Μεγάλο κεφάλαιο στην τοπική ιστορία που ακόμα ματώνει μνήμες, είναι τα Ολοκαυτώματα. Πικρό και οδυνηρό τίμημα του λαού μας που ζητούσε απλά τη λευτεριά του.
Η τραγωδία της 22ας Αυγούστου 1944 που έζησαν οι κάτοικοι οκτώ χωριών του Κέντρους δεν έπαψε να τιμάται με μεγαλοπρέπεια. Επιπλέον ερευνήθηκε σε βάθος και αναδείχτηκαν όλες οι πτυχές του δράματος χάρις στο πάθος ενός από τα θύματα των ναζί. Ήταν ο Σπύρος Μαρνιέρος μια κορυφαία μορφή της ιστορικής έρευνας που τον απασχόλησε για δεκαετίες.
Είναι αρκετοί οι αρθρογράφοι που ασχολήθηκαν με τα μαρτυρικά χωριά του Κέντρους. Ο Σπύρος Μαρνιέρος όμως δεν άφησε ούτε ένα ερώτημα του μελλοντικού ερευνητή να μην απαντηθεί.
Ήταν αυτός που πρωτοστατούσε πάντα, ώστε να μην περάσει χρονιά χωρίς την απαιτούμενη λαμπρότητα στην απόδοση τιμής της επετείου σε όποιο χωριό είχε σειρά, Και τα χωριά αυτά ήταν εκ περιτροπής Γερακάρι, Βρύσες, Άνω Μέρος, Κρύα Βρύση.
Ο Σπύρος Μαρνιέρος θεμελίωσε την ενδελεχή έρευνα με ομάδα λογίων του τόπου μας που με ενθουσιασμό πλαισίωναν την προσπάθειά του.
Ήταν μεγάλη τιμή για μένα να με εντάξει στην ομάδα και το κυριότερο να μου διδάξει τη διαδικασία της έρευνας αλλά και τη δεοντολογία που πρέπει τη χαρακτηρίζει.
Στα 1990 εισηγήθηκε στον τότε Νομάρχη Παναγιώτη Κλάδο, να τιμώνται όλα τα Ολοκαυτώματα του νομού σε μια κεντρική εκδήλωση στην Φορτέτζα, παράλληλα με τις εκδηλώσεις στο χωριό που είχε σειρά να οργανώσει αφιέρωμα μνήμης και τιμής στο δικό του ολοκαύτωμα.
Ο Παναγιώτης Κλάδος ενθουσιάστηκε και χωρίς άλλη συζήτηση ανέθεσε στην Πολιτιστική Αναγέννηση να ξεκινήσει τη διοργάνωση. Εκείνη η εκδήλωση στη Φορτέτζα άφησε εποχή. Ευτυχώς που η μέριμνα του Μαρνιέρου να γίνει και μια αναμνηστική έκδοση μας διέσωσε πολύτιμα στοιχεία από τις εισηγήσεις. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή των Ανωγείων στο κοινό αυτό μνημόσυνο.
Έκτοτε η εκδήλωση καθιερώθηκε χωρίς να πάψει ο Σπύρος Μαρνιέρος να εμπνέει και νέες δραστηριότητες γύρω από τα Ολοκαυτώματα του νομού.
Μετά από μια υπέρβαση στον προϋπολογισμό που συνέβη μια χρονιά έτσι ώστε να στοιχίσει το τραπέζι της φιλοξενίας πολύ περισσότερο από την καλλιτεχνική εκδήλωση με συμμετοχή εκπροσώπων από άλλα μαρτυρικά χωριά της χώρας και της Ιταλίας, αποφασίστηκε να σταματήσουν οι εκδηλώσεις. Αυτό που λέμε «Πονάει κεφάλι, κόβω κεφάλι». Αυτή η απόφαση πανικού δεν αποθάρρυνε την ομάδα του Σπύρου Μαρνιέρου.
Το Ολοκαύτωμα μέσα από την Τέχνη
Τώρα εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός ο τότε δήμαρχος Συβρίτου Μιχάλης Πετρακάκης. Επί της δημαρχίας του και με τη στήριξη του ΑΚΚΟΜ επιτελέστηκε σοβαρό έργο. Όλα τα πολύτιμα στοιχεία από μαρτυρίες και έγγραφες αναφορές που αναδείκνυαν τα γεγονότα κάθε χωριού επί δημαρχίας Μιχάλη Πετρακάκη συγκεντρώθηκαν.
Για τις ανάγκες αυτών των εκδηλώσεων δημιουργήθηκαν και έργα που κοσμούν κάθε μορφή τέχνης. Ο σπουδαίος μας ποιητής Κώστας Απανωμεριτάκης έγραψε το περίφημο ποίημά του «Το Μπλόκο», που θεωρείται αξεπέραστο σε στιχουργική δύναμη.
Η ταπεινότητά μου έγραψε την Ελεγεία Ηρώων που είναι το μόνο θεατρικό έργο που γράφτηκε για τα Ολοκαυτώματα των χωριών του Κέντρους μέχρι σήμερα.
Αμέσως μετά ο μεγάλος μας συνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης έγραψε το κλασικό στο είδος του συμφωνικό ποίημα «Κέντρους Εγκώμιον» με μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, χορωδία και σολίστ. Ευτυχώς με τη συνδρομή της Ιεράς Μητρόπολης Λάμπης Συβρίτου και Σφακίων το έργο γράφτηκε στο Studio Sierra με συμμετοχή του Χαράλαμπου Γαργανουράκη. Για πρώτη φορά παρουσιάστηκε σε κοινό στην επέτειο του Άνω Μέρους με την Πειραματική Συμφωνική Ορχήστρα και την χορωδία Ηρακλείου υπό τη διεύθυνση του κ. Γιάννη Δαμαρλάκη.
Μέσα στο έργο αυτό αναδεικνύεται κι ένα κόσμημα λαϊκής ποίησης το γνωστό ποίημα του Ζαχαρία Κατσαντώνη «Το Κέντρος έχει καταχνιά».
Λίγο πριν πεθάνει ο Σπύρος Μαρνιέρος, τόσο πρόωρα και τόσο ξαφνικά μου είχε ζητήσει να μην αφήσουμε την έρευνα στη μέση. Και η επιθυμία του έγινε απόλυτα σεβαστή. Σήμερα στο κανάλι μου στο Youtube και στην ιστοσελίδα μου Πολιτιστικό Ρέθυμνο υπάρχουν αρκετές ταινίες με συγκλονιστικές μαρτυρίες από τα γεγονότα, καθώς και αναλυτικές αναφορές από το αποτέλεσμα της έρευνας που συνεχίζεται πάντα.
Από πρωτογενείς πηγές παρουσιάζονται τα γεγονότα. Μιλούν εκείνοι που τα έζησαν και δεν υπάρχουν πια.
Μια πρωτοβουλία σταθμός
Κι ενώ μέναμε με την αίσθηση ότι έχουμε καλύψει όλα τα κενά ήρθε η πρωτοβουλία μας εικαστικού με διεθνή καριέρα της κας Ελένης Παττακου που διαπρέπει στο Παρίσι να καλύψει ένα κενό, ώστε το τραγικό γεγονός να αναδεικνύεται από κάθε μορφή τέχνης.
Η κα Ελένη Παττακού ξεκίνησε να κάνει τα πορτραίτα των εκτελεσθέντων στο χωριό της Άνω Μέρος και μέχρι στιγμής παρουσιάζει εξαιρετικά αποτελέσματα. Σημαντική καλλιτέχνης, τιμά τον τόπο της στη Γαλλία όπου είναι μόνιμα εγκατεστημένη.
Γεννήθηκε στην Κρήτη και μεγάλωσε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Γαλλικό τμήμα Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ένοιωθε ιδιαίτερη ικανοποίηση να συχνάζει στο εικαστικό εργαστήρι της σχολής. Η Τέχνη άρχισε να την καλεί.
Έτσι μετά το πτυχίο γράφεται στο εργαστήρι του γλύπτη Στέφου κι εκεί ξυπνάει το πάθος για το σχέδιο και τη σύνθεση.
Στα 25 της χρόνια έρχεται στη Γαλλία και γίνεται δεκτή στην Σχολή Καλών Τεχνών της Λυών. Βρίσκεται σε επαφή με τα διάφορα κινήματα της Τέχνης και της σύγχρονης έκφρασης όμως προτιμά να πειραματίζεται περισσότερο στη χαρακτική, το σχέδιο και τη ζωγραφική παρά την εννοιολογική τάση που επικρατούσε στη σχολή.
Το εργαστήρι της χαρακτικής με τη μυρωδιά των οξέων και του διαλυτικού γίνεται το αγαπημένο της στέκι.
Το 1990 κάνει μια τρίχρονη πορεία στο κινούμενο σχέδιο χρονομετρώντας και αποσυνθέτοντας την κίνηση. Αυτό ενδόμυχα την κάνει να αναζητά ανάμεσα στην στατική εικόνα την κίνηση.
Τα αντικείμενά της από τις πρώτες δημιουργίες έχουν σχέση με τους μύθους και τα σύμβολα βγαλμένα από την ιστορία της. Αποδίδονται με ρεαλισμό και εκρηκτική δύναμη.
Το έργο της συνεχίζεται με πολιτική σκέψη της κοινωνίας. Γίνεται το καθήκον της μνήμης. Ακολουθώντας συχνότερα μια έκφραση παραστατική στα πρώτα της χαρακτικά διαλέγει μια αναπαράσταση ήρεμη της φύσης. Το βουνό της ο Ψηλορείτης γίνεται ζωγραφική, οξυγραφία, ξυλογραφία, λιθογραφία.
Ο Σεφέρης υπήρξε πολύ σημαντικός στην πορεία της. Τα ποιήματά του σημάδεψαν για μεγάλο διάστημα τη δουλειά της κυρίως τα χαρακτικά, όπως οι γάτες τ’ Αη Νικόλα, σύμβολο μιας λαβωμένης Ελλάδας. Το 2006 αρχίζει να ζωγραφίζει εργοστάσια, αποτύπωμα ενός βιομηχανικού κόσμου, που βρίσκεται σε περίοδο ανακατατάξεων, απεργιών, καταλήψεων, αναθεωρήσεων.
Η ζωγραφική της γίνεται μια πορεία ανάμεσα σε γιγάντια τοπία, όπου οι άνθρωποι αφήνουν τα ίχνη τους αλλά οι ίδιοι δεν φαίνονται. Παράλληλα με τα εργοστάσια ζωγραφίζει και χαράζει ζώα. Κοπάδια στοιβαγμένα σε χώρους χωρίς προοπτική ή σε μάντρες έτοιμα για την κουρά. Σχέδια με αποφασιστική γραμμή όπου ζώα, ψάρια και πουλιά, κινούνται σε κοπάδια, σμήνη, ομάδες.
Εκθέτει τακτικά σε διεθνείς και ατομικές εκθέσεις.
Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση
Συναντήσαμε την κ. Παττακού με την ευκαιρία που ήρθε για προσκύνημα στη γενέτειρα. Μας κατέκτησε με την πρώτη ματιά. Μας συγκίνησε ο σεβασμός της στις ματωμένες μνήμες του τόπου της. Τα δάκρυα που κάποια στιγμή βρίσκουν διέξοδο όταν μιλά για τα ακούσματα από τη μητέρα της και άλλους συγγενείς που έζησαν την τραγωδία στο Άνω Μέρος. Καταλάβαμε τα βαθύτερα κίνητρα της πρωτοβουλίας της που εντυπωσιάζει. Και ζητήσαμε να μας μιλήσει περισσότερο για την προσπάθεια αυτή. Έτσι τροφοδοτήσαμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση που μας βοήθησε να γνωρίσουμε καλύτερα την καλλιτέχνιδα.
«Όταν αρχίζω μια δουλειά θεματική», μας είπε απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, «δεν έχω αμέσως την απάντηση για το τι με ωθεί. Δεν έχω απαραίτητα έναν σκοπό για να απευθυνθώ στον θεατή. Πρόκειται για μια προσωπική προσέγγιση σε ένα θέμα που νιώθω σαν βίωμα. Από μικρή, τα ονόματα αυτών των ανθρώπων ηχούσαν στις 22 του Αυγούστου, την μέρα που το χωριό μου τιμάει την μνήμη τους και κοίταζα τα μάτια των δικών μου ανθρώπων που δάκρυζαν και το ίδιο πάντα συνέβαινε και σε μένα. Αυτοί οι άνθρωποι γινόταν δικοί μου, αποκτούσαν σάρκα και οστά, υψώνονταν με πρόσωπα που με κοίταζαν κατάματα. Όταν θέλησα να κοιτάξω με τις ώρες τα πρόσωπά τους για να τα σχεδιάσω και να τους κάνω κατά κάποιον τρόπο να ζωντανέψουν, κατάλαβα ότι ήθελα να τους στήσω όρθιους στο φυσικό μέγεθος. Τους θέλω όρθιους και ζωντανούς. Αν κάποιο μήνυμα μπορεί να βγει από αυτή την προσπάθεια, είναι η ανάγκη για ζωή. Κάθε γραμμή, κάθε σκίαση, γίνεται μια προσωπική επικοινωνία για να μπορέσω επιτέλους κάποτε να περάσω στην κάθαρση, αυτήν που θα απαλύνει τον πόνο και θα τον κάνει δημιουργία, θύμηση, αποδοχή».
– Πώς λειτουργεί η ιστορική μνήμη στο χωριό σας;
Ρώτησα κι άλλους συγχωριανούς μου και πολύ νεώτερους, παιδιά μου σχεδόν, και το ολοκαύτωμα του τόπου τους και των δικών τους, τους δίνει μια υπερηφάνεια και μια λεβεντιά. Τους βλέπεις συγκινημένους να ορθώνονται μπροστά στα ονόματα που είναι σκαλισμένα στο μαρμάρινο ηρώον του χωριού. Ο καθένας αναγνωρίζει τον δικό του άνθρωπο. Η συγκίνηση βέβαια δεν λειτουργεί στον ίδιο βαθμό που λειτουργούσε πριν κάποιες δεκαετίες. Θυμάμαι το κλάμα, «το μούγκρος», των μεγαλύτερων ανθρώπων πριν πολλά χρόνια. Ήταν οι μαυροφορεμένες αδερφές, οι γυναίκες και τα παιδιά των εκτελεσθέντων. Και ‘μεις, μικρά παιδιά να νιώθουμε τον πόνο τους και να θέλουμε να καταλάβουμε και να νιώσουμε μαζί τους αυτήν την συγκίνηση. Όμως είναι βαρύ το μαύρο. Κι ο άνθρωπος θέλει την χαρά για να μπορέσει να προκόψει. Μόνο η ελπίδα της ζωής δίνει το κίνητρο για να πάει ο κόσμος μπροστά.
– Πώς νοιώθεις σήμερα εδώ στο χωριό;
Αισθάνομαι συγκίνηση, βλέποντας τους συγχωριανούς μου, παιδιά των εκτελεσθέντων και καταλαβαίνω πιο βαθιά τον χαρακτήρα και την ψυχή των ανθρώπων αυτών. Μοναχικοί και σιωπηλοί, γελαστοί κι αντρειωμένοι. Μου δημιουργούσαν πάντοτε σεβασμό και θαυμασμό για το κουράγιο που τους έθρεψε και ξανάφτιαξαν την ζωή γύρω τους.
– Ποια αισθήματα σου προκαλεί η αναφορά σε ιστορικά γεγονότα;
Το να αναφερόμαστε σε τέτοια ιστορικά γεγονότα δυνατά αλλά και δραματικά, είναι για μένα απαραίτητο. Η ιστορική μνήμη οδηγεί στην συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και στην εκτίμηση των αξιών της ζωής. Εκεί όμως που χρειάζεται προσοχή είναι να μην οδηγεί σε εθνικισμό και σε μίσος προς τον διπλανό, προς τον ξένο. Να μην θεωρούμε τους εαυτούς μας, ως απογόνους των γενναίων, ανώτερους και εξυπνότερους και γενναιότερους από τους άλλους, τα παιδιά των κατώτερων θεών… Αυτό που ονομάζουμε «γενναιότητα» είναι και η αποδοχή του άλλου και η στάση σου απέναντι στη ζωή. Υπερηφάνεια αλλά και απλότητα, σεβασμός και αλληλεγγύη. Οι γενναίοι που έμειναν ζωντανοί από αυτές τις καταστροφές και το ολοκαύτωμα, αυτό μας δίδαξαν. Πώς να παλεύουμε ενωμένοι για την ζωή. Γύρισαν στον τόπο τους και ανάστησαν τα σπίτια και τα νοικοκυριά των πονεμένων. Πάλεψαν την φτώχια, τον εξευτελισμό, τον ξεριζωμό. Λυπήθηκαν και συμπαραστάθηκαν στον φτωχό και τον ανήμπορο. Η κοινωνία μας σήμερα τα ξεχνά αυτά και κλείνει τα μάτια στους ξεριζωμένους και πονεμένους ανθρώπους.
Για μένα η τέχνη έχει μεγάλο ρόλο να παίξει για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και την μετατροπή του δράματος σε κάτι ανώτερο και οικουμενικό. Οι αγώνες που σκαλίστηκαν στην πέτρα, που αποδόθηκαν σε πίνακα είτε έγιναν τραγούδι ή συμφωνικό έργο είτε ταινία ή ποίημα, αποτυπώθηκαν στις μνήμες των ανθρώπων και των γενεών. Σαν ένα λουλούδι που βγαίνει μέσα από τα συντρίμμια, εκφράζουν την ζωή και το ωραίο.
– Πώς αντιμετωπίζουν το θέμα των Ολοκαυτωμάτων στο εξωτερικό;
Σ’ αυτό μπορώ ίσως να πω την προσωπική μου εμπειρία ως κάτοικος μιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας, της Γαλλίας. Σ’ αυτήν την χώρα, τα ολοκαυτώματα έχουν περάσει στις γενιές και τιμούνται με πολλές μορφές έκφρασης και τέχνης. Γίνονται εκδηλώσεις τιμητικές, με χαρακτήρα κυρίως λαϊκό. Εκεί που πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, είναι ότι από την μια μπορεί να γίνεται ιδιωτικοποίηση των εθνικών αγώνων από τους εθνικιστές, και από την άλλη η πλήρης αδιαφορία για την αυτοθυσία και την αντίσταση του λαού, με την άρνηση της ιστορικής μνήμης που οδηγεί σε φασιστικές νοοτροπίες.
Βέβαια ο κάθε ευρωπαϊκός λαός ενδιαφέρεται και αναφέρεται κυρίως στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στον τόπο του. Ο αγώνας, η αντίσταση των μικρών χωρών σαν την δική μας αναφέρονται στο περιθώριο της ιστορίας. Όταν μίλησα για πρώτη φορά για την αντίσταση στον τόπο μας, οι περισσότεροι Γάλλοι μου είπαν ότι δεν το ήξεραν ότι και στην Ελλάδα έγιναν τα ίδια με τον δικό τους τόπο…
Ήταν ίσως και ένα από τα κίνητρά μου για να αρχίσω αυτό το αφιέρωμα.
Από τα προπλάσματα ακόμα φαίνεται πως μια δημιουργία σταθμός βρίσκεται σε εξέλιξη και θα συζητηθεί πολύ στο μέλλον. Η κ. Ελένη Παττακού γίνεται ένας ακόμα απόστολος για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Κι αυτό την τιμά ιδιαίτερα.
Ελπίζουμε σύντομα να έχουμε ολοκληρωμένη τη δουλειά της που θα έχει ασφαλώς πανευρωπαϊκή απήχηση. Και θα αποτελεί ένα ακόμα μνημόσυνο για τους αναίτια νεκρούς του Κέντρους από την τέχνη των εικαστικών αυτή τη φορά.