Ανέκαθεν με συγκινούσε μια μορφή κληρικού που δεν τίμησε μόνο την ιεροσύνη του, αλλά και την ιστορική καταγωγή του.
Μιλώ για τον Διονύσιο Ψαρουδάκη, που ο μακαριστός Τίτος, όταν τον αποχαιρετούσε, τόνισε μεταξύ άλλων:
«Και μετά το θάνατό του θα μας συνοδεύει η σκιά της μεγάλης μορφής του Διονυσίου, η οποία δεν είναι άλλη από την απλούστατη μορφή του ορθοδόξου Μοναχού και η ψυχή του θα μείνει για πάντα στον ιερό αυτό χώρο του Αρκαδιού, που έζησε, διακόνησε, αγωνίστηκε, προσέφερε».
Οφείλω μεγάλη χάρη στον εξαίρετο και φωτισμένο εκπαιδευτικό κ. Κώστα Μυγιάκη που με την πληρέστατη βιογραφία του Διονυσίου, που εκπόνησε με ξεχωριστό μεράκι και ιδιαίτερο κόπο. Αν κρίνω από έγγραφα και άλλα στοιχεία που περιέχει, με βοήθησε να γνωρίσω καλύτερα αυτή τη λαμπρή μορφή.
Ένα ανήσυχο παιδί
Ο κ. Κώστας Μυγιάκης γνώριζε από μικρό παιδί τον ηγούμενο σαν συγχωριανός και γείτονας στο πατρικό του σπίτι στην Πηγή.
Έτσι δεν μπορούσαν να μην τον προσθέσω σαν χαρακτήρα στο έργο μου «Ανδρειωμένων Ραψωδία», όπου μέσα από τον Διονύσιο Ψαρουδάκη αναφέρομαι στη Μάχη της Κρήτης.
Μέσα λοιπόν από την πολύτιμη αυτή διατριβή, που μυρώνει με το μόχθο του ο κ. Μυγιάκης, αντλώ στοιχεία για μια αναφορά στον Διονύσιο Ψαρουδάκη με την ευκαιρία του αφιερώματός μας στους απροσκύνητους μαχητές της Αντίστασης. Γιατί δεν μπορούσε να γίνει αφιέρωμα στην Εθνική Αντίσταση και να λείπει η μεγάλη αυτή μορφή.
Γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1880, στο Κεφαλοχώρι της Πηγής κι ήταν το δεύτερο αγόρι της οικογένειας Νικολάου και Χρυσής Ψαρουδάκη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτρης. Για την εποχή του ήταν ένα παιδί ιδιαίτερα ανήσυχο και ζωηρό. Έδειχνε εκτός από πείσμα και μια περίεργη για την ηλικία του λεβεντιά.
Με τα δεδομένα της εποχής είχε τελειώσει την Δ’ Δημοτικού αλλά η ευστροφία πνεύματος που διέθετε αναπλήρωνε χαρισματικά τις ελλιπείς γραμματικές του γνώσεις.
Μαρτυρία για τον πυρπολητή
Από τα παιδικά του χρόνια τον γαλουχούσε το μεγαλείο του Αρκαδίου, λόγω της καλής γειτονίας με τα αδέλφια Ηρακλή και Μανόλη Μανελάκη που είχαν σωθεί από το ολοκαύτωμα. Με τις διηγήσεις των δύο γειτόνων που έφεραν και σημάδια από εγκαύματα στο κορμί τους, έκανε μια σπουδαία κατάθεση, χρόνια μετά και πριν προκύψει θέμα με τον πυρπολητή στους Ελευθέριο Χαλκιαδάκη γιατρό, Γεώργιο Παπαδάκη δικηγόρο, Κωνσταντίνο Στρατιδάκη γυμνασιάρχη και στους εκπαιδευτικούς Σταύρο Βογιατζή (που κρατούσε και το μαγνητόφωνο) Κώστα Μυγιάκη, Μαρίνο Γαλανάκη και Γιώργο Βογιατζάκη. Ευτυχώς ηχογραφήθηκε αυτή η κατάθεση, που στάθηκε πολύτιμη για την ιστορική αλήθεια λίγα χρόνια αργότερα.
Το Αρκάδι λοιπόν κυριαρχούσε στο νου του μικρού Δημήτρη.
Από μικρός στη μάχη
Ήταν μόλις 17 χρόνων όταν πήρε μέρος στην τελευταία μάχη που έγινε μεταξύ Τούρκων και Κρητικών στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Πηγή, Μέση, Λούτρα, το 1897 υπό τον οπλαρχηγό Μαραγκουδάκη από τη Λούτρα.
Σ’ αυτή τη μάχη έδειξε απαράμιλλο θάρρος, σπάνιο σε μια τόσο νεαρή ηλικία.
Ο θάνατος της μητέρας του ήταν ένα μεγάλο πλήγμα γι’ αυτόν. Στρέφεται στα θεία με πνευματικό τον Άνθιμο Βαρδάκη ηγούμενο της Μονής Αρσανίου, που τον πήρε μαζί του. Με τη μετατροπή της Μονής σε Γεωργική Σχολή, οι μοναχοί εντάσσονται στη δύναμη της Μονής Αρκαδίου. Κι η συγκυρία αυτή ήταν ευλογία Θεού για τον Διονύσιο που εκπλήρωσε έτσι μια παλιά του επιθυμία.
Στις 24 Αυγούστου του 1904 εκάρη μοναχός, παίρνοντας το όνομα που του έδωσε ο Μητροπολίτης Διονύσιος Καστρινογιαννάκης. Την επομένη ακριβώς χειροτονείται ιεροδιάκονος, δείγμα και αυτοεκτίμησης του επισκόπου.
Η επανάσταση του Θερίσου φέρνει το Αρκάδι στο επίκεντρο, καθώς ορίζεται από την επαναστατική επιτροπή ως επαναστατικό κέντρο όλης της Κρήτης. Ο Μητροπολίτης Διονύσιος Καστρινογιαννάκης έχει μυηθεί στο μεταξύ στην Επανάσταση από τον ίδιο το Βενιζέλο. Προβληματίζεται με ποιους να μοιραστεί το μεγάλο μυστικό. Μετά από σκέψη καταλήγει στον Δαμιανό Αποστολάκη, που ήταν αγράμματος και το νεαρό Διονύσιο Ψαρουδάκη που εκτελούσε και χρέη γραμματικού.
Φλογερός υπέρμαχος της Ένωσης
Εκτός από αποδέκτης των επαναστατικών μηνυμάτων, ο Διονύσιος γίνεται και υπέρμαχος της ιδέας της Ένωσης, ξεσηκώνοντας με τον πύρινο λόγο του τα χωριά του δήμου Αρκαδίου.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1909 χειροτονείται ιερομόναχος και το 1910 γίνεται μέλος του ηγουμενοσυμβουλίου.
Με την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα ο Διονύσιος βρίσκεται στο κέντρο των επιχειρήσεων με αρχηγό τον Στυλιανό Κλειδή. Κι όταν αυτός πέφτει ηρωικά, εκτελεί τις εντολές του Χρίστου Μακρή και στη συνέχεια του Νίκου Ψαρρού.
Διακρίνεται για το θάρρος και την απίστευτη γρηγοράδα του. Σαν να είχαν τα πόδια του φτερά.
Αργότερα τον βλέπουμε να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Βορείου Ηπείρου το 1914 και να ξαναζώνεται τ’ άρματα. Το σπουδαίο στην περίπτωση αυτή είναι ότι προφασίστηκε θέμα υγείας και έφυγε από το μοναστήρι με το πρόσχημα εγχείρισης που πρέπει να κάνει στην Αθήνα. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κι έτσι βρέθηκε να πολεμά για τα ιδανικά της φυλής. Κι όταν υψώθηκε στην Κορυτσά η γαλανόλευκη, ο Διονύσιος Ψαρουδάκης τιμής ένεκεν προέστη της δοξολογίας.
Ένας φωτισμένος Ηγούμενος
Γυρίζει νικητής και τροπαιούχος στο μοναστήρι, αφήνοντας πίσω του τον ηρωικό οπλαρχηγό. Αρχίζει και πάλι να ζει τον ήρεμο μοναχικό βίο ώσπου στις 14 Απριλίου του 1926 εκλέγεται παμψηφεί ηγούμενος μέχρι το 1930 και μετά το 1930 μέλος του ηγουμενοσυμβουλίου και με άλλη μία τετραετία ηγούμενος, εκτός από εκείνη της Γερμανοκατοχής που καθαιρέθηκε με απόφαση του Γενικού Στρατιωτικού Διοικητή Φρουρίου Κρήτης. Επί ηγουμενίας του το Αρκάδι αναγεννάται χάρις στις έντονες δραστηριότητές του.
Η Μάχη της Κρήτης τον βρίσκει να ξεσηκώνει πάλι τα χωριά για ν’ αντισταθούν. Επειδή κατά καιρούς έγκριτοι και σεβαστοί συμπολίτες μου αντικρούουν τη λεπτομέρεια αυτή, παραθέτω απλά γραπτές μαρτυρίες που έχουν καταθέσει επίσης έγκριτοι ιστορικοί.
Γράφει στο βιβλίο του «Ράους» ο Αντώνης Σανουδάκης σε αφήγηση Κώστα Ξεξάκη:
«Ο Διονύσιος κατεβαίνοντας από το Αρκάδι και συναντώντας πρώτα τους Αμνατσανούς μαζεμένους στην πλατεία του χωριού άρχισε να τους φωνάζει:
«Ίντα κάθεστε μωρέ! Πόλεμος γίνεται! Οι Γερμανοί πέσανε Μάχη γίνεται παντού Ιντα κάθεστε; Πάμενε ούλοι».
Κι όταν μοίραζαν πέντε όπλα που είχαν πάρει από το Σταθμό Χωροφυλακής της Αμνάτου, τους λέει παρακλητικά:
«Δώστε μου μωρέ κι εμένα ένα, γιατί τούτονε που βαστώ είναι παλιοτούφεκο και δεν ξέρω αν παίρνει φωθιά».
Του δώσαν πράγματι ένα και ξεκινούν για την Πηγή όπου περίμεναν κι εκεί μαζεμένοι Πηγιανοί κι Αδελιανοί. Σε λίγο φτάνει το τσούρμο των ελεύθερων σκοπευτών ελεύθερων μαχητών από τα άλλα χωριά (Χάρκια -Κυριάννα- Λούτρα -Μέση) στην «πλατεία της βρύσης», όπως γράφει στις σημειώσεις του. Κι ως τους είδε όλους μαζεμένους βγαίνει επάνω στη χαβούζα της βρύσης και απευθύνει θερμά πατριωτικά λόγια προς όλους, οπλισμένους και αόπλους.
Συσκέπτεται αμέσως μετά και για λίγη ώρα με τον διοικητή του Σταθμού Χωροφυλακής Πηγής, αείμνηστο Νίκο Γιαπιντζάκη, και όλοι μαζί μετά ξεκινούν για τον τομέα του αεροδρομίου Πηγής, το οποίο υπεράσπιζαν ελληνικές και αυστραλιανές δυνάμεις, όπως και στο δίτομο έργο του αναγράφει λεπτομερειακά ο ιστορικός Μάρκος Πολιουδάκης.
Ένας ηρωικός ρασοφόρος
Θέλουμε χώρο άπλετο για να περιγράψουμε όλες αυτές τις ιστορικές λεπτομέρειες που δείχνουν τον ηρωισμό του Διονυσίου. Δεν εξηγείται αλλιώς η λύσσα με την οποία οι Ναζί αναζητούσαν το ρασοφόρο που έτρεχε στον κάμπο, ανεμίζοντας τα ράσα του κι έκανε τόσο ζημιά στους στρατιώτες τους. Και πλήρωσε ο ιερέας της Λούτρας επειδή ήταν ο μόνος ρασοφόρος πιο κοντά στην περιοχή των πολεμικών επιχειρήσεων. Όλοι οι πατριώτες κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Κανένας δεν βοήθησε τους Γερμανούς να φθάσουν μέχρι το Διονύσιο.
Σημειώνει και σε επιστολή του στον Μάρκο Πολιουδάκη ο Ιάν Κάμπελ σχετικά με τα γεγονότα της Μάχης της Κρήτης:
«Ανησυχούσα τότε, που ο γενναίος καλόγερος και οι δικοί του Κρήτες πατριώτες πολεμιστές, θα πέφτανε σε κακή μεταχείριση και θα τους σκότωναν αν οι Γερμανοί κυρίευσαν την Κρήτη και προειδοποίησα τον καλόγερο για τους φόβους που είχα. Δεν στεναχωρήθηκε. Κι αυτός και οι άνδρες του ήταν μια μεγάλη βοήθεια για μένα στην αναχαίτιση των Γερμανών και θυμάμαι καλά, ότι κυρίευσαν ένα μικρό σπίτι στο λόγο, που βρισκόταν πάνω από το ελαιοτριβείο».
Αργότερα κάνοντας έρευνα με την εποπτεία του Σπύρου Μαρνιέρου για τα Ολοκαυτώματα του Κέντρους, τον βρίσκω να κάνει τον διακομιστή μηνυμάτων στους αντάρτες του Αμαρίου πότε σαν πλανόδιος πωλητής και πότε με διάφορες άλλες μεταμφιέσεις. Το θάρρος του ήταν απαράμιλλα και η γενναιότητά του μοναδική.
Θα πρέπει το πόνημα του κ. Κώστα Μυγιάκη για τον Διονύσιο Ψαρουδάκη να εκδοθεί και να δοθεί σε όλα τα σχολεία και πρώτα στο Πανεπιστήμιο στις αρμόδιες σχολές, που μάλλον το χρειάζονται όπως δείχνουν τα γεγονότα.
Κάτω από το βάρος των ψυχών
Άφησα για το τέλος μια αγωνία, ένα βάρος ψυχής του αντιστασιακού ιερωμένου που τον ακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το είχε εκμυστηρευθεί στον Κώστα Μυγιάκη σε μια από τις συχνές επισκέψεις του τελευταίου στο κελί του ηγουμένου ένα απόγευμα του 1968. Είχε το βάρος των ψυχών όλων εκείνων που είχε υποχρεωθεί να σκοτώσει στη μάχη. Ο δάσκαλος για να τον παρηγορήσει του θύμισε ότι στα 70 χρόνια της ιεροσύνης του είχε υπηρετήσει κάτω από τέσσερις επισκόπους που δεν του έκαναν νύξη για το θέμα και το ασυμβίβαστο τάχα φόνου και ράσου.
Κι επειδή δεν τον έπεισε βρήκε μετά από επίπονη έρευνα μια μαρτυρία για παρόμοιο γεγονός με πρωταγωνιστή τον Άγιο Βοδενών και τη συμπεριφορά του σε εκδικητή χριστιανικού αίματος. Αμέσως ο Διονύσιος δήλωσε λυτρωμένος ακούγοντας το περιστατικό.
Ο Διονύσιος Ψαρουδάκης «κοιμήθηκε» γαλήνια στις 8 Δεκεμβρίου του 1972. Την ημέρα της κηδείας του μια βαριά καταθλιπτική ατμόσφαιρα και μια καταχνιά σημάδευε το γεγονός. Αμέτρητα τα δημοσιεύματα και τα τηλεγραφήματα που τόνιζαν το βάθος αυτής της απώλειας. Και το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα:
Λίγες μέρες αργότερα ο Παντελής Πρεβελάκης τονίζει στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα που έστειλε και δεν θυμόμαστε να το έκανε για πολλούς παράγοντες του τόπου: «Τιμώ πράγματι τη μνήμη του Διονυσίου Ψαρουδάκη, που ενσάρκωνε με τρόπο υποδειγματικό τη Χριστιανική και ηρωική παράδοση της Κρήτης».