Του ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΔΕΡΑΚΗ*
Πολύ συχνά διαπιστώνουμε την ποιότητα των προϊόντων αγροδιατροφής που παράγουμε, ενώ συχνά αναρωτιόμαστε γιατί δεν καταφέρνουμε ως κρητική οικονομία να μετουσιώσουμε αυτό το πλεονέκτημα σε εξαγώγιμη προστιθέμενη αξία, τέτοια ώστε ν’ αντιστοιχεί σε αξιοπρεπές και σταθερό εισόδημα για τους παραγωγούς.
H εξαγωγική επίδοση των προϊόντων αγροδιατροφής της Κρήτης αποτελεί σήμερα ένα μικρό ποσοστό του περιφερειακού ΑΕΠ. Βασιζόμενη στο δεσπόζον προϊόν του ελαιολάδου (περίπου το 60% των εξαγωγών της αγροδιατροφής και 30% των συνολικών Κρητικών εξαγωγών, σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγέων Κρήτης) και λίγο λιγότερο στα ευπαθή φρούτα και κηπευτικά, προσπαθεί να συνεισφέρει στην κρητική οικονομία. Πουλώντας χύδην για χρόνια, με μεγάλες διακυμάνσεις τιμής, με αυξημένο μέσο μακροπρόθεσμο κόστος, με ταυτόχρονη υιοθετημένη στρατηγική ηγεσίας κόστους, δίχως ενίσχυση της επωνυμίας «Κρήτη», προσπαθούμε ν’ ανταγωνιστούμε πανίσχυρους παίκτες της αγροδιατροφής, όπως τους Ιταλούς, Ισπανούς και τους Γάλλους.
Ήδη τα τυποποιημένα Τυνησιακά ελαιόλαδα που παράγονται από μεγάλες καλλιέργειες Ιταλών ή Ισπανών επενδυτών εκτόπισαν από την 3η θέση της Καναδικής αγοράς τα Ελληνικά ελαιόλαδα που εξάγονται κυρίως χύδην. Την ίδια χρονική στιγμή εξάγουμε τα ευπαθή προϊόντα σε κοντινές αγορές, για να επιτύχουμε την πώλησή τους πριν την αλλοίωσή τους, ενώ κρητικά προϊόντα δική μας ετικέτας (τυποποιημένα και μακράς ζωής) δεν βρίσκονται στον βαθμό που θα θέλαμε στα ράφια των αλλοδαπών αγορών.
Εδώ και μερικά χρόνια βέβαια αρχίζει να γίνεται αντιληπτό πως το προαναφερθέν υπόδειγμα δεν αποδίδει. Έστω και με αργούς ρυθμούς βελτιώνεται ποσοτικά η τυποποίηση του ελαιόλαδου και των άλλων αγροδιατροφικών προϊόντων. Παρατηρείται μάλιστα καινοτομία στην τυποποίηση και την ετικέτα. Συνειδητοποιείται επίσης ότι οι απαραίτητες πιστοποιήσεις αποτελούν ελάχιστη προϋπόθεση για την διείσδυση στις ξένες αγορές, ενώ «χτίζεται» σιγά-σιγά και η επωνυμία «Κρήτη» με το σήμα της Αγροδιατροφικής Σύμπραξης. Δειλά – δειλά επίσης ξεπηδούν καινοτομίες προϊόντος, βασισμένες σε παραδοσιακά ή νέα προϊόντα όπως το αβοκάντο, το κρασί, το φραγκόσυκο, το χαρούπι ή τα βότανα, ενώ παράλληλα ενισχύονται οι τίτλοι ΠΟΠ και ΠΓΕ.
Πρέπει όμως να τρέξουμε πιο γοργά. Η βελτίωση της τρέχουσας θέσης της αγροδιατροφής και της επίδρασής της στο εξαγωγικό εμπόριο της Κρήτης θα γίνεται πράξη στο βαθμό που γίνει κατανοητό σε όλη την αλυσίδα της παραγωγής ότι στα επόμενα χρόνια θα ενισχυθεί η στροφή σε προϊόντα ανώτερης ποιότητας (υγιεινά, ασφαλή, νόστιμα, βιολογικά/κ.λπ.) και με το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Μάλιστα σε αυτήν την κατεύθυνση θα αναπροσαρμοστούν και οι πολιτικές στήριξης και επιδοτήσεων.
Είναι φανερό ότι η επιθυμητή βελτίωση συνδυάζεται με μια συνολική ανασυγκρότηση του παραγωγικού αγροτικού χώρου και για την οποία κρίσιμοι παράμετροι αποτελούν η καινοτομία και η ενίσχυση της ταυτότητας των προϊόντων.
Καινοτομία
Ο μηχανισμός για να ξεφύγουμε από τη χρόνια στρατηγική ηγεσίας κόστους και των δυσμενειών που επάγεται η ευπάθεια της πλειοψηφίας των εξαγώγιμων αγροδιατροφικών προϊόντων μας, είναι να καινοτομήσουμε σε όλη την αλυσίδα. Από τη παραγωγή μέχρι την κατανάλωση.
Η καινοτομία είναι το μοναδικό διαθέσιμο μέσο για δομηθεί το πολύτιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε παγκόσμιες αλυσίδες αξιών και σε συνδυασμό με την αύξησης της έντασης τυποποίησης και πιστοποίησης θ΄ ανοίξει το δρόμο για αποδοτικότερο εξαγωγικό εμπόριο. Συνάμα, πέραν του άμεσου οικονομικού οφέλους, με όρους τζίρων και θέσεων εργασίας, θα συνδράμει τα μέγιστα στη μείωση περιβαλλοντικού αποτυπώματος της εγχώριας παραγωγής, στην επίτευξη λειτουργίας της σε καθεστώς κυκλικής οικονομίας και στην προστασία του κλάδου της αγροδιατροφής από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Προς αυτή την κατεύθυνση έχει ήδη δρομολογηθεί η δημιουργία ενός νέου κέντρου ικανοτήτων, που θ’ αναπτύσσει πρωτότυπα προϊόντων, στοχευμένων σε συγκεκριμένες δυναμικές αγορές.
Το δίπτυχο: Εμπειρία και Επωνυμία «Κρήτη»
Τα τελευταία χρόνια δίδεται έμφαση στην τουριστική εμπειρία ως τρόπου διαφοροποίησης του τουριστικού «προϊόντος» στον διεθνή ανταγωνισμό. Αυτή πρέπει ν’ αξιοποιηθεί ως δούρειος ίππος και μέσο τακτικού μάρκετινγκ για τη προώθηση επώνυμων (και άρα τυποποιημένων) κρητικών προϊόντων αγροδιατροφής, τα οποία στο μέλλον θα πρέπει απαραιτήτως να βρεθούν με επενδύσεις σε δίκτυα διανομής στα ράφια των αλλοδαπών αγορών. Με αυτή θα εξοικειώσουμε τους επισκέπτες – καταναλωτές με τις ετικέτες (εμπορικά σήματα) και τα σήματα ΠΟΠ και ΠΓΕ επώνυμων κρητικών αγροδιατροφικών προϊόντων. Ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουμε να «χτίσουμε» την επωνυμία «Κρήτη», καθώς και την εξαγωγική στρατηγική εκ των έσω.
Η τακτική προς υλοποίηση αυτής της στρατηγικής προϋποθέτει σχεδιασμένη σύζευξη τουριστικού και αγροδιατροφικού προϊόντος. Η σχεδίαση θα πρέπει να δημιουργεί το μοναδικό αίσθημα της συνολικής «κρητικής εμπειρίας» την οποία ο επισκέπτης – καταναλωτής θα επιδιώξει να ξαναζήσει όταν βρει τα κρητικά προϊόντα αγροδιατροφής στα ράφια των καταστημάτων του τόπου κατοικίας του.
Η σύζευξη αυτή δεν είναι εύκολο εγχείρημα για τους δύο κλάδους, καθώς απαιτείται αμφίδρομη και όχι μονόδρομη πρόσληψη οφέλους κατά τη μεταξύ τους συνέργεια. Επίσης, η εμπειρία δε πρέπει να εξαντλείται μόνο στο εστιατόριο ενός ξενοδοχείου, αλλά θα πρέπει να συνδέεται με όλες τις διαθέσιμες από τις τουριστικές επιχειρήσεις εμπειρίες, καθώς και με τον ποιοτικό κρητικό τρόπο ζωής και την Κρητική Διατροφή. Αυτό το μείγμα δύναται ν’ αποτελέσει στοιχείο μοναδικότητας και άρα ισχυρής διαφοροποίησης προϊόντος και για τους δύο κλάδους, ενώ ταυτόχρονο δημιουργεί συνθήκες για βιώσιμο τουρισμό.
* Ο Αντώνης Παπαδεράκης είναι αντιπεριφερειάρχης Επιχειρηματικότητας, Εμπορίου, Καινοτομίας και Κοινωνικής Οικονομίας