Μιχάλη Βαβουράκη και μητέρα του Γιώργη, του Ηλία, και του Διογένη, το Μιχάλη Γαβριλάκη πατέρα του Γιώργη του Δημήτρη, του Γρηγόρη της Κασσιανής και του Γιάννη και τη Βαρβάρα σύζυγο του Μιχάλη Λαγουδάκη (δασκάλου) και μητέρα του Μανόλη, του Γιώργη και του αδικοχαμένου στρατηγού Δήμου Λαγουδάκη.
Είναι περήφανος ο κ. Δημήτρης Λαγουδάκης για τον παππού του και με το δίκιο του. Μου είπε πολλά και σημαντικά αλλά περιοριζόμαστε στα πιο σπουδαία.
Να προσθέσουμε μόνο ότι αναφορά στο Γαβριλάκη κάνει και ο Εμμ. Γενεράλης (Αυτοβιογραφία) που έχει επιμεληθεί ο κ. Θεόδωρος Πελαντάκης.
Ο Γεώργιος Μιχ. Γαβριλάκης όσα ονόματα κι αν απέκτησε για να ξεφύγει από τους εχθρούς του γένους, παρέμεινε ο ίδιος απροσκύνητος αγωνιστής, που άνοιξε κι αυτός με τον δικό του αγώνα τον δρόμο προς την ελευθερία.
Πηγές:
* Σπύρου Μαρνιέρου: Ιωάννης Τάταρης
* Εμμανουήλ Γενεράλη «Αυτοβιογραφία» (επιμέλεια Θεόδωρου Πελαντάκη)
* Γιώργου Μαυροτσουπάκη: «Οι παληοί ά(ν)θρωποι»
* Συλλογική εργασία Κρύα Βρύση (Ρέθυμνο 2013)
* Μαρτυρίες Δημητρίου Γαβριλάκη.