Είναι η δεύτερη φορά που οι συγκυρίες με ώθησαν να ταξιδέψω και να επισκεφτώ ξανά την αγαπημένη Πόλη των Πόλεων, Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη φορά, λίγα χρόνια πριν, ήταν καθαρά για τουριστικούς λόγους. Η δεύτερη, η πιο πρόσφατη, ήταν για λόγους επαγγελματικούς, που όμως δέχθηκα με πολύ χαρά, αφού η εμπειρία που είχα υπήρξε για μένα τότε, μια απίστευτα ευχάριστη έκπληξη.
Θυμάμαι είχα καταναλώσει μεγάλη ποσότητα μελανιού, προκειμένου να μπορέσω να αποτυπώσω τις όποιες εντυπώσεις μου στο χαρτί και να τις δημοσιεύσω κατόπιν, ώστε να επικοινωνήσω τα αναρίθμητα συναισθήματα και τις εντυπώσεις που ξεπηδούσαν από μέσα μου για ημέρες μετά την επιστροφή μου και έπρεπε να εκφραστούν οπωσδήποτε, προτού με πνίξουν…
Έτσι και τώρα, πάλι πίσω στη γενέτειρα την επίσης αγαπημένη πόλη, αισθάνομαι ξανά ότι ένα μεγάλο μέρος της ψυχής μου, έμεινε και πάλι αγκιστρωμένο, να στροβιλίζεται μέσα στην απίστευτη ενέργεια αυτής της Πόλης.
Και ενώ με τη λογική μου σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να είναι μια πολύ κουραστική έως και εξοντωτική σωματικά ως προς τη διαβίωση πόλη, αφού τα μεγέθη και οι αποστάσεις της είναι τεράστια και ασύγκριτα με τα δικά μας εδώ, όμως το συναίσθημα υψώνεται αγέρωχο και μου φουσκώνει τεράστια πανιά νοσταλγίας και θλίψης.
Προσπαθώ καθημερινά να εξηγήσω το γιατί …όμως χάνομαι συνεχώς μέσα τους ατραπούς των πιθανών λογικών εξηγήσεων.
Παράλληλα, ακούω γνώμες και μοιράζομαι συναισθήματα με άλλους ταξιδιώτες που έχουν επίσης επισκεφθεί τη μαγική αυτή πόλη των αντιθέσεων και των αλλόκοτων συνδυασμών αισθητικής, γεύσης, παραδόσεων και πολιτισμών. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι εκφράζονται με ένα απίστευτο πάθος και μια γλυκιά νοσταλγία στα λόγια και τη ματιά τους.
Είναι λοιπόν αυτή η ίδια η Πόλη που σε στοιχειώνει για πάντα και που σε κάνει να ονειρεύεσαι και όλο να εύχεσαι να πας ξανά και ξανά; Είναι η Πόλη που πάντα θέλεις να επιστρέφεις αφού εκεί αισθάνεσαι ότι έχει παγιδευτεί ένα κομμάτι δικό σου; Είναι η αύρα της Ανατολής που σε μεθάει και σε γοητεύει με τους αναρίθμητους μιναρέδες και τα τζαμιά της ή είναι το Ελληνικό στοιχείο που έχει αγκιστρωθεί επάνω στα θρυλικά τείχη και τους Βυζαντινούς τρούλους με τις ευλογημένες εκκλησιές της;
Είναι η ατέλειωτη μαγεία του Βοσπόρου που ξεκουράζει και μαγνητίζει τη ματιά και του πιο δύσπιστου και κουρασμένου ταξιδιώτη; Η μήπως το απίστευτο φυσικό κάλος της Ασιατικής πλευράς με τα πνιγμένα στο πράσινο και τις ανθισμένες μανόλιες, παλαιά αρχοντικά εύπορων Ελλήνων; Μήπως η πολυτέλεια των ανακτόρων και των πολυτελών κτισμάτων με τον δαντελωτό βαρύγδουπο διάκοσμο που κλέβει θέλεις δε θέλεις τη ματιά σου;
Τελικά ίσως να είναι όλα τα παραπάνω μαζί… ίσως είναι όλο αυτό το surreal σκηνικό που εναλλάσσεται …μπορεί όμως και να είναι η μαγεία της αρμονίας και της φυσικής αλλά και της αρχιτεκτονικής ομορφιάς που γαληνεύει την ψυχή και όλο της ψιθυρίζει γλυκόλογα…
Ίσως όμως και να είναι η βαθειά πεποίθηση που όλοι οι Έλληνες έχουμε ριζωμένη στο DNA μας, ότι αυτή η Πόλη μας ανήκει, είναι αίμα μας, είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας, είναι οι μνήμες και ο σπόρος των προγόνων μας.
Ναι, κάποτε θυμώνεις, άλλοτε συγκινείσαι. Σίγουρα όμως δε θα μείνει κανένας ταξιδιώτης αδιάφορος, αντικρίζοντας τις αναρίθμητες ομορφιές της. Ας είναι πολύβουο το πλήθος, κι ας είναι ιλιγγιώδεις οι ρυθμοί της… Όλα κρύβουν μια αβάσταχτη γοητεία. Τόση, που η γράφουσα έπιασε τον εαυτό της να επιθυμεί αν γινόταν να αντάλλαζε τη θέση της για όσο διάστημα χρειαζόταν με ένα αγέρωχο γλάρο στο Βόσπορο. Ένα γλάρο από εκείνους που καθημερινά διασχίζουν απ’ άκρη σ’ άκρη, αγέρωχα και νωχελικά την αγαπημένη θάλασσα, ρουφώντας όλη αυτή την παραμυθένια ομορφιά. Ίσως έτσι να κουραζόμουν κάποια στιγμή… ίσως έτσι να έπαυε κάποτε να είναι τόσο βασανιστικός αυτός ο παράφορος έρωτας.
Ένας πωλητής έσταξε επάνω στον καρπό μου λίγες σταγόνες από ένα ανατολίτικο άρωμα. «Love in Istanbul» μου είπε. Κι ήρθε να συμπληρώσει η βαριά πικάντικη μυρουδιά, τον ήδη φορτισμένο συγκινησιακά ψυχισμό μου.
Έφυγα με δάκρυα και πάλι, αποχαιρετώντας για άλλη μια φορά ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής μου που ήξερα ότι θα έμενε εκεί… να περιπλανάται στα πέτρινα καλντερίμια της με τα ξύλινα σπίτια και τις πολεμίστρες των κάστρων της. Στους πύργους και τους μιναρέδες, που το αργό νωχελικό πέταγμα από τα ψαροπούλια, τους μεταμορφώνει σε σκηνικό ταινίας ατμοσφαιρικής. Στον Πύργο του Γαλατά με τον ανατολίτικο χρυσοκόκκινο φωτισμό του… στις ταράτσες με την πανοραμική θέα του Βοσπόρου και τις ατέλειωτες αφρίζοντες γραμμές που διασταυρώνονται ασταμάτητα πίσω από τα αναρίθμητα πλοιάρια που λες και πλέκουν το μαγεμένο ιστό που παγιδεύει τις ψυχές μας…
Όχι, και πάλι δε σου είπα Αντίο εκείνο το τελευταίο μελαγχολικό πρωινό που σ αποχαιρετούσα… Γιατί ξέρω ότι όσα χρόνια και αν περάσουν, πάλι θα επιστέψω, για να σμίξω με εκείνο το χαμένο κομμάτι μου που άφησα κάπου εκεί… να περιπλανιέται ζαλισμένο από τις μυρουδιές, μα και τους καπνούς της πολύκροτης ιστορίας σου…
Αφήνω τον στιχουργό να εκφραστεί:
Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες
φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές
Κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες
θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές
Και τότε ένα παράπονο σε παίρνει
και στα καντούνια μέσα σε γυρνά
Η Πόλη μια παλιά αγαπημένη
που συναντάς σε ξένη αγκαλιά
Θέλω να πιώ όλο το Βόσπορο
αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου…