«Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των, ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες». Έτσι ξεκινά το πολύ γνωστό ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, με ο οποίο το έτος 1903 ο Αλεξανδρινός περίγραψε -φωτογράφισε θα έλεγα-, ανθρώπους σαν τον Μιχάλη Γρηγοράκη, που έφυγε από κοντά μας μια κρύα μέρα πριν από λίγες εβδομάδες.
Η πάστα των ανθρώπων σαν αυτόν βάζει στη ζωή της σημαντικούς στόχους, αποφάσεις ζωής, «Θερμοπύλες», με πλήρη συναίσθηση των θυσιών που συνεπάγονται και με απόλυτη αυτεξουσιότητα, ορίζοντάς τους οι ίδιοι, από εσωτερική παρόρμηση. Κι όταν αυτό συμβαίνει σε ώριμη ηλικία, τότε έχει και διάρκεια.
Ο Μιχάλης Γρηγοράκης δεν έκανε τις επιλογές του σε μικρή ηλικία. Είχε γεννηθεί το έτος 1926 στις Βρύσες Αγίου Βασιλείου, χωριό μικρό που όμως έχει προσφέρει στην ιστορία σημαντικούς ανθρώπους. Αρκούμαι να αναφέρω τρεις: τον Νικόλαο Παπαδάκη, καθηγητή κλασικής φιλολογίας και πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τον γιο του Αλέξανδρο, καθηγητή ορυκτολογίας και τον Εμμανουήλ Φραγκεδάκη, γιατρό-ιδιοκτήτη της χειρουργικής κλινικής «Η Αγία Αικατερίνη» και συγγραφέα.
Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο των γειτονικών Ακουμίων και στο Γυμνάσιο Αρρένων στο Ρέθυμνο, που τω καιρώ εκείνω ήταν ένα και μοναδικό. Η φοίτησή του σ’ αυτό έγινε επί Γερμανοκατοχής, όταν στεγαζόταν με βάρδιες στο Γυμνάσιο Θηλέων, με τις στερήσεις τις οποίες μπορούσε να υποστεί ένα οικότροφο σε μικρή πόλη επαρχιωτόπουλο, εν μέσω κατοχικής πείνας. Αλλά και με τις προσβολές (το σημερινό bulling) που δέχονταν τα παιδιά αυτά μέχρι και τη δεκαετία του 1950 από τα «χωραϊτόπουλα» για την καταγωγή τους και με την καταφρόνια που τους επεδείκνυαν αρκετά μέλη του καθηγητικού προσωπικού. Έχω προσωπική αντίληψη της συμπεριφοράς αυτής, όχι μόνο από τον πατέρα μου, που την υπέστη δύο δεκαετίες πριν από τον εκδημήσαντα, αλλά και από τον εαυτό μου, που την υπέστην τρεις και πλέον δεκαετίες αργότερα απ’ αυτόν, όταν είχα τη φαεινή ιδέα να φοιτήσω για ένα έτος στην Αθήνα.
Πιστεύω ότι στην περίοδο εκείνη των γυμνασιακών σπουδών θα πρέπει να βρίσκονται οι αρικές καταβολές της κατοπινής του στράτευσης, όπως και στη μεταγενέστερη της φοίτησής του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι επαρχιώτες απόφοιτοί του αντιλαμβάνονται -νομίζω- τι εννοώ με τα παραπάνω, αφού έπρεπε να αλλάξουν ακόμη και τη γλώσσα που μιλούσαν μέχρι τότε και να υιοθετήσουν μια άλλη, την επίσημη, που δεν μιλούσαν στα σπίτια τους. Κι αυτό, για να μη γίνονται περίγελος των «βέρων Αθηναίων», των οποίων οι γονείς είχαν κι εκείνοι μετοικήσει στην Αθήνα προ ολίγου από την επαρχία…
Μετά την αποφοίτησή του άρχισε η αδιοριστία, που την εποχή εκείνη έφτανε και τα δέκα χρόνια, καλή ώρα όπως και σήμερα. Ο Μιχάλης Γρηγοράκης εργάστηκε αρχικά σε φροντιστήρια και στη συνέχεια στο ιδιωτικό Γυμνάσιο «Παλλάδιον» του Γιάννη Σπανογιάννη αλλά και ως προσωρινός καθηγητής στα δημόσια γυμνάσια Πόμπιας, Μοιρών και Πανόρμου. Διορίστηκε κανονικά το 1963, στο Γυμνάσιο Αγίας Βαρβάρας Ηρακλείου, συνεχίζοντας την «περιπλάνησή» του ανά την Κρήτη. Στο σχολείο εκείνο υπηρέτησε για ένα σχολικό έτος, το 1964-65, αφού το πρώτο από τα δύο είχε αποσπαστεί απ’ αυτό στο Γυμνάσιο της Πόμπιας.
Σ’ αυτό το τελευταίο σχολείο ήταν, περισσότερο από κάθε άλλο, που συμπόνεσε τα χωριατόπουλα που αγωνίζονταν να σπουδάσουν, και ασφαλώς περισσότερο τα συμπατριωτάκια του, από την Αμπαδιά πρωτίστως, αλλά και από τις Μέλαμπες και την Αγία Γαλήνη, ορισμένα από αυτά. Ήταν τα εντεκάχρονα μέχρι δεκατετράχρονα παιδιά που αγωνίζονταν να αυξήσουν τις λιγοστές γνώσεις που είχαν αποκομίσει από τα ολιγοθέσια σχολεία των χωριών τους, ενώ παράλληλα έπρεπε να φροντίζουν για την καθαριότητα και τη θέρμανση του δωματίου που νοίκιαζαν, όπως και για το καθημερινό μαγείρεμα των πρώτων υλών που τους έστελναν με τα καλάθια οι γονείς τους, όποτε έβρισκαν την ευκαιρία. Πιστεύω ότι και αυτή η εμπειρία ενέγραψε υποθήκες στη συνείδηση του νεαρού καθηγητή κι οδήγησε στην ένταξή του στην αριστερά. Οπωσδήποτε όμως τον προσανατόλισε σ’ εκείνο που περίγραψε καθαρά ο μαθητής του και κατοπινός εκπαιδευτικός Αδάμ Παραδεισανός: «ενθάρρυνε τους μαθητές που προέρχονταν από κατώτερα – φτωχά κοινωνικά στρώματα» και «ήταν ενισχυτικός στην μικρή προσπάθεια και του πιο αδύναμου μαθητή ώστε να γίνει μεγαλύτερη και πιο αποτελεσματική».
Στη συνέχεια και για δύο σχολικά έτη υπηρέτησε στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Ρεθύμνου. Ήταν το έτος της κήρυξης της δικτατορίας των συνταγματαρχών και το επόμενό του. Ακολούθησε δυσμενής απόσπαση στο Γυμνάσιο Χώρας Σφακίων και επαναφορά στο 2ο Γυμνάσιο. Στη συνέχεια αποσπάστηκε στην Αργυρούπολη και από το επόμενο έτος ξαναγύρισε ως απλός καθηγητής στο Ρέθυμνο, στο 1ο Γυμνάσιο αυτή τη φορά. Το 1978 τοποθετήθηκε ως Γυμνασιάρχης στο 4ο Γυμνάσιο Ρεθύμνου και αργότερα ως Λυκειάρχης στο Πέραμα, απ’ όπου το 1990 αποστρατεύτηκε.
Κατά τη δεκαετία του 1970 ο Μιχάλης Γρηγοράκης εντάχθηκε στο κομουνιστικό κίνημα. Η ένταξή του αυτή τον έκανε να ασχοληθεί και με τον συνδικαλισμό του κλάδου του, διατελώντας μέλος και πρόεδρος της ΕΛΜΕ Ρεθύμνου και αντιπρόεδρος για ένα χρόνο του Διοικητικού Συμβουλίου της πανελλήνιας Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης. Παράλληλα διετέλεσε μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ρεθύμνου του ΚΚΕ, γραμματέας της και υποψήφιος σε διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις.
Η οικογενειακή του ζωή υπήρξε αντίστοιχη με την επαγγελματική και πολιτική. Παντρεύτηκε μια εξαιρετικά δυναμική γυναίκα, την Ελένη Παπαδογιάννη, που μας είναι γνωστή και εκτιμητέα από τις ιδιωτικές σχολές που είχε ιδρύσει και λειτουργήσει επί σειρά ετών στο Ρέθυμνο, όπως στη συνέχεια για την ίδρυση και διεύθυνση στην Κρήτη του Παραρτήματος του Ελληνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας. Θυμίζω στους παλιότερους ότι η κυρία Νίτσα και μετά την αποστράτευσή της αλλά και την κατάργηση του Παραρτήματος, συνέχισε να αγωνίζεται για τη δημιουργία του Κέντρου Κρητικής Χειροτεχνίας, όπως και για τη στέγαση του στο κτήριο της οδού Κριτοβουλίδου, για την αγορά του οποίου είχε πασχίσει. Από την ένωση των δύο δυναμικών αυτών ανθρώπων, του καθενός στον τομέα του, γεννήθηκε η νηπιοπαιδαγωγός Ειρήνη, της γνωστής μας «Κεραζώζας».
Και οι δύο τους αγωνίστηκαν για την κοινωνική άνοδο όχι μόνο των παιδιών των πόλεων της Κρήτης αλλά και των επαρχιωτόπουλων, με την υποστήριξή τους στο σχολείο ο Μιχάλης και με τον εφοδιασμό τους με επαγγελματικές δεξιότητες και τεχνικές η Ελενίτσα. Όπως το διατύπωσε ο Καβάφης: «Ποτέ από το χρέος μη κινούντες, δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία». Υπήρξαν ακριβοδίκαιοι στις πράξεις τους, αναδεικνύοντας δεκάδες πνευματικών ανθρώπων και επαγγελματιών, όπως και χειροτεχνών και λαϊκών καλλιτεχνών. Υπήρξαν ακλόνητοι στις αρχές τους κι ακριβοδίκαιοι, χωρίς ν’ αφήνουν την αυστηρότητα και προσήλωση σ’ αυτές να επηρεάζει τη συμπόνια τους για τον πλησίον. Και πάνω απ’ όλα ήταν αγαπημένοι και δεμένοι, παρ’ όλες τις διαφορετικές τους αντιλήψεις για κάποια θέματα. Την αλληλοκατανόηση αυτή δείχνει νομίζω ανάγλυφα η διπλανή φωτογραφία τους, στην οποία η σύζυγος δεν έχει κανένα ενδοιασμό να έχει κρεμασμένο στο στήθος τον σταυρό της, δίπλα στον αγαπημένο της Μιχαλάκη, για τον οποίο αποτελούσε σύμβολο μιας θρησκείας, «οπίου του λαού».
Ο Μιχάλης Γρηγοράκης υπηρέτησε τα πιστεύω του χωρίς φανατισμούς και τυφλώσεις. Σε καμιά στιγμή της πολύχρονης ζωής του δεν έχασε την ανθρωπιά του, αντίθετα βοήθησε δεκάδες συμπολιτών να την αποκτήσουν και να τη διατηρήσουν. Πάλεψε για τις αρχές του, με αγάπη για τους συνανθρώπους και για τα παιδιά τους. Το έκανε ακόμα και στις δύσκολες εποχές, στη δικτατορία αλλά και τις πιο πρόσφατες, γνωρίζοντας καλά ότι ο αγώνας ήταν πια αμυντικός, τα δίκαια παραγράφονταν και η κρίση θα έφερνε τα πάνω κάτω. Γι’ αυτό άλλωστε και θα μείνει στη μνήμη μας, αξιαγάπητος και ανεκτίμητος: επειδή έδινε έναν αγώνα εξ αρχής υπονομευμένο. Όπως το έγραψε οι ποιητής: «και περισσότερη τιμή τούς πρέπει, όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν), πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε».
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ιστορικός ερευνητής-συγγραφέας