Δεν είχε χαράξει ακόμα. Στον ουρανό, κοντά στα μαύρα σύγνεφα – συνοδούς της Νύχτας φώτιζε η πανσέληνος.
Σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Που έχει πάντα κίνηση πεζών και οχημάτων.
Το έβδομο Ποτήρι της Μπίρας, εν ευθυμία τελούν, αργοπορημένο είχε πάρει τον δρόμο του γυρισμού στο σπίτι. Μετά την ολονύχτια ψυχαγωγία. Πατάει με πείσμα και βιάση το γκάζι.
Μια ασπρόμαυρη γάτα, ένα από τα τόσα συνηθισμένα εσχάτως αδέσποτα και τους αμέτρητους ομοεθνείς ή αλλοδαπούς γυρολόγους των δρόμων, ανήμπορη ν’ αντιδράσει, σωριάζεται άψυχη στη μέση του δρόμου. Το έβδομο Ποτήρι της Μπίρας της στέρησε την όγδοη ζωή, δίχως, όμως, να καταλάβει το παραμικρό. Και συνεχίζει το δρόμο του και την ευθυμία.
Ένα μικρό γατάκι, ολόμαυρο, πλησίασε την ασπρόμαυρη μάνα του. Νιαούρισμα σαν κλάμα. Αγάπη και θρήνος για τη μάνα. Απορία για την εφεξής ζωή του, την ακούσια χωρίς στοργή.
Άρχισαν να ξεπροβάλουν οι πρώτες ηλιαχτίδες. Και η καμπάνα από μιαν εκκλησία να καλεί κι αυτή με τη σειρά της τους ανθρώπους να υποδεχτούν την καινούργια Μέρα.
Μέσα Οχτώβρη. Η πρωινή υγρασία είναι αφόρητη. Η Νύχτα έφυγε ανεπιστρεπτί παίρνοντας, ασυγκίνητη, όλα όσα έγιναν μαζί της και η Μέρα έφτασε χωρίς να μπορούμε να προβλέψουμε τι έχει στο δισάκι της για το ανθρωπολόι και κάθε λογής αδέσποτο…
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., φιλόλογος, Msc Διαχ/σης Πολιτιστικής Κληρονομιάς