Αναφερόμενοι πριν από λίγα χρόνια στα «Αντιποιητικά Α’» (Αθήνα, 2016) του Γιώργου Φρυγανάκη, σημειώναμε: «Πρόκειται για κείμενα κοινωνικού, πολιτικού ή ηθογραφικού σχολιασμού, εμπνευσμένα από ερεθίσματα της επικαιρότητας, που αφορμώνται άλλοτε από συγκεκριμένα γεγονότα, άλλοτε από επιλογές, ατομικές ή συλλογικές ή και από συμπεριφορές ανθρώπων που έχουν ή διεκδικούν κοινωνικό ρόλο… Είναι επικαιροποιημένα «μαθήματα» μυθολογίας και ιστορίας συσχετισμένα με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Παράλληλα είναι ποίηση άμεσης ανταπόκρισης, χωρίς κρυπτικές νοηματικές προθέσεις. Υπάρχουν, βέβαια, και τα στοχαστικά κείμενα, τα οποία έχουν μια διαφορετική νοηματική και αισθητική βαρύτητα από εκείνα τα άμεσης κριτικής – σατιρικής στόχευσης. Τα δεύτερα καυτηριάζουν αρνητικές όψεις της πραγματικότητας, κινητοποιώντας τη συναισθηματική συνέγερση, ενώ τα πρώτα προκαλούν σε φιλοσοφική αναζήτηση με ηθοπλαστική κατεύθυνση… Προσφιλής τεχνική – κατά την καβαφική συνήθεια – είναι η περιδιάβαση στο παρελθόν με ιστορικές και μυθολογικές αναφορές, που λειτουργούν σαν παρομοιωτικό απείκασμα με τις σύγχρονες αναλογίες, όπου η ιστορικότητα ή η «ψευδοϊστορικότητα» είναι το διαφανές παραπέτασμα, που περισσότερο τονίζει παρά καλύπτει».
Οι παραπάνω διαπιστώσεις ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και για τη «συνέχεια» της συλλογής αυτής, «Τα μικρά και τα μεγάλα – Αντιποιητικά Β’», που εκδόθηκε πρόσφατα (τέλη του 2021),και που περιλαμβάνει κείμενα δημοσιευμένα τα πέντε τελευταία χρόνια (2017-2021) στην εφημερίδα « Ρεθεμνιώτικα Νέα» σε εβδομαδιαία βάση και τα οποία, λέει προλογικά ο Γιώργος Φρυγανάκης, εκκινούν από «Τις στιγμές που αφήσανε/τα μικρά ή μεγάλα τους στίγματα στο χαρτί και στο χάρτη/του χρόνου μου».
Πρόκειται για κείμενα, που ο ίδιος μετριοφρόνως θέτει σε δεύτερο επίπεδο την ποιητική τους βαθμίδα, λέγοντας ότι «Ο τίτλος δεν παραπέμπει στην ποιότητα της όποιας ποιητικής των κειμένων, αλλά στην έκτασή τους ως σημαινόντων και στη σημαντικότητα των θεματικών αντικειμένων τους…», τονίζοντας τον σχολιαστικό – κριτικό χαρακτήρα τους απέναντι «Σε πρόσωπα και πράγματα της λεγόμενης αντιποιητικής εποχής μας», αλλά που δεν είναι δύσκολο για τον αναγνώστη να διακρίνει πίσω από αυτά την κινητήρια δύναμη «του ξεχειλίσματος δυνατών συναισθημάτων», που αποτελεί μια από τις προωθητικές δυνάμεις της ποιητικής δημιουργίας.
Τα ποιήματα παραθέτονται χρονολογικά κατά την ημερολογιακή σειρά δημοσίευσής τους, συνιστώντας έναν χρονογραφικού είδους σχολιασμό της πραγματικότητας, σαν ένα «Ημερολόγιο» προσωπικών μοναχικών αναζητήσεων, άλλοτε με τρόπο δηλωτικό, άλλοτε με συνυποδηλωτικό και άλλοτε με «μεταμφίεση» αρχαιοθεματική .
Έχουν ως κινητήριο ερέθισμα τον έντονα παλλόμενο σφυγμό της επικαιρότητας, εικονίζοντας με σχολιαστική πρόθεση γεγονότα με τις συνέπειες και τις προεκτάσεις τους, πρόσωπα, καταστάσεις, συμπεριφορές ατομικές και συλλογικές, πολλά από εκείνα που συνθέτουν το πλέγμα της σύγχρονης ζωής. Σε κάποια από αυτά το ποιητικό μέτρο και ο ρυθμός – χωρίς να απουσιάζουν – είναι σε δεύτερη προτεραιότητα και τον πρώτο λόγο έχει η κριτική, ο καυτηριασμός, η ειρωνεία, η σάτιρα, η διδαχή, με το οικείο του λεκτικό «παιγνίδισμα» λέξεων συναφούς ετυμολογικής, παραγωγικής ή συνθετικής προέλευσης που δημιουργούν εννοιολογική αντιπαράθεση σημασιών. Είναι περιγραφικά της πραγματικότητας που βιώνει, εμπνευσμένα κυρίως από αιτίες που έχουν να κάνουν με τον κοινωνικό αντίχτυπο σημαντικών γεγονότων της σύγχρονης ζωής ή με τη στάση ατόμων ή συλλογικοτήτων που έχουν κάποιον εμφαίνοντα ρόλο. Ασκούν κριτική στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση, την εγχώρια και τη διεθνή για ζητήματα υψηλού ενδιαφέροντος και πανανθρώπινης σημασίας, με έμφαση εκεί όπου τα συμφέροντα, η δύναμη και η επιβολή των ισχυρών προκαλούν οδυνηρές πληγές σε χώρες και λαούς, αγνοώντας κάθε αίσθημα δικαίου και ανθρωπισμού. Είναι ιδιαίτερα επικριτικά απέναντι στην αλαζονεία των ισχυρών, στην υποκρισία των βολεμένων, στην άμετρη εξουσιαστική αντίληψη των κατεχόντων, στην επιδεικτική προβολή, στην αναντιστοιχία ανάμεσα στο καθωσπρεπικό «φαίνεσθαι» και στο όντως «είναι». Η συχνά αγανακτισμένη επίκριση προφανή στόχο έχει το συγκινησιακό «κέντρισμα» και παράλληλη επιδίωξη την κινητοποίηση του αποδέκτη, καθώς το θιγόμενο ζήτημα προσεγγίζεται με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε ο στιχουργημένος λόγος να τονίζει τις ακραίες εκφάνσεις του. Προβάλλεται το επικαιρικά σημαντικό με στιχουργικό τρόπο, στον οποίο συνυπάρχουν εμφανές το πεζολογικό στοιχείο για να σχολιασθεί το γεγονός με θετική ή αρνητική οπτική, και υποκρυπτόμενο το ποιητικό για να υποσημανθεί η συναισθηματική «πρόθεση», τα ψυχικά «παράγωγα» που εκπέμπονται. Διακρίνει κανείς σε μια μορφή συμπυκνωμένου σε στίχους δοκιμιακού λόγου μια εικόνα της πραγματικότητας, άλλοτε σε γενικό πλάνο και άλλοτε εστιασμένη στο θεωρούμενο ως αξιοσημείωτο, παράλληλα με τον επαινετικό ή τον επικριτικό σχολιασμό της και τον απορρέοντα συναισθηματικό «χρωματισμό», κάποτε με έντονα λυρικό φόρτο.
Σε πολλά κείμενα είναι εμφανής η φιλοσοφική ενατένιση, η διδακτική – συμβουλευτική πρόθεση με παροτρύνσεις και αποτροπές που προβάλλουν τα ηθικά μέτρα και τις αξίες που καταξιώνουν τον άνθρωπο, θέτοντάς τον συχνά απέναντι σε διλημματική επιλογή, μέτρο του προσωπικού ήθους του καθενός.
Παράλληλα με τον άλλοτε κριτικό κι άλλοτε παρηγορητικό στοχασμό, σε στίχους με νοηματική αυτοτέλεια αλλά και με μελετημένη ένταξη στο συνολικό νόημα, διακρίνει κανείς εικόνες με κίνηση και ήχους που προσδίδουν το ποιητικό ηχόχρωμα στον λόγο κεντρίζοντας τις αισθήσεις και διεγείροντας το συναίσθημα.
Συνήθης τεχνική είναι το αρχαιόθεμο – αρχαιοπρόσωπο αφηγηματικό προσωπείο, που επιτρέπει την αποστασιοποιημένη προσέγγιση, τη συμβολοποιημένη απεικόνιση αλλά και τη διαχρονική αναφορά.
Λέει:
«Τ’ άρεσε να μεταμφιέζει/ τ’ αντικείμενα, τα πρόσωπα,/
τις λέξεις, τον τόπο και το χρόνο/και έκανε τις παραποιημένες ιστορίες/
μυθιστορίες και συμβολικά ποιήματά του… ( Μεταμφιέσεις)
Σκηνικό επαναλαμβανόμενο συχνά η Αρχαία Αγορά, για να επισημανθεί η σημασία του δημόσιου κριτικού αντιπαραθετικού λόγου, με κύριο αγορητή τον Σωκράτη, για να εξαρθεί το διαχρονικό πρόσωπο του συνειδητού πολίτη και του Δασκάλου.
Η διδακτική πρόθεση εκφράζεται πολλές φορές με «γνωμικό» τρόπο, όταν με εύστοχη ολιγόστιχη έμπνευση γίνεται μια διαπίστωση και ανοίγεται ευρύ πεδίο σκέψης και προβληματισμού:
«Δεν φέρνει πάντοτε/η δύναμη την ευτυχία/που μας στερούσε η αδυναμία/
μπορεί να αποκαλύπτει τη φτώχια της ψυχής μας/που είχε την αδυναμία/
γι’ «άλλοθι»… «Άλλοθι»
ή
«Έστω και μια σταλαματιά/ κατά την ξηρασία της Ανάγκης,/
στα μάτια της Ευγνωμοσύνης είναι τεράστιος καταρράκτης!…/
Ακόμη κι ένας καταρράκτης/
κατά την ξηρασία της Ανάγκης,/στα μάτια της Αγνωμοσύνης /
είναι απλή σταλαγματιά!». « Μάτια και μάτια…».
Μια ιδιαίτερη τεχνική είναι αυτή, όταν με τον τίτλο «ΕΠΙ(καιρότητα)ΞΕΝΩΝ ΣΤΙΧΩΝ» σχολιάζεται η επικαιρότητα με την ενσωμάτωση στο δικό του κείμενο στίχων άλλων ποιητών. (του Βάρναλη, του Καβάφη, κ.ά.). Η χρήση του α’ πληθυντικού, και περισσότερο του β’ ενικού ρηματικού προσώπου σε αυτές αλλά και σε άλλες περιπτώσεις οικειοποιεί ή δραματοποιεί τα λεγόμενα εντείνοντας τον συμβουλευτικό ή τον εξομολογητικό τόνο.
Ειπώθηκε προηγουμένως για τον μάλλον σκοπούμενο ή από το θέμα επιβαλλόμενο πεζολογικό «βηματισμό» πολλών κειμένων. Υπάρχουν όμως και εκείνα, που το θέμα, επίσης, το ποιητικό κίνητρο και η άμεση προσωπική «εμπλοκή» του Γιώργου Φρυγανάκη με αυτό τον ωθεί σε ψυχικό «ξεχείλισμα», σε λυρική έξαρση, σε εξομολογητική έκφραση συναισθημάτων τρυφερότητας, αναπόλησης, παράπονου, αγάπης.
«Στην ανηφόρα της ζωής, αγία Μάνα,/κι αν λαβωμένη σύρθηκες στα γόνατα,/
κράτησες όρθιο το λάβαρο/της άγιας Υπομονής». «Αγία μάνα»
ή
«Στα πατρικά παλιά σπιτάκια μας/αχνόφεγγε η λάμπα πετρελαίου/
και όταν δεν είχαμε πετρέλαιο/ο τρεμουλιάρης γέρο-λύχνος/
και όταν έσβηνε κι αυτός,/μας φέγγανε άπλετα/ τα ονειρόφωτά μας!» «Σύγ-κριση»
Συχνοί, επίσης, είναι οι διάλογοι με τον εαυτό του, οι εσωτερικοί μονόλογοι που θέτουν ερωτήματα σχετικά με βασικές αξίες της ζωής και απαντούν ταυτόχρονα σε αυτά υποδεικνύοντας την ακολουθητέα στάση. Ακόμη, στιγμές προσωπικών βιωμάτων, εντυπώσεων ή λησμονημένων εμπειριών επαναπροωθούνται φορτισμένες στο προσκήνιο :
«Δεν ξέρω πώς να σε καλωσορίσω,/δεν ξέρω πώς να σου ευχηθώ,/
αόρατό μου πλασματάκι,/ Όλες οι λέξεις μου φαίνονται φτωχές /
να ντύσουν τα πηγαία μου αισθήματα./
Κι αυτός ο Πήγασος πού πήγε άραγε/και δεν ακούει τα σφυρίγματά μου;». «Στην εγγονή μου»
Αναφερόμενος στα ποιητικά του κίνητρα και θεωρώντας την ποίηση και ως αποστολή με βαρύ συχνά προσωπικό αντίτιμο, λέει :
«Μέρα και νύχτα στο αγιάζι/ξεπάγιαζε η έγνοια σου /και η υπομονή σου!
Κι έλεγες : Άσχημο χάος/θα γίνω Ποιητής να πάρεις σχήμα,/
να γίνεις ποίημα, να γίνεις κόσμημα!
Έγινες Ποιητής κι έγινε ο Κόσμος/όπως σχεδίαζες και πάσχιζες εσύ!/
Μόνο που σ’ άφησε απ’ έξω/ να ξεπαγιάζεις μόνος/
μες στο αγιάζι». «Στ’ αγιάζι»
Και στο « Ήθελες να γράψεις»:
«Ήθελες να γράψεις στίχους για τα ρόδα,/μα δε σε άφησαν τ’ αγκάθια/
…στίχους για το ηλιόγερμα,/μα δε σε άφησε το νέφος /
…στίχους για ιριδισμούς θαλασσινούς,/μα οι κηλίδες του πετρελαίου δε σε άφησαν/
στίχους για μπιστικές φιλίες και αγάπες,/ μα δε σε άφησαν οι άπιστες και δόλιες/
…Και διάβαζες τα ωραία στα ποιήματα / που ‘ξεραν να παραμερίζουν τη μαυρίλα./
Όμως κι εκεί δε σ’ άφηνε να τ’ απολαύσεις / του άσπρου η μονοχρωμία».
Στα γραπτά του Γιώργου Φρυγανάκη, και ειδικά στα ποιητικά, η γλώσσα και η έκφραση έχουν ιδιαίτερο σημασιολογικό ενδιαφέρον. Σε πολλά σημεία οι στίχοι είναι δομημένοι πάνω στο λεκτικό σχήμα της εννοιολογικής αντιπαραθετικής ζεύξης, για να αποδοθεί μια πραγματικότητα ή μια συμπεριφορά ερεθιστική και να σχολιαστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Άλλη μορφή του λεκτικού «παιγνιδίσματος» είναι η παράθεση ή αντιπαραβολή ομόρριζων, παράγωγων ή σύνθετων λέξεων για να οδηγηθεί το σχολιαζόμενο «ερέθισμα» στο μέγιστο νοηματικό πλάτος των ορίων του ή στις ακραίες προεκτάσεις του. Έτσι από την πλούσια γλωσσική δεξαμενή του απορρέει εντυπωσιακά η λεκτική ποικιλία, η οικονομία της γλώσσας, η νοηματική της ευρύτητα, οι μεγάλες εκφραστικές της δυνατότητες .
Για παράδειγμα στο ποίημα «Καχύποπτοι» «αντιπαρατίθενται» σημασιολογικά πενήντα λέξεις – έννοιες για να αποδοθεί στιχουργικά η αρρωστημένα ανασφαλής συμπεριφορά του ανθρώπου εκείνου, ο οποίος πίσω από κάθε θετικό και αισιόδοξο υποψιάζεται το αντίθετό του. Και στο δεύτερο μέρος του «Λεκτική μασκαράτα» εβδομήντα δύο, για να δηλωθεί η με το γλωσσικό «ένδυμα» ωραιοποίηση του αρνητικού ή του παρωχημένου:
«Γέμισε η ατ(ι)μόσφαιρα/ λέξεις ωραιο- ποίησης:/
η «λαϊκότητα» του λαϊκισμού/ η «ισότητα» της ισοπέδωσης/
η «αξιοκρατία» της ευνοιοκρατίας/και η «δημοκρατία» της δημοκοπίας/
…ο «κοσμοπολιτισμός» της ξενομανίας /η «ανανέωση» της νεομανίας/
…η «ελευθερία» της ελευθεριότητας,/ …η «παρρησία» της απρέπειας/……
Στο πρώτο μέρος του ίδιου ποιήματος αποδίδεται στη γενίκευσή της η γλωσσική αυτή «έξη», ως κοινωνική κυρίως ηθοκαταγραφή, ως δείγμα παρακμιακής στάσης και κατακριτέας συμπεριφοράς :
«Θύματα δολιοφθοράς και οι λέξεις/ δε λένε πια τα πράγματα με τ’ όνομά τους/
και γίνανε ψιμύθια, κάθε λογής φτιασίδια,/σύνεργα μεταμφίεσης ή πλαστοπροσωπίας
και της ευτέλειας πολυτελείς μασκάρες,/ λέξεις κουκούλες, λέξεις –άλλοθι/
λέξεις παγίδες, λέξεις -μπούργκες».
Με το νέο του βιβλίο ο Γιώργος Φρυγανάκης επιβεβαιώνει την προσωπική του στάση ζωής ως ανθρώπου ανήσυχου και σε συνεχή πνευματική εγρήγορση, ως συνειδητού πολίτη που κινητοποιείται από όσα συμβαίνουν στον κοινωνικό στίβο, που ευαισθητοποιείται απέναντι στα μεγάλα και σημαντικά ζητήματα του στενότερου και του ευρύτερου περίγυρου, αλλά νοιάζεται και για τα μικρότερα, αυτά που αφορούν τις συχνά αθέατες στους πολλούς όψεις της καθημερινής τριβής, αυτές που σε έναν βαθμό προσδιορίζουν την ποιότητα των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Με την έννοια αυτή, τα ποιήματά του είναι ένα είδος κοινωνικού καθρέφτη που απεικονίζει, αντανακλά και εκπέμπει.
* Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος