Η παρουσία των γυναικών στον κρίσιμο χώρο του τύπου και της δημοσιογραφίας την οθωμανική περίοδο και ειδικότερα από το 1845, ημερομηνία έκδοσης του πρώτου γυναικείου εντύπου στον οθωμανικό αλλά και ελληνόφωνο χώρο, ως το 1923 που ήταν και η οριστική διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποτέλεσε το αντικείμενο του συνεδρίου και της έκθεσης που το πλαισίωσε με θέμα «Γυναίκες του τύπου – ο τύπος των γυναικών», που ολοκληρώθηκε την Κυριακή στο Σπίτι του Πολιτισμού στο Ρέθυμνο.
Τόσο η έκθεση όσο και το συνέδριο αφορούσε το σύνολο των γυναικείων εντύπων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ελληνορθόδοξης κοινότητας, τις εκδότριες των εντύπων αυτών και τη δραστηριότητά του. Πρόκειται για μια ερευνητική εργασία, η οποία οργανώθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών Εκπαιδευτική θεωρία, Ιστορία και Πολιτική του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών. Μια εργασία που στόχευσε στην γνωστοποίηση στο ευρύ κοινό και της δημόσιας ιστορίας για το ρόλο των γυναικών εκείνης της περιόδου, που μπορεί μεν να ήταν περιθωριοποιημένος σε σχέση με τους άντρες δεν ήταν όμως παθητικός. Αντίθετα μέσα από το συνέδριο και την έκθεση αποδείχτηκε και αναδείχτηκε η ενεργή δράση και ο ρόλος του γυναίκειου φύλου.
Η Έκθεση και το Συνέδριο «Γυναίκες του Τύπου – Ο Τύπος των γυναικών», οργανώθηκε από το Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης σε συνεργασία με το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και υπό την Αιγίδα της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου.
Η Κατερίνα Δαλακούρα, καθηγήτρια στην Ιστορία της Εκπαίδευσης, μίλησε για την έρευνα που έχει ξεκινήσει το Πανεπιστήμιο Κρήτης από το 2009, η οποία γίνεται σε συνεργασία με πανεπιστημιακούς από τα Βαλκάνια και μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.». ανέφερε:
«Φτάσαμε στο σημείο να συγκεντρώσουμε το σύνολο των εντύπων που έχουν εκδοθεί στον οθωμανικό χώρο από τις γυναίκες της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Αυτά τα έχουμε ψηφιοποιήσει όλα, έχουμε κάνει μια βάση ερευνητική δεδομένων που έχουμε αναρτήσει στην ιστοσελίδα του Τμήματός μας και με βάση αυτή μπορούν να γίνουν έρευνα, μεταπτυχιακές διατριβές κτλ. Η έρευνα φυσικά προχωράει και η βάση θα πρέπει να εμπλουτιστεί περισσότερο. Κάποια στιγμή σκεφτήκαμε ότι αυτή η περιχαράκωση της επιστημονικής γνώσης στον επιστημονικό χώρο αφήνει ανέπαφα κάποιες προκαταλήψεις, κάποιες εντυπώσεις για τις γυναίκες, ότι ήταν μόνο περιθωριοποιημένες, ότι δεν έβγαιναν από το σπίτι, ότι ήταν έγκλειστες κτλ. Οπότε σκεφτήκαμε αυτό να γίνει ένα κομμάτι της δημόσιας ιστορίας. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε την έκθεση που σημαίνει ότι δούλεψε μια τεράστια ομάδα για αυτό το σύνολο της έρευνας, γιατί για κάθε έντυπο έπρεπε να γίνει ένα μικρό πάνελ, οπότε αυτό είναι το πόρισμα, κομμάτι από την επιστημονική έρευνα το οποίο θέλουμε να μοιραστούμε με τον κόσμο».
Το μήνυμα της έκθεσης αλλά και του συνεδρίου, σύμφωνα με τη κα Δαλακούρα είναι ότι οι γυναίκες της εποχής εκείνης δεν ήταν απλώς παθητικά υποκείμενα στην ιστορία, αντίθετα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο: «Οι γυναίκες ήταν ενεργά υποκείμενα. Πήραν δυναμικούς ρόλους ουσιαστικά πολλές φορές παρεμβαίνοντας στην κοινωνία για το φύλο τους πρωτίστως, αλλά και για την αλλαγή της και ένα δεύτερο πράγμα που θα μπορούσα να πω είναι ότι οι γυναίκες δεν ήταν αόρατες στην ιστορία της εποχής τους, αόρατες τις έχει κάνει η επίσημη ιστορία. Άρα χρέος των ιστορικών είναι να εντάξουν στην επίσημη ιστορία, άρα μετά και στην διάχυσή της και την ιστορία των γυναικών. Ήταν το μισό του ανθρώπινου γένους, επομένως είχε ένα ρόλο. Σαφώς πιο περιθωριοποιημένο από τους άντρες αλλά δεν ήταν στο περιθώριο. Είχαν βρει τρόπους να διαπεράσουν τα σύνορα ανάμεσα στον ιδιωτικό χώρο και τον δημόσιο και να συμβάλλουν πολλαπλά πρώτα από όλα στην προώθηση της θέση των γυναικών αλλά και στην βελτίωση των κοινωνιών τους», είπε.
Από την πλευρά του ο Νίκος Βαφέας, επίκουρος καθηγητής Ιστορικής και Πολιτικής Κοινωνιολογίας σε δηλώσεις του στα «Ρ.Ν.», σε σχέση με την ιστορία της εποχής ανέφερε: «Αυτό που παρατηρούμε από ιστορικής απόψεως είναι ότι στην ύστερη περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρότι μιλάμε για ένα πολιτικό σύστημα με παραδοσιακές αρχές, εν τούτοις αρχίζει και εμφανίζεται μια δημόσια σφαίρα σταδιακά, που μάλλον είναι χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών, που μάλλον έχει να κάνει με την ενσωμάτωση της αυτοκρατορίας σε ένα ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, στον καπιταλισμό. Σε αυτή την δημόσια σφαίρα εκφράζονται λόγοι που μάλλον είναι αντινομικοί μεταξύ τους, το τοπικό με το εθνικό, το οικουμενικό αυτοκρατορικό με το εθνικό, τα ταξικά και βεβαίως τα έμφυλα. Αυτά τα αντινομικά πεδία, παράγουν και ένα διφορούμενο λόγο και παράγουν και αναπαράγουν διφορούμενες ταυτότητες. Αυτό έχει καταδειχτεί από την ιστορική έρευνα όσον αφορά την σχέση τοπικού και εθνικού ή ελληνοθωμανισμού και ελληνισμού, νομίζω ότι η έκθεση αυτή δείχνει πως αυτές οι ταυτότητες σε ό,τι αφορά και το έμφυλο στοιχείο είναι εξίσου διφορούμενες. Έχουμε ας πούμε έντυπα γυναικεία που αντί να εκφράζουν ένα χειραφετητικό στην πραγματικότητα εκφράζουν ένα αντιχειραφετητικό λόγο ως προς τις γυναίκες. Νομίζω ότι αυτό που δείχνει η ιστορία αλλά και η συγκεκριμένη έκθεση είναι ότι το αποτέλεσμα όλης αυτής της αντινομικής διαδικασίας είναι προδιαγεγραμμένη, δηλαδή στο τέλος της ιστορίας η πορεία είναι προς τη χειραφέτηση».
Η εικαστικός Χρυσούλα Σκεπετζή που έχει αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια της έκθεσης, που παρουσιάστηκε από την Παρασκευή έως και την Κυριακή στο Σπίτι του Πολιτισμού, υποστήριξε: «Προσπάθησα να προσεγγίσω τις γυναίκες της εποχής από το 1845 και μετά, όπου δεν αναφέρονται στην έκθεση και οι οποίες θεωρούνται μεγάλες φυσιογνωμίες ως προς την αντιμετώπισή τους με τον έντυπο τύπο και την κοινωνική τους ζωή, που ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και εξαιρετικά δραστήρια όσον αφορά την διεκδίκησή τους για τα δικαιώματα των γυναικών και να κοινοποιηθεί μέσα από αυτές τις αναφορές ότι οι γυναίκες παρότι είχαν ένα ιδιαίτερο background και υπήρχε υποστηρικτική αντιμετώπιση από την οικογένειά τους για να πάνε μπροστά, ωστόσο δεν ήταν από αυτές τις γυναίκες που καθόντουσαν στις καρέκλες και αποφάσιζαν οι άλλοι για αυτές. Μπήκαν στην διαδικασία να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους και να διεκδικήσουν πράγματα για την εποχή τους, η οποία ήταν πολύ δύσκολη εποχή. Από τότε μέχρι σήμερα υπάρχουν τεράστιες διαφορές, ωστόσο εξακολουθούν οι γυναίκες να έχουν θέματα σε σχέση με την κοινωνία των αντρών»
«Ο οθωμανικός τύπος ως βήμα διαλόγου για το γυναικείο ζήτημα»
Ο οθωμανικός γυναικείος Τύπος έχει προσεγγιστεί -όπως και στην διεθνή ιστοριογραφία- ως πεδίο συγκρότησης και ανασυγκρότησης των γυναικείων συλλογικών ταυτοτήτων, ως βήμα διαλόγου για το «γυναικείο ζήτημα» και εγχείρημα δημόσιας παρέμβασης ως χώρος άσκησης στη γραφή και φιλόξενης υποδοχής των γυναικείων λογοτεχνικών εγχειρημάτων, και -σε μικρότερο βαθμό- ως χώρος δημιουργίας και ανάπτυξης δικτύων επικοινωνίας και δύναμης, πρόσληψης και επεξεργασίας νέων (αστικών) μοντέλων ζωής, δια-εθνικής επικοινωνίας και επιχειρηματικής δραστηριότητας, ενώ οι γυναίκες ως εκδότριες ή/και συντελεστές των εκδόσεων, έχουν μείνει στο περιθώριο της έρευνας.
Στον χαιρετισμό του στην διάρκεια της εκδήλωσης το απόγευμα της Παρασκευής ο αντιπρύτανης προσωπικού και φοιτητικής μέριμνας Κωνσταντίνος Σπανουδάκης, ανέφερε: «Η ικανοποίησή μου πηγάζει από το γεγονός ότι πρόκειται για μια πολυσχιδή εκδήλωση που περιλαμβάνει ένα συνέδριο με υψηλού επιπέδου ανακοινώσεις. Η εκδήλωση ανοίγει όχι μόνο ζήτημα δημόσιας ιστορίας αλλά και ζητήματα που άπτονται των πτυχών του φύλου. Η έκθεση και το συνέδριο ανοίγουν ένα παράθυρο σε ένα πολύ ενδιαφέροντα πολιτισμό. Γιατί όντως το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο είναι η οθωμανική αυτοκρατορία και ο οθωμανικός πολιτισμός, από τα πιο ενδιαφέρονται πεδία ερευνάς στο χώρο των εθνικών σπουδών, πόσο μάλλον εδώ στην Κρήτη όπου η παρουσία τους είναι ορατή παντού ολόγυρά μας».
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και η γενική γραμματέας Ισότητας των Φύλων, Φωτεινή Κούβελα, η οποία επεσήμανε τη βαρύτητα που αποδίδεται στον τομέα της εκπαίδευσης μέσω του έργου της ΓΓΙΦ συνολικά. Σε αυτό το πλαίσιο και ιδίως μέσω της αναλυτικής επί των δράσεων της ΓΓΙΦ εισήγησή της, υπό τον τίτλο: «Έμφυλες ανισότητες στην εκπαίδευση. Η ορατότητα των γυναικών στην επιστήμη», η κα Κούβελα τόνισε ότι: «Εκφράζουμε την πεποίθησή μας ότι σε αυτόν μπορεί να συντηρηθούν και να αναπτυχθούν ιδεολογίες, που θα λειτουργήσουν καταλυτικά στη δημιουργία επιστημόνων/ισσών απαλλαγμένων από αναχρονιστικές αντιλήψεις περί ανισότητας των φύλων» και αφού αναφέρθηκε εκτενώς στις πολιτικές και τις δράσεις της ΓΓΙΦ για την ορατότητα των γυναικών στην επιστήμη εν γένει, ολοκλήρωσε την εισήγησή της, τονίζοντας ότι: «Συνολικά, μέσα από τη σημερινή μου εισήγηση, θέλησα να αναδείξω τη βαρύτητα δυο αντίρροπων και αντικρουόμενων δυνάμεων, ώστε να αντιληφθούμε όλοι και όλες την ανάγκη εστίασης σε εκείνη τη δύναμη που χρειάζεται τη μεγαλύτερη δυνατή ώθηση εκ μέρους όλων μας. Και αναφέρομαι, από τη μια μεριά, στις έμφυλες, αναχρονιστικές και πολλαπλές διακρίσεις, που διαχέονται σε όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και, από την άλλη, στην ανάγκη μετασχηματισμού του σχολείου και του Πανεπιστημίου σε βασικούς φορείς αγωγής, διαμόρφωσης της αντίληψης των παιδιών, των φοιτητών και φοιτητριών για τον κόσμο, μέσω της ενσωμάτωσης της έμφυλης διάστασης σε όλες τις δυνατές πτυχές τους. Διότι, η διαμόρφωση της κουλτούρας των σχολείων και των Πανεπιστημίων με τις αρχές και τις αξίες της ισότητας, είναι που αναμένεται να συμβάλλει στον αγώνα για την ορατότητα και την ενδυνάμωση της φωνής γυναικών στην επιστήμη εν γένει».
Στο χαιρετισμό του ο δήμαρχος Ρεθύμνου, Γιώργος Μαρινάκης, επεσήμανε ότι «αυτά που φαίνονται σήμερα αυτονόητα και δεδομένα, τότε δεν ήταν καθόλου έτσι», δεν μπορούσε να μην κάνει ειδική αναφορά στην πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια και δημοσιογράφο, εκδότρια και διευθύντρια της εφημερίδας «Εφημερίς των Κυριών» (1887) στη Ρεθεμνιώτισσα Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν.
Μεταξύ άλλων στην εισήγησή του είπε: «είναι πολύ σημαντικό το έργο αυτής της γυναίκας. Ξεκίνησε το 1887 και είναι η πρώτη απόπειρα, η οποία ήταν και επιτυχής, να εκδοθεί εφημερίδα γυναικεία, που οι συντάκτες της ήταν μόνο γυναίκες. Δανείστηκε προφανώς τον τίτλο από την εφημερίδα που ήταν ήδη στην Κωνσταντινούπολη της Χαρίκλειας Μελανδινού, η οποία όμως ήταν συντηρητική, ενώ η Καλλιρρόη Παρρέν ήταν πραγματικά μια αγωνίστρια και το πλήρωσε πάρα πολύ ακριβά. Η εφημερίδα της εκδίδετο συνεχώς επί 31 χρόνια μέχρι το 1918 οπότε και διεκόπη και ξορίστηκε στην Ύδρα για λόγους πολιτικούς. Αυτή η γυναίκα όταν ξεκίνησε, το πρώτο τους φύλλο τυπώθηκε σε 3.000 αντίτυπα και έγιναν ανάρπαστα μέχρι το μεσημέρι. Ανατυπώθηκε σε άλλα 7.000 φύλλα που πουλήθηκαν την ίδια μέρα σε μια Αθήνα που είχε πληθυσμό μόλις 65.000 κατοίκων, πολλοί από τους οποίους ήταν και αναλφάβητοι. Άρα κυριολεκτικά μπήκε σε όλα τα σπίτια. Τώρα τα πρώτα σχόλια που γραφτήκαν και ακούστηκαν για τη συμπατριώτισσά μας εκδότρια και θαρραλέα αγωνίστρια, ήταν ειρωνικά, απειλητικά. Γνωρίζω ότι το θέμα είναι για τον τύπο στους οθωμανικούς χρόνους, αλλά εδώ ίσως δίνουμε μια αφορμή να σκεφτούμε τον τύπο και στους πρώτους ελληνικούς χρόνους, γιατί πραγματικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα το πρώτο Σύνταγμα που καθιέρωσε τα πολιτικά δικαιώματα της γυναίκας ήταν μόλις το 1952. Ένας αγώνας λοιπόν που ξεκίνησε από πάρα πολύ μακριά από τον 19ο αιώνα χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος αιώνας για να πάμε στο αυτονόητο. Σήμερα βέβαια η θέση της γυναίκας προφανώς δεν είναι αυτή, έχει κατακτήσει πάρα πολλά θέματα, νομίζω ότι όλοι μαζί μπορούμε πραγματικά στο πνεύμα που πρέπει να διέπει μια κοινωνία των ίσων ευκαιριών ανεξαρτήτως φύλου και υπολοίπων προτιμήσεων να μπορούμε όλοι μαζί να κάνουμε μια καλύτερη πατρίδα».
Η Αγγέλα Καστρινάκη κοσμήτορας της σχολής Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών έκανε λόγο για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα: «Η γυναικεία συμμετοχή, η ένταξη του γυναικείου φύλου στην δημόσια ιστορία, είναι ένα στοίχημα πολύ σημαντικό. Ο οθωμανικός χώρος είναι ένα πολύ ενδιαφέρον τοπίο για μένα και περιμένω σε μια γωνία τις ανακοινώσεις του συνεδρίου» είπε συγχαίροντας τους διοργανωτές.