Από το αρχείο του Σπύρου Μαρνιέρου σταχυολογούμε αποσπάσματα από εξαιρετικού ενδιαφέροντος μαρτυρίες σχετικά με το ολοκαύτωμα στο Γερακάρι.
Ο Δημήτρης Κραουνάκης αφηγείται τα παρακάτω.
Γέροι και γριές, κατά το πλείστον, σκοτώθηκαν την ίδια μέρα (22 Αυγούστου) και τις αμέσως επόμενες σποραδικά από τους επιδρομείς. Γιατί δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να εγκαταλείψουν το χωριό. H ίδια τύχη περίμενε και άλλους που αν και βρέθηκαν έξω από τον κλοιό απερίσκεφτα επιχείρησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Έτσι βρήκαν το θάνατο, ένας υπέργηρος απόστρατος αξιωματικός της χωροφυλακής (Στυλιανός Δ. Kοκονάς). Τέσσερις άλλοι μεγάλης επίσης ηλικίας (Θεμιστοκλής Eμμ. Γενεράλις, Xρήστος I. Δασκαλάκης, Eμμ. M. Tαταράκις και Nικόλαος Π. Xειμωνάκις). Δυο γυναίκες, η μια αόμματη (Eυαγγελία K. Γιαννακουδάκη) και η άλλη κατάκοιτη (Xαρίκλεια I. Tαταράκη) και ένας ανάπηρος της Mικρασίας (Eυάγγελος I. Mανιουδάκις).
O καλός Γερμανός…
Ανάμεσα στους δολοφόνους ναζήδες, όσο και αν φανεί παράξενο, υπήρξε και ένας με ανθρώπινη συμπεριφορά. Αηδιασμένος κατά τα φαινόμενα, από τους συμπατριώτες του, που τόσο σκληρά και άναντρα φέρθηκαν σ’ άμαχους και ανυπεράσπιστους. Αδελφή του πατέρα μου (Mαρία N. Kραουνάκη), η δεύτερη γυναίκα του θρυλικού Tουρκομάχου Tαταρογιάννη, και μια άρρωστη γειτόνισσα (Mαρία Eμμ. Aκουμιανάκη-Kρομύδενα), παράκουσαν και αυτές τις εντολές των Γερμανών.
Αποφάσισαν και ας ήξεραν την τύχη τους, να παραμείνουν στο χωριό. Γι’ αυτές η ζωή δε μετρούσε μακριά από το φτωχικό κατάλυμά τους. Μετά το διώξιμο των γυναικόπαιδων, οι Γερμανοί έμπαιναν στα έρημα σπίτια για πολλούς λόγους. Από πλιάτσικο, μήπως κανένας κρύβεται μέσα μέχρι που να τοποθετούν εκρηκτικές ύλες. Ένας απ’ αυτούς, έπεσε απορημένος στις δυο γυναίκες. Αυτές ατάραχες περίμεναν να περάσουν στον άλλο κόσμο! Εδώ συνέβηκε το παράδοξο. O Γερμανός με καλό τρόπο «εξανάγκασε» τις γριές να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Δεν είναι μόνον αυτό. Τους έδωσε λίγη κουραμάνα και τις προστάτεψε, μέχρι να βγουν από την απαγορευμένη ζώνη.
Σωτήρια τεχνάσματα
Οπωσδήποτε ελάχιστοι εφάρμοσαν τη μέθοδο των τεχνασμάτων, ώστε ν’ αποφύγουν τη σύλληψη. Όσοι την μεταχειρίστηκαν (με την ανάλογη πάντοτε ψυχραιμία) το έπαθλο ήταν να κερδίσουν τη ζωή τους. Ένας λ.χ. φόρεσε τα ρούχα της μάνας του και ένα «τσεμπέρι» στο κεφάλι και μεταμφιέστηκε σε τέλεια γριά (Nικόλαος Γ. Kουτελιδάκης-Kαρτσονονικολής). Άλλος κρύφτηκε στο «ταβάνι» του σπιτιού του και τη νύκτα προσποιούμενος το ζώο -βάδιζε με τα τέσσερα- κατόρθωσε να διαφύγει (Mάρκος N. Pιτσάτος). Επίσης τη νύκτα ξεγλίστρησαν τρεις από τον κλοιό. Δυο που είχα σκαρφαλώσει αμέσως με την κύκλωση σ’ ένα πυκνόφυλλο Πλάτανο στο «Mεσοχώρι) (Mιχάλης Mπολιουδάκης και Mανώλης Aκουμιανάκης-Xαντρακομανώλης) και ένας που μπήκε στο «χαζινέ» της Πανωχωριανής Bρύσης (Nίκος Xαριτάκις). Γλύτωσαν και άλλοι που κρύφτηκαν σε διάφορα σημεία των σπιτιών και δεν πέρασαν από «κοντρόλ». Τέλος ένας χωριανός (Eυάγγελος Mανιουδάκις-Aμερικάνος) φόρεσε τα ρούχα της γυναίκας του κι ανακατεύτηκε με τα γυναικόπαιδα. Tούτος προδόθηκε από το πληθωρικό στήθος του… Οι Γερμανοί τον ξεχώρισαν, του φόρεσαν «ρεπούμπλικα» και τον περιγελούσαν για την «πονηριά» του. Γλύτωσε την εκτέλεση, υποθέτουμε λόγω της μεγάλης ηλικίας του ή και από την μεγαλοψυχία των συγκεκριμένων Γερμανών.
Παρέα με τους Μελλοθάνατους
Ο Νικόλαος Τζωρτζάκης (γνωστότερος ως Νικολάκις) βρέθηκε κι αυτός στην κύκλωση μέσα στο χωριό και δεν μπόρεσε να διαφύγει. Οι Γερμανοί τον συλλάβανε και τον οδήγησαν στο χώρο συγκέντρωσης των αντρών, κάπως καθυστερημένα. Είχαν σκοτώσει τους δύο νεαρούς και είχε αρχίσει ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Όπως έβλεπε να βάζουν ορισμένους στο σπίτι του (τους Μελλοθάνατους), ανύποπτος βέβαια, σκέφτηκε πώς να περάσει κι αυτός μέσα. Δυσκολία δεν υπήρχε. Πορευόμενος προς τα εκεί, γιατί να δημιουργήσει υποψίες. Η είσοδος ήταν ελεύθερη! Ακολούθησε το δρόμο, που δεν είχε γυρισμό, για όλους τους άλλους που έμπαιναν στο σπίτι του. Οιονεί μελλοθάνατος ο Νικολάκις γιατί μπήκε με το πλεονέκτημα του ανεξέλεγκτου, τ’ ακαταμέτρητου, πλεονεκτήματα που τα εκμεταλλεύτηκε με σύνεση, ψυχραιμία κι εφευρετικότητα. Μπήκε όπως είπαμε ανυποψίαστος για τα όσα ακολούθησαν, ο Νικολάκις στο σπίτι του, αλλά δεν άργησε να συνειδητοποιήσει, πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σκέφτηκε πως κάπου έπρεπε να κρυφτεί. Δεν υπήρχαν πολλοί τρόποι. Προτίμησε την καπνοδόχο που κι άλλη φορά σε δύσκολες στιγμές την είχε χρησιμοποιήσει. Δημιούργησε με τη βοήθεια ενός ξύλου μια θέση που να τον κρατεί όπως-όπως αθέατο. Ο έλεγχος των ταυτοτήτων πήρε τέλος κι οι Γερμανοί ξεδιάλεξαν όσους ήθελαν -αυτούς που έβαλαν στο σπίτι του- κι ακολούθως κλείδωσαν την πόρτα. Το Νικολάκι με το «ατού» της κρύφτης κατέβηκε από την καμινάδα και καθόταν μαζί με τους Μελλοθάνατους. Ως φαίνεται όσοι είχαν επιλεγεί για εκτέλεση δεν είχαν αποκτήσει συναίσθηση της τραγικής θέσης τους. Οι προαισθήσεις οπωσδήποτε ήταν αγωνιώδεις, οι συζητήσεις ελάχιστες και στρεφόταν γύρω από την τύχη των γυναικόπαιδων και τους σκοτωμούς που είχαν προηγηθεί. Οι Γερμανοί γύρω στη μια μετά το μεσημέρι ξεκλείδωσαν την πόρτα! Κάτι πληροφορίες ζήτησαν με ανταλλάγματα και δεν τις πήραν, τους ανακοίνωσαν πως θα τους εκτελέσουν, μεγάλη αναταραχή επικράτησε και μερικοί έσπευσαν προς την έξοδο. Έπιασαν τους δυο πρώτους, τους έδεσαν και δεμένους όπως προαναφέρθηκε τους οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το Νικολάκι έσπευσε να βγει στην «Καμινάδα» και σε λίγα λεπτά άκουσε τους υπόκωφους πυροβολισμούς των εκτελέσεων. Μοιραίο ήταν να τον καταλάβει μεγάλος τρόμος και περισσότερο δεν μπόρεσε παρά δεν θέλησε -αν και πάντα απόφευγε ν’ αναφέρεται στο γεγονός- να μας μεταφέρει στις συγκλονιστικές μεγάλες στιγμές.
Μόλις έπεσε η νύκτα κατέβηκε από το σωτήριο κρησφύγετο, απαλλάχτηκε από τα «στιβάνια» του και με βοηθό την τύχη που συνέχεια τον ακολουθούσε, με χίλιες προφυλάξεις, πέρασε χωρίς απρόοπτα στον Ελενιανό Ποταμό «ξετρύπησε» στον «Κάμπο» και κοντά στο μεσημέρι (23 Αυγούστου) τον είδαμε να εμφανίζεται στο λημέρι μας στο Κέντρος.
Στο Κέντρος σε μια στάνη στη «Μούρη» είχαμε μαζευτεί είκοσι επτά χωριανοί. Όσοι βρεθήκαμε έξω ή όσοι ξεφύγαμε από τον κλοιό. Από τούτο τα σημείο, παρακολουθούσαμε τις κινήσεις των Γερμανών και πολύ μας βοηθούσαν οι διόπτρες με τις οποίες ήταν εφοδιασμένος ένας χωριανός μας, ο Κασελοδημήρης (Δημ. Χ. Κουτελιδάκης). Η εμφάνιση του Νικολάκι μας γέννησε την ελπίδα πως για κάτι πιο συγκεκριμένο θα μας πληροφορούσε. Σαν όμως πλησίασε, από την όψη του, όψη παραφροσύνης, υποψιαστήκαμε, φαινόταν καθαρά, πως κάποια φοβερή δοκιμασία είχε περάσει. Όπως είναι αυτονόητο, κανένας μας δεν γνώριζε πόσο κοντά τον είχε αγγίξει ο θάνατος. Προσπαθούσαμε με χίλιους τρόπους να τον καθησυχάσουμε. Με δυσκολία κρατιόνταν να μην ξεσπάσει σε λυγμούς αλλά δεν το κατάφερε και απ’ αυτό κάπως ηρέμησε. Εμείς με πλάγιους τρόπους θέλαμε ν’ αποσπάσουμε πληροφορίες, αν κάτι ήξερε, για τους εκτελεσμένους. Με πολύ κόπο, μας εξιστόρησε την περιπέτειά του, όπως την περιγράψαμε κι απ’ αυτό μάθαμε τα ονόματα των δολοφονημένων. Σ’ άλλες λεπτομέρειες εκείνη τη μέρα δεν αναφέρθηκε. Δεν τις αντέχαμε κι εμείς. Οι πιο πολλοί από τους παρευρισκόμενους είχαμε νεκρούς, αδελφούς, πατεράδες, κι άλλους στενούς συγγενείς. Ομαδικός ήταν ο θρήνος για τον αναπάντεχο χαμό τόσων και τόσων προσφιλών προσώπων.
Η καταστροφή των άλλων χωριών του Κέντρους
Όπως ο Γερακάρης, συγχρόνως καταστράφηκαν και τ’ άλλα χωριά του Κέντρους. Οι κάτοικοί τους έζησαν παρόμοιες, ανεπανάληπτες τραγικές στιγμές και πολλοί εκτελέστηκαν. Στο μικρό χωριό Καρδάκι, έστησαν στον τοίχο είκοσι πατριώτες. Μαζί κι ένας Χανιώτης γαμπρός των Καρδακιανών. Ο Εμμανουήλ Βλεπάκις. Οι σφαίρες δεν τον βρήκαν σε καίριο σημείο. Όπως έπεσε κι από πάνω του δυο-τρία άψυχα κουφάρια, τον προστάτεψαν, στις χαριστικές βολές, από τα όμματα των δήμιων. Από τις φορές που οι νεκροί σώζουν από βέβαιο θάνατο. Βαριά τραυματισμένος, ψυχικά εξουθενωμένος από την κόλαση των εκτελέσεων, μπόρεσε εύκολα να διαφύγει γιατί οι ναζήδες εγκατέλειψαν το χωριουδάκι μετά τις εκτελέσεις και δύσκολα να φτάξει ζωντανός σε όχι και τόσο κοντινό χωριό (Μοναστηράκι), να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες και να διασωθεί. Ο Βλεπάκης παραστάθηκε και μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των εγκληματιών πολέμου (Μύλλερ και Μπρόγερ) που έγινε το 1947 στην Αθήνα και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στους εκτελεσμένους στο Καρδάκι, συμπεριλαμβάνονται και οι φίλοι μου που ήμασταν τη βραδιά της κύκλωσης στις «Καρές» κι αναζήτησαν ασφαλέστερο κρησφύγετο. Έκαναν κακή εκτίμηση. Αντί να προτιμήσουν το βουνό, διάλεξαν τους Μύλους στη θέση «Φώτη» κυκλώθηκαν δεν μπόρεσαν να σπάσουν τον κλοιό κι έχασαν τη ζωή τους. Επίσης στο Καρδάκι σώθηκαν κι άλλοι χωριανοί μου που πιάστηκαν την περιοχή του «Φώτη» και στον οικισμό Γουργούθοι που εκθεμελιώθηκε κι αυτός.
Στο χωριό Βρύσες εκτελέστηκαν τριάντα κι ανάμεσά τους και Σμιλιανοί. Πολλούς πιστεύεται πως κατάσφαξαν. Στο σπίτι των εκτελέσεων βρέθηκε «αγκωνάρι» βουτηγμένο στο αίμα κι απ’ αυτό το σημείο είχε τρέξει σ’ απόσταση πολλών μέτρων. Στους Μελλοθάνατους των Βρυσών κι ο Ιερομόναχος Συμεών Δρετουλάκις. Όπως έλεγαν από τις πρώτες μέρες της καταστροφής κάποιος Γερμανός από τους επιδρομείς έδωκε την πληροφορία ότι οι ναζήδες πυροβολούσαν συνεχώς το Συμεών χωρίς αποτέλεσμα. Τρόμαξαν από το θαύμα κι έσπευσαν να του αποκόψουν τελείως την κεφαλή για να τον βρει ο θάνατος. Ο Συμεών ήταν ο μόνος από τους Κληρικούς του Κέντρους που μαρτύρησε. Ένδειξη πως ήταν προδομένος για τις προσφορές του στον Αγώνα. Αυτός ο άξιος συνεχιστής της ιστορίας των μεγάλων Κληρικών του Έθνους.
Στο Άνω Μέρος, από τα μεγαλύτερα ριζίτικα Κεφαλοχώρια τ’ Αμαρίου, πρωτοπόρο σ’ όλους τους Κρητικούς Αγώνες, εκτέλεσαν τριάντα οκτώ! Στην Κρύα Βρύση, το μόνιμο καταφύγιο των καταδιωκόμενων από τους δυνάστες οι εκτελεσμένοι έφταξαν τους τριάντα πέντε! Άφθονο έτρεξε ο Κρητικό αίμα στις 22 Αυγούστου του ’44. Οι δολοφονημένοι κόντεψαν δυο εκατοντάδες. Όργιο σφαγής που δε σημειώθηκε στα Ρεθυμνιώτικα από την Ολοκαύτωση τ’ Αρκαδίου.
Εγκαταλείπουμε το Κέντρος
Είχαμε την τέταρτη μέρα πάνω στο βουνό. Οι ανατινάξεις κι οι πυρπολήσεις των σπιτιών που ‘χαν αρχίσει από την πρώτη μέρα συνεχίζονταν. Η περιοχή παρουσίαζε εικόνα μεγάλης μάχης. Ο Γερακάρης είχε βουτηχτεί στις φλόγες και μαύρος καπνός τον έχανε από τα μάτια μας.
Εξουθενωμένοι ψυχικά και σωματικά, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το Κέντρος (25 Αυγούστου). Να διεκπεραιωθούμε στα χωριά της επαρχίας που όπως υπολογίζαμε δεν είχαν κυκλωθεί από τους Γερμανούς. Δεν μας βασάνιζε μόνον η πείνα. Τη νύκτα έκανε δυνατό κρύο και γινόταν ανυπόφορο, όπως ελαφρά ήμασταν ντυμένοι λόγω της εποχής. Ξέχωρα η αγωνία για την τύχη των υπόλοιπων δικών μας, αντρών και γυναικόπαιδων. Από ώρες πεζοπορίας ξεπέσαμε στην Παντάνασσα. Το φιλόξενο αυτό χωριό, είχε πλημμυρίσει από γυναικόπαιδα των καταστραμμένων χωριών, αναζητώντας στέγη και τροφή.
Πολλοί χωριανοί έπεσαν πάνω μας και ζητούσαν πληροφορίες, για τη μοίρα των δικών τους. Τους αποκρύψαμε όσα γνωρίζαμε για τους σκοτωμένους και με λόγια παρηγοριάς κι ελπίδων ξεφεύγαμε από τις βασανιστικές ερωτήσεις τους.
Στην Παντάνασσα έμαθα για τους γονέους μου. Βρισκόταν στο διπλανό χωριό Βολιώνες. Συνέχισα το δρόμο προς συνάντησή τους. Και στις Βολιώνες πολυάριθμα γυναικόπαιδα. Οι υπερήφανοι Βολιωνιώτες προσπαθούσαν να τα βολέψουν από τροφή και τα άλλα αναγκαία. Στο σχολειό συναντήθηκα με τη μάνα μου. Ακίνητη κι αμίλητη μ’ αντίκρισε. Με θαρρούσε για φάντασμα! Απότομα μ’ έσφιξε στα χέρια της και με δάκρυα από τη μεγάλη συγκίνηση ευχαριστούσε την Παναγία, για το σωσμό μου. Σε κοντινό περβόλι συναντήθηκε και με τον Αφέντη μου. Έβοσκε την αίγα μας, ότι είχε απομείνει από το βιος μας. Με δέκτηκε κι αυτός με συγκίνηση. Όπως μου εκμυστηρεύτηκαν κι οι δυο, με νόμιζαν για σκοτωμένο.
Επιστρέφουμε στην περιφέρειά μας
Στις Βολιώνες διανυκτέρευσα. Το βράδυ στις 26 Αυγούστου. Μ’ ακαταμάχητη την επιθυμία, σε βαθμό που με κράτησε ξάγρυπνο, να επιστρέψω κοντά στα καιόμενα χωριά μας. Κάποιος έπρεπε να τα παραστέκει σ’ αυτές τις μαύρες ώρες, να μην νοιώθουν καταμόναχα. Ήθελα να ξαναπατήσω το γρηγορότερο τ’ αγαπημένα μου χώματα, τ’ άγια, που σκέπαζαν ανάλαφρα παλιούς και νέους μάρτυρες, αφανισμένους από Αγαρινούς και Βανδάλους.
Κι εδώ στις Βολιώνες μόνο βάρος προκαλούσα. Ελάχιστα μπορούσα να προσφέρω στους γονέους μου. Συμφώνησα μ’ ένα φίλο μου να ξαναγυρίσουμε στο Κέντρος! Εφοδιαστήκαμε μ’ ελάχιστα τρόφιμα, μια μικρή «κουρελού» και παρά τις αντιρρήσεις, δικών μας κι άλλων, δεν αλλάξαμε γνώμη. Από τα παράστρατα, από χαράδρα σε χαράδρα, παπούρα σε παπούρα, με προφυλάξεις και ανιχνεύοντας τους ορίζοντες μήπως και πέσουμε σε Γερμανούς περάσαμε στο βουνό μας (27 Αυγούστου). Η περιοχή τράνταζε ακόμη από τις ανατινάξεις και παρατηρούσαμε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων, που φόρτωναν τα νοικοκυριά των ξεριζωμένων, για τις Γερμανικές αποθήκες των Ασώματων, του Ρεθέμνους και των Χανίων. Προς το χωριό μας δεν μπορούσαμε να κοιτάζουμε. Αγνώριστο κι ασούσουμο από το πέρασμα των Ούννων. Η ζωή μας, αν και μακριά από κάθε κίνδυνο, συνεχίζονταν δύσκολη. Τα λίγα τρόφιμα είχαν τελειώσει και βολευόμασταν με γάλα από τις στάνες.
Μπροστά στα ερείπια
Ξημέρωσε η τελευταία μέρα τ’ Αυγούστου. Πως μας φάνηκε ότι ο ήλιος ανάτειλε λαμπερότερος. Τα κορμιά μας ρουφούσαν τις ακτίνες κι ξαναζωντάνευαν από τη ζωοδότηρα ζεστασιά. Οι φλογέρες των ποιμένων κι οι καμπανέλες των αιγοπροβάτων γλυκοαντηχούσαν στις γύρω πλαγιές. Πουλιά φτερούγιζαν κελαηδώντας από κλαρί σε κλαρί. Ανείπωτη η αγαλλίαση αγναντεύοντας προς τον Ψηλορείτη. Ως ένα βαθμό από το μεγαλείο είχαμε ξεχάσει τη μεγάλη συμφορά.
Η τόση ευφορία από τα’ αρμονικό τούτο συνταίριασμα της Δημιουργίας, σταθμός αναψυχής στην εσωτερική κατάθλιψη που νοιώθαμε από τα δεινά που μας πλάκωσαν, μας έδινε τη δύναμη και μας γιγάντωσε την επιθυμία, να πλησιάσουμε το βανδαλισμένο χωριό μας. Απ’ ότι βλέπαμε, οι ναζήδες πρέπει να ‘χαν αποσυρθεί, αποκαμωμένοι από το όργιο του ολέθρου και σφαγής τόσων ημερών.
Κατηφορίζοντας προς τη ρίζα του βουνού, συναντηθήκαμε μ’ ένα βοσκό. Πριχού καλά προλάβουμε να τον καλημερίσουμε, μας φώναξε όσο μπορούσε δυνατά: ε μωρέ κοπέλια, εξεκουμπιστήκανε οι (γι)οχθροί μας. Εμπάστε στο χωριό μα να μη χάσετε το κουράγιο σας. Ούλα θα ξανασαστούνε μα οι (γι)ανθρώποι μας…» και τον έπνιξε κόμπος στο λαιμό.
Πηγή: Πολιτιστικό Ρέθυμνο