Ένας φίλος σχολιάζοντας τις τρέχουσες εξελίξεις έλεγε, πως στην αρχαία τραγωδία την κρίσιμη στιγμή έρχονταν «ο από μηχανής θεός». Στην περίπτωσή μας, συνέχισε ο φίλος, ο από μηχανής θεός είναι το ΣτΕ, το οποίο με την απόφασή του θα ακυρώσει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
Μια τέτοια εξέλιξη μάλλον θα προκαλούσε ανακούφιση σε όλες τις πλευρές, συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης. Ωστόσο, μόνο μερικώς συμμερίζομαι τις αισιόδοξες ελπίδες του φίλου, γιατί το ΣτΕ αποφασίζει επί του τυπικού της υπόθεσης και όχι επί της ουσίας. Αν αποφάσιζε επί του νοήματος του δημοψηφίσματος, θα το ανακήρυττε ως ανόητο. Γιατί, ποιο είναι αλήθεια το νόημά του, δεδομένων των ήδη αρνητικών εξελίξεων, οι οποίες μέχρι την Κυριακή ποιος ξέρει που μπορεί να έχουν φτάσει.
Καλούμαστε να αποφασίσουμε, με ένα ναι ή ένα όχι, για μια πρόταση των εταίρων που δεν υπάρχει πλέον ως τέτοια, όχι μόνο για τυπικούς λόγους αλλά κυρίως για ουσιαστικούς. Βρισκόμαστε ήδη στην επόμενη ημέρα. Η νέα διαπραγμάτευση, που ελπίζουμε πως θα υπάρξει, θα γίνει σε ένα νέο θεσμικό περιβάλλον (αυστηρότερο από το μέχρι τώρα) και σε νέα βάση. Και όπως λένε οι γνώστες τέτοιου είδους διαδικασιών και διαπραγματεύσεων, η ολοκλήρωσή τους απαιτεί πολύ χρόνο. Αν μέχρι τότε θα αντέξει το ελληνικό κράτος και δεν αποδιοργανωθεί πλήρως, με καταστροφικές για τη κοινωνία συνέπειες, είναι ένα ερώτημα που προκύπτει εκ των πραγμάτων. Δυστυχώς όμως δεν απαντάται από τα ίδια τα πράγματα, επειδή δεν μπορεί κανείς να ελέγξει τη δυναμική των πραγμάτων και να προβλέψει τις συνέπειες των εξελίξεων. Και αυτό, γιατί όπως επαναλαμβάνεται συνεχώς, έχουμε ήδη μπει σε «αχαρτογράφητα ύδατα».
Προς τι, λοιπόν, ένα δημοψήφισμα που όχι μόνο δεν φαίνεται να λύνει προβλήματα, αλλά η προκήρυξή του και μόνο έχει οδηγήσει σε πρωτόγνωρες και αρνητικές για όλους μας εμπειρίες;
Ας υπογραμμιστεί, ότι δεν είναι τόσο τα δεδομένα που οδήγησαν στο δημοψήφισμα όσο η πολιτική βούληση της κυβέρνησης. Το νόημα του δημοψηφίσματος θα πρέπει επομένως να αναζητηθεί από την οπτική της σκοπιμότητάς του (τι θέλει η κυβέρνηση να κάνει με αυτό), άλλα και από την οπτική των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων του.
Όπως γράφαμε στο φύλλο 11548/01-07-2015 των «Ρεθεμιώτικων Νέων», η κυβέρνηση δεν έχει τις πολιτικές αντοχές να αναλάβει πλήρως την ευθύνη για κρίσιμες αποφάσεις και θέλει να τη μοιραστεί αν όχι να τη μεταφέρει στον λαό. Από την άλλη όμως, η κυβέρνηση υποστηρίζει, ότι ένα «ηχηρό όχι» θα ενισχύσει την διαπραγματευτική της θέση, έτσι ώστε να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία.
Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα είναι το επιθυμητό για την κυβέρνηση «ΟΧΙ», ότι αυτή θα επανέλθει με αυτό το αποτέλεσμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και ότι πράγματι θα πετύχει μια καλύτερη συμφωνία, προφανώς με βάση τη δική της πρόταση.
Η ίδια η δική της πρόταση όμως προβλέπει μέτρα ύψους οχτώ δισεκατομμυρίων για τη διετία 2015-16. Επομένως, θα έχουμε μια έτσι και αλλιώς επώδυνη συμφωνία. Το επιχείρημα ότι τα προτεινόμενα από τους εταίρους μέτρα είναι πιο επώδυνα και ότι κατανέμουν διαφορετικά τα βάρη, ισχύει. Όμως, για ένα τέτοιο θέμα δεν καταφεύγει κανείς σε ένα δημοψήφισμα, με μια διχοτομική λογική που μπορεί (δεν πρέπει) να προκαλέσει φαινόμενα διχασμού.
Η παραπάνω εκδοχή, είναι η καλή εκδοχή του ΟΧΙ, γιατί υπάρχει και εκείνη που παραπέμπει σε μια ακόμη χειρότερη πρόταση των εταίρων και συνδέεται με μια ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Οι εταίροι μας στο σύνολό τους διαμηνύουν, ότι εκλαμβάνουν και ερμηνεύουν το ΟΧΙ, ως όχι στο Ευρώ και στην Ευρωζώνη. Ακόμα και ο φιλικά προσκείμενος πρωθυπουργός της Ιταλίας το εξέφρασε με σαφή και παραστατικό τρόπο, λέγοντας, ότι το δημοψήφισμα είναι ένα δημοψήφισμα για το Ευρώ ή τη Δραχμή.
Και μπορεί η κυβέρνηση να υποστηρίζει, ότι δεν συνδέει το δημοψήφισμα με την παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη, το συνδέουν όμως όλοι οι άλλοι και αυτό δεν επιτρέπεται να το παραβλέπει η κυβέρνηση, αλλά ούτε και εμείς όλοι ως ψηφοφόροι.
Το ενδεχόμενο να επιστρέψει η κυβέρνηση ως «νικήτρια» σε ένα νέο κύκλο συζητήσεων και να βρει ένα κλίμα βαρύτερο από εκείνο που άφησε δεν είναι θεωρητικό άλλα απόλυτα πιθανό. Άρα, δεν θα πρόκειται απλά για μια «Πύρρειο νίκη», αλλά για κάτι χειρότερο -η κυβέρνηση όχι μόνο δεν θα επιστρέψει ενισχυμένη, αλλά αρκετά αποδυναμωμένη.
Αποδυναμωμένη θα βγει η κυβέρνηση και από ένα ενδεχόμενο ΝΑΙ, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα πιστεύει κανείς πλέον, ότι η παρούσα κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει μια συμφωνία, την απόρριψη της οποίας εισηγήθηκε στον λαό. Η κυβέρνηση θα έχει χάσει στα μάτια των εταίρων τα τελευταία αποθέματα αξιοπιστίας. Το μόνο, λοιπόν, που θα της μένει θα είναι να παραιτηθεί και να προσφύγει σε εκλογές, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την κοινωνία, όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικοπολιτικά.
Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, τόσο το ΝΑΙ όσο και το ΟΧΙ μπορεί να έχουν σοβαρές παρενέργειες και να επιβαρύνουν περεταίρω το έτσι κι αλλιώς βαρύ πολιτικό κλίμα.
Όμως, το ΝΑΙ έχει μεσο- και μακροπρόθεσμα μια τεράστια ιστορική σημασία για το μέλλον μας ως λαού και προπάντων για την πολιτισμική ταυτότητά μας. Μια οριστική ρήξη με τους ευρωπαίους εταίρους και μια πολιτική και πολιτισμική απομόνωση (την οποία, θέλω να πιστεύω, δεν θέλει ούτε η κυβέρνηση) θα ήταν καταστρεπτικότερη από μια οικονομική καταστροφή. Θα ισοδυναμούσε με πολιτική απομόνωση σε μια περίοδο παγκόσμιας πολιτικής ρευστότητας και σε μια γεωπολιτικά ευαίσθητη περιοχή (τα Βαλκάνια) και θα έθετε σε κίνδυνο την ευρωπαϊκά προσανατολισμένη πολιτισμική μας ταυτότητα, την οποία δομήσαμε τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Γι’ αυτό πρέπει να επαγρυπνούμε και να μην επιτρέψουμε να συμβεί ένα πολιτισμικό ατύχημα -ένα πολιτισμικό Graccident, για να χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα ορολογία. Ένα τέτοιο πολιτισμικό ατύχημα, που θα συντάρασσε συθέμελα την πολιτισμική μας ταυτότητα, μπορεί να προξενηθεί μόνο από το ΟΧΙ και σε καμία περίπτωση από το ΝΑΙ.
Ας το λάβουμε, λοιπόν, και αυτό υπόψη μας , όταν βρεθούμε μπροστά στην κάλπη.
Κλείνοντας θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τους αναγνώστες, για την απαισιόδοξη, πικρή γεύση που απορρέει ανάμεσα από τις αράδες των αναλύσεών μου. Όμως, σε αυτή τη φάση της πολιτικής μας ιστορίας και κάτω από τις παρούσες συνθήκες η μόνη αισιόδοξη πολιτική σκέψη που μπορώ να κάνω είναι, να δω τους ηγέτες των ελληνικών δημοκρατικών κομμάτων να κάθονται γύρω από το ίδιο τραπέζι και να αναζητούν από κοινού μια λυτρωτική για την Ελλάδα λύση.
Αυτός θα ήταν ο από μηχανής θεός.
*Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι
ομότιμος καθηγητής και τ. αντιπρύτανης του
Πανεπιστημίου Κρήτης