Όπως κάθε χρόνο εδώ και 30 χρόνια συνεχώς, η Ομοσπονδία Σωματείων Αμαρίου Αττικής πραγματοποίησε την περασμένη εβδομάδα εκδήλωση μνήμης και τιμής για τους 164 Αμαριώτες εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς Ναζί και για όσους έχασαν τη ζωή τους στα ολοκαυτωμένα χωριά του Αμαρίου.
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης περιελάμβανε Αρχιερατικό Μνημόσυνο, Τρισάγιο και κατάθεση στεφάνων στο Μνημείο Ηρώων στο Αμαριώτικο Σπίτι, ομιλία, από τον κ. Βασίλη Σχίζα εκδότη-μέλος του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων, στο Αμαριώτικο Σπίτι και ριζίτικο τραγούδι από τους Ριζίτες Αμαριώτες, ενώ στο τέλος έγινε στους παρευρεθέντες παραδοσιακό κέρασμα.
Στην ομιλία του, αναφερόμενος στο ιστορικό γεγονός, ο κεντρικός ομιλητής κ. Σχίζας, μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Πηγές για τα θλιβερά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη την περίοδο από την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού της κατοχής Κράιπε στις 26 Απριλίου 1944, έως την ολοκαύτωση των χωριών της επαρχίας Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου στις 22 Αυγούστου, και η πιθανή σχέση των αντιποίνων με την απαγωγή, είναι οι προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων, και στο μεταξύ, η σχετική βιβλιογραφία.
Η προσέγγιση στα αρχεία της αγγλικής οργάνωσης με τον διακριτικό τίτλο Ες-Οου-Ι (SOE) «Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών», η οποία ήταν υπεύθυνη για την Αντίσταση στην κατεχόμενη Κρήτη, δεν είναι δυνατή, αφού τα αρχεία παραμένουν κλειστά.
Συνεπώς είναι ελλιπής και η έρευνα για την αγγλική πολιτική στο νησί.
Η Ες-Όου-Ι ήταν ειδική μυστική παραστρατιωτική υπηρεσία με κύρια αποστολή την κατασκοπεία, τις δολιοφθορές και τις καταδρομές.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Η απαγωγή του Κράιπε έχει σχέση με τα ολοκαυτώματα των χωριών του Κέντρους, τέσσερις μήνες μετά την απαγωγή και ένα μήνα πριν τη λήξη του πολέμου και μάλιστα όταν οι Γερμανοί είχαν περιοριστεί στα όριά τους από τους συμμάχους;
Οι κατακτητές έλεγαν ότι καταστρέφουν τα χωριά επειδή από εκεί πέρασε ο Κράιπε και οι κάτοικοι δεν τους ενημέρωσαν.
Είναι δυνατόν όμως να γνώριζαν οι κάτοικοι των χωριών, δηλαδή όλος ο λαός, από πού πέρασε ο Κράιπε με τους απαγωγείς του;
Ο Γιώργης Τυράκης, εκ των πρωτοστατών Ελλήνων της απαγωγής του Κράιπε στα απομνημονεύματά του υποστηρίζει ότι οι εκτελέσεις και τα ολοκαυτώματα δεν έχουν σχέση με την απαγωγή και αυτό βεβαιώνεται από καταθέσεις Γερμανών αξιωματικών όταν, αμέσως μετά την απελευθέρωση το 1945, τους ανέκρινε ο λοχαγός Γεώργιος Κάββος με συνεργάτη του το λοχία Γιώργη Τυράκη.
Επίσης ο Κίμωνας Ζωγραφάκης, ο οποίος ήταν βασικός συνεργάτης του Άγγλου αρχηγού των απαγωγέων Πάτρικ Λη Φέρμορ, υποστήριζε:
Σχετικά «με τα καμένα, με τσι σκοτωμούς, με τσ’ εκτελέσεις, (έγιναν) για να φύγουν οι Γερμανοί ανενόχλητοι το Σεπτέμβρη του ’44 προς τα Χανιά. Να μην τσ’ ενοχλήσει κανείς. Αυτό ήτανε το σχέδιο των Άγγλων».
Ο Γιώργης Τυράκης κατηγορεί την αγγλική πολιτική για όσα προξένησε στη χώρα μας «ώστε να μην μπορεί» η πατρίδα μας «να διεκδικήσει αυτά που της έπρεπαν, αυτά που της ανήκαν, φέρ’ ειπείν την Βόρειο Ήπειρο και την Κύπρο».
Ο Τυράκης, πολύ αργότερα σε ομολογία του, έλεγε ότι έχει μετανιώσει για την συμμετοχή του στην Απαγωγή.
Ο Ζωγραφάκης επίσης υποστηρίζει ότι οι Άγγλοι κρατούσαν προστατευμένους τους Γερμανούς στην «Οχυρά Θέση» Χανίων, από τον Σεπτέμβριο του 1944 μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1945, δηλαδή και μετά την παράδοση της Γερμανίας το Μάιο του 1945, και σε περίπτωση που επικρατούσε στην κυρίως Ελλάδα το ΕΑΜ, «θα τους είχανε ρεζέρβα, να τους χρησιμοποιήσουν οι Άγγλοι εναντίον μας».
Ο Γερμανός πανεπιστημιακός ιστορικός Χάγκεν Φλέτσερ υποστηρίζει την ύπαρξη της περίεργης «αγγλογερμανικής συγκυριαρχίας», ο δε Πάτρικ Λη Φέρμορ τον Οκτώβριο του ’44 συντόνιζε στα Χανιά αυτή την «αγγλογερμανική συγκυριαρχία».
Στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης υπάρχει χειρόγραφο σημείωμα του Μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη στο οποίο γράφει ότι, «αρνήθηκε στους Άγγλους να γίνει πράκτοράς τους», ώστε «οι Άγγλοι να επέμβουν και να καταλάβουν δι’ ίδιόν τους πλέον λογαριασμόν την Κρήτην».
Ο Βρετανός Τζακ Σμιθ Χιουζ, όπως και ο Πάτρικ Λή Φέρμορ, υπηρετούσε στην Ες-Οου-Ι και ήταν υπεύθυνος των κρητικών υποθέσεων.
Στην απόρρητη αναφορά του για την καταστροφή των χωριών του Κέντρους, αναφέρει πως οι κατακτητές είχαν ως αιτιολογία το πέρασμα από τα χωριά αυτά του απαχθέντος στρατηγού Κράιπε.
Οι εκτελέσεις όμως, συμπληρώνει, έγιναν για να καλυφθεί η σύμπτυξη των γερμανικών στρατευμάτων προς τα Χανιά.
Η άποψη αυτή αντικρούεται στην Έκθεση της «Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη» στην οποία ήταν μέλος και ο Νίκος Καζαντζάκης.
Ειρήσθω εν παρόδω η κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς έγινε μετά την εγκατάλειψή του από τους Άγγλους και αυτή η εγκατάλειψη υποστηρίζεται ότι ήταν αποτέλεσμα της δολοπλόκου πολιτικής τους, που είχε σκοπό στο τέλος του πολέμου να μην είναι η Κρήτη και η υπόλοιπη Ελλάδα ελεύθερο κράτος, αλλά να είναι ένα προτεκτοράτο για να εξυπηρετούνται οι πολιτικές τους.
Ο καθηγητής Ηλίας Φιλιππίδης στο βιβλίο του («Κρήτη 1941 -η Παράδοσή» της από τον Τσόρτσιλ στον Χίτλερ. Εκδόσεις Ιωλκός») αναφέρει ότι ο ίδιος ο Τσόρτσιλ εφάρμοσε μια διπλή πολιτική.
Στο επιχειρησιακό επίπεδο ο Τσόρτσιλ ήθελε να κατακτηθεί η Ελλάδα, να μετακινηθεί η κυβέρνηση κυριολεκτικά ως όμηρος στο Κάιρο και να δοθεί η Μάχη της Κρήτης, ώστε οι Βρετανοί να έχουν το ηθικό πλεονέκτημα να επανέλθουν μετά τον πόλεμο, με την πατρίδα μας προτεκτοράτο δικό τους ή των Δυτικών, το ίδιο είναι!
Ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός επιβεβαιώνει την αγγλική διπλή πολιτική, όχι μόνο εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά ως μεθοδεύσεις για την αυτονόμηση του νησιού προς χάρη της Αγγλίας. Στο προσωπικό του ημερολόγιο γράφει:
«22 Σεπτεμβρίου 1944. Από χθες έως σήμερον έχω ακούσει δύο φοράς το νέον προπαγανδιστικόν slogan, ας πούμε σύνθημα: «Δεν είναι κρίμα η Κρήτη να πέσει σε χέρια ή επιρροήν Ρωσσικήν;» (Σαν να λένε, ας πάει σ’ Αγγλικά χέρια)».
Ο αρχηγός της Αντίστασης Εμμανουήλ Μπαντουβάς, στις 15 Απριλίου 1942 ανάγκασε τον Κρίστοφερ Γουντχάουζ (C. Woodhouse) να φύγει «άρον – άρον» από το νησί, επειδή του πρότεινε την αυτονόμηση της Κρήτης.
Τον Βρετανό αυτονομιστή αντικατέστησε ο Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Αργότερα, την περίοδο 1955-1957, με τα γεγονότα της Κύπρου, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ «απέστειλε συνθηματικό τηλεγράφημα» στη Βρετανία, από την Ύδρα που τότε βρισκόταν, περί «ελληνικού πλοίου που μετέφερε όπλα στην Κύπρο».
Το τηλεγράφημα αυτό, το χρησιμοποίησε διπλωματικά η αγγλική κυβέρνηση Άντονι Ήντεν εναντίον της αυτοδιάθεσης και Ένωσης της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα.
Το ίδιο έκαναν οι Βρετανοί και στη μαρτυρική Κύπρο. Παρέδωσαν το νησί σ’ έναν εχθρό, για να διαιωνίσουν τη δική τους επικυριαρχία.
Η πολυθρύλητη Απαγωγή του Κράιπε, την οποία πραγματοποίησαν Άγγλοι και Έλληνες επιδρομείς που υπηρετούσαν στην Αγγλική οργάνωση Ες-Όου-Ι (SOE), και για την επιτυχία της συνεργάστηκαν με την αντάρτικη ομάδα «Ψηλορείτης» του Ρεθύμνου, οπωσδήποτε αποτελεί σημαντικό γεγονός της Κρητικής Αντίστασης, γιατί έπληξε το γόητρο του γερμανικού στρατού και τόνωσε το ηθικό των Κρητών, ενώ παράλληλα αναπτέρωσε το φρόνημα των υπόδουλων λαών που μάχονταν τους Ναζί.
Αλλά, η αγγλική διπλωματία και η συνέχεια αυτής ονειρεύονται και ύπουλα μηχανεύονται πολιτικές, ώστε να επιτύχουν μια αυτόνομη Κρήτη προτεκτοράτο τους, όταν εμείς τους δώσουμε την ευκαιρία.
Ο Θουκυδίδης έγραψε: «Ου τοις άρχειν βουλομένοις μέμφομαι, αλλά της υπακούειν ετοιμοτέροις ούσιν». Δεν κατηγορώ εκείνους, που επιδιώκουν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους αλλά εκείνους, που είναι προθυμότεροι να υποταχθούν. (Ιστορίαι, Δ’ 61).
Συμπεραίνεται λοιπόν, ότι οι ήρωες Κρήτες αγωνιστές ήσαν αγνοί πατριώτες, όπως ήταν ήρωας της χώρας του ο Πάτρικ Λή Φέρμορ και πράκτοράς της ακόμα και σε βάρος της Ελλάδος, αν αυτό εξυπηρετούσε τη Βρετανία.
Για αυτές τις υπηρεσίες του, του απένειμαν τον ευγενή τίτλο του Σερ. Όχι για την Απαγωγή του Κράιπε, όπως ο ίδιος το είπε σε εμένα όταν τον επισκέφτηκα στην Καρδαμύλη της Μάνης, συνοδεύοντας τους προέδρους της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Κρητικών Σωματείων, Μανώλη Πατεράκη, του Συλλόγου Κρητών Ελληνικού Δημήτρη Σταματάκη και τον Απανταχού Σφακιανών Σήφη Μανουσογιαννάκη.
Στο βουνό Κέντρος Ρεθύμνου της ηρωοτόκου Κρήτης, πάντοτε στα χρόνια της σκλαβιάς, πρώτα με τους Φράγκους, μετά με τούς Αγαρηνούς και τέλος με τους απογόνους των Ούννων του Ρουγίλια, του Αττίλα και των Βανδάλων, Γερμανούς, έβρισκαν καταφύγιο οι αντάρτες, αγωνιστές της ελευθερίας της πατρίδας.
Τα πολλά δάση του Κέντρους, καταστράφηκαν από πυρκαγιές τις οποίες προκαλούσαν σκόπιμα οι κατά καιρούς κατακτητές, γιατί τις χρησιμοποιούσαν ως όπλο εναντίον των αγωνιστών ανταρτών υπερασπιστών του νησιού, οι οποίοι είχαν εκεί τα λημέρια τους.
Την εποχή της ενετοκρατίας οι κατακτητές έστελναν αναγκαστικά, τους υπόδουλους άνδρες στα κάτεργα, δηλαδή τους έκαναν κωπηλάτες στα πλοία των Βενετσιάνων, από τα οποία πολλές φορές δεν ξαναγύριζαν πίσω.
Πέθαιναν γιατί ήταν η σκληρότερη εξαντλητική αγγαρεία.
Στην κατοχή οι ναζί εφάρμοσαν ένα παρόμοιο σατανικό τρόπο να αποπροσανατολίζουν τον κόσμο και κυρίως να αποδυναμώνουν τον τόπο από το εργατικό δυναμικό. Με ακαθόριστες συχνές εφόδους επισκέπτονταν τα χωριά και στρατολογούσαν άνδρες «για τα έργα», όπως έλεγαν, δηλαδή εξαντλητικές αγγαρείες, κυρίως στο αεροδρόμιο Τυμπακίου.
Έτσι στο Κέντρος παραπλάνησαν τον κόσμο, που πίστεψε ότι ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη των Γερμανών την ημέρα των φρικαλεοτήτων στις 22 Αυγούστου του -44, και δεν πρόλαβαν οι κάτοικοι να κρυφτούν στο θρυλικό και σωτήριο βουνό τους.
Οι Αμαριώτες αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης οργανώθηκαν σε αντάρτικες ομάδες, οι οποίες φυγάδευαν τους Άγγλους, Νεοζηλανδούς και Αυστραλούς στρατιώτες στα νότια παράλια του νησιού, ώστε να διαφύγουν στην Αίγυπτο.
Οι κατακτητές κατεδίωκαν και ήσαν ανελέητοι στους ανυπότακτους κατοίκους, οι οποίοι περιέθαλπαν περιπλανώμενους Βρετανούς στρατιώτες και έκρυβαν αντάρτες από άλλες περιοχές της Κρήτης και προτιμούσαν να γίνουν και αυτοί αντάρτες, παρά να προδώσουν τους φιλοξενούμενους.
Στους ανυπότακτους κατοίκους των χωριών του θρυλικού Κέντρους, σφυρηλατήθηκε το πατριωτικό φρόνημα χρέους, δηλαδή της συνεχούς αντίστασης.
Δεν σταμάτησαν ποτέ τις δολιοφθορές κατά του εχθρού. «Κάλλιστον κλέος το υπέρ Πάτρας θνήσκειν», έγραψε ο Ευριπίδης, δηλαδή είναι μέγιστη δόξα το να πεθάνεις για χάρη της Πατρίδος.
Για την φιλελεύθερη αντιστασιακή δράση των κατοίκων των χωριών του Κέντρους, οι κατακτητές με πρόφαση την Απαγωγή του Κράιπε, την Τρίτη 22 Αυγούστου 1944, δηλαδή ένα μήνα πριν την κατάρρευσή τους, επιδόθηκαν σε φρικαλέα αντίποινα στα χωριά του Αμαρίου, Γερακάρι, Καρδάκι, Γουργούθοι, Σμιλές, Βρύσες, Δρυγιές, Άνω Μέρος και Κρύα Βρύση του Αγίου Βασιλείου.
Στο χάραμα εκείνης της φρικιαστικής ημέρας περικύκλωσαν και αμέσως μπήκαν με ταχυβόλα στα χωριά, διάλεξαν και εκτέλεσαν 164 προγραμμένους δυνατούς νέους άνδρες και αφού τους περιέλουσαν με βενζίνη τους κατέκαψαν.
Τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους, άλλους φυλάκισαν στη Φορτέτζα Ρεθύμνου και άλλους ανάγκασαν να φύγουν μακριά από τα χωριά τους.
Στη συνέχεια για οκτώ (8) ημέρες λεηλάτησαν, πλιατσικολόγησαν, πυρπόλησαν και κατεδάφισαν τα μαρτυρικά χωριά τους. Έφυγαν αφήνοντας πίσω τους το στίγμα του «πολιτισμού» τους, τη βαρβαρότητα.
Ο Ιταλός συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο (1932) έλεγε πως «ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Όσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει».
Βόρεια του εκατοντάπηγου θρυλικού Κέντρους είναι το χωριό Γερακάρι, «μεστόν των της φύσεως αγαθών, κλίματος θείου, υδάτων αφθόνων, αρούρης εριβώλακος και των τούτοις επομένων, κήπων ευθαλών, καλλικάρπων δέδρων και εκλεκτών ποικίλων προϊόντων, έλκων το όνομά του εκ του πρώτου οικιστού «Γερακάρη» εις τα έτη καθ’ ά το δι’ ιεράκων κυνηγέσιον ήτο ακόμη εν χρήσει».
Στα χρόνια της τουρκικής δουλείας ήταν στρατηγικής σημασίας, αφού ήταν πέρασμα από τη Μεσαρά στη Δυτική Κρήτη. Οι Αγαρηνοί το είχαν μεταβάλει σε κέντρο θηριωδίας και ωμοτήτων.
Στην επανάσταση του 1896 οι υπόδουλοι Κρητικοί Έλληνες, πολιόρκησαν το τέμενος του Μωάμεθ και παρά την μακραίωνη δουλεία οι κατατρεγμένοι ραγιάδες, δεν εκτέλεσαν τους έγκλειστους Αγαρηνούς, αλλά τους παρέδωσαν στις αρχές τους. «Οι βάρβαροι δουλικώτεροι τα ήθη φύσει των Ελλήνων», έγραψε ο Αριστοτέλης, δηλαδή οι βάρβαροι είναι εκ φύσεως πιο δουλοπρεπείς από τους Έλληνες.
Τότε ο βεβηλωμένος ναός, όπως έλεγαν το Τζαμί του Αγίου Στεφάνου, εκχριστιανίστηκε και ο ναός φέρει το όνομα του Αγίου Στεφάνου, στον οποίο είναι αφιερωμένος, με πρώτη λαμπρή λειτουργία στις 6 Δεκεμβρίου 1897, εορτή του Αγίου Νικολάου.
Την Τρίτη 22 Αυγούστου 1944, στο Γερακάρι οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν 36 Εθνομάρτυρες εντός κατοικίας. Το σπίτι έγινε τάφος τους.
Από το πλιάτσικο μετέφεραν με 13 αυτοκίνητα ότι τους ήταν αναγκαίο.
Έκαψαν και ανατίναξαν με δυναμίτη, όλα, και τα 177 σπίτια, καθώς και τις εκκλησίες τέσσερις (4) βρύσες και το σχολείο. Την εκκλησία της Παναγίας, οι Προτεστάντες Γερμανοί Χριστιανοί την έκαναν κοπρώνα.
Οι Γουργούθοι, ήταν οικισμός του Γερακαρίου. Μετά την εκθεμελίωσή του από τους Γερμανούς δεν ξανακατοικήθηκε.
Το χωριό του Αμαρίου με τα πολλά νερά είναι οι Βρύσες. Η ασφάλεια την οποία πρόσφερε γενικά ο τόπος, το Αμάρι, την περίοδο του Αγώνα των ραγιάδων για να αποτινάξουν την Τουρκιά το ’21 και η ανυπαρξία Τούρκων στα χωριά της επαρχίας, ήταν ο λόγος που ο ναυμάχος του ’21 Αρμοστής Μανώλης Τομπάζης εγκατέστησε τον Ιούνιο του 1823 στις Βρύσες την έδρα των Γενικών Διοικητικών Αρχών Κρήτης.
Σ’ αυτό υπάγονταν ο ακατοίκητος σήμερα, από τότε που οι Γερμανοί ισοπέδωσαν, συνοικισμός Σμιλές και το Καρδάκι που ακόμα προσπαθεί να ορθωθεί.
Πολύ πρωί την ημέρα του χαλασμού της Τρίτης 22 Αυγούστου μπήκαν στο χωριό τα ανθρωπόμορφα κτήνη και εκτέλεσαν τους τριάντα (30) νεότερους και μάχιμους άνδρες και μετά τους έκαψαν με βενζίνη.
Άλλους οκτώ (8), τους έστειλαν στον κοντινό συνοικισμό Καρδάκι για να συμπληρωθεί εκεί ο αναγκαίος αριθμός για την εκτέλεση, σύμφωνα με τη διαταγή του αιμοσταγούς Γερμανού Διοικητή Φρουράς Κρήτης, Μύλλερ.
Μετά το οκταήμερο πλιάτσικο πυρπόλησαν ολόκληρο το χωριό και ότι απέμεινε το ανατίναξαν με εκρηκτικές ύλες. Ήσαν εβδομήντα επτά (77) σπίτια.
Στο Καρδάκι υπήρχαν 13 σπίτια και ήσαν εννέα (9) άνδρες, από τους οποίους οι τρεις πρόλαβαν και έφυγαν στο σωτήριο Κέδρος.
Στο συνοικισμό Σμιλές κατέστρεψαν τα έντεκα (11) σπίτια, αφού πρώτα εκτέλεσαν τρεις (3) άνδρες.
Παντού φρικαλεότητες των απογόνων των Ούννων επιδρομέων. Μέσα σε πυκνή βλάστηση και πολλές πηγές στο Κέντρος βρίσκεται το κεφαλοχώρι Άνω Μέρος με τους οικισμούς Χωρδάκι και Δρυγιές. Στη μεγάλη νύχτα της τουρκικής σκλαβιάς, οι Γενίτσαροι ήσαν το φόβητρο της περιοχής.
Προερχόμενοι από τη Μεσαρά, στο κεφαλοχώρι Άνω Μέρος, το 1823 κατέστρεψαν το μοναστήρι της Καλοείδαινας.
Ήταν η πρώτη καταστροφή του Άνω Μέρους από τους Τούρκους. Επισημαίνεται πως μετά την επανάσταση, ο Άγγλος περιηγητής Πάσλεϋ έγραψε ότι στο Άνω Μέρος κατοικούσαν μόνο χριστιανοί. Το 1834 το Άνω Μέρος ήταν πρωτεύουσα του Αμαρίου.
Με την ίδια τακτική, όπως και στα άλλα χωριά του Κέντρους, στις 22 Αυγούστου του ’44 οι Γερμανοί μακελάρηδες επέλεξαν από το Άνω Μέρος, και όσους βρέθηκαν από τους οικισμούς Δρυγιές και Χωρδάκι, και εκτέλεσαν τριάντα (30) άνδρες.
Σε ένα μικρό οροπέδιο νότια του Κέντρους στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, είναι χτισμένη η Κρύα Βρύση. Από αυτό το χωριό καταγόταν ο Ιωάννης Ασουμανάκης, ο οποίος το 1822 με μια πέτρα φόνευσε τον Τούρκο καβαλάρη Χάνιαλη και οι Έλληνες εύκολα κατανίκησαν 1400 Τούρκους κοντά στις Μέλαμπες. Οι κάτοικοι της Κρύας Βρύσης σύμφωνα με καταγεγραμμένα στοιχεία, έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1866-69 στη μονή Αρκαδίου. Επίσης πήγαν εθελοντές, όπως άλλωστε και όλοι οι Αμαριώτες, και πολλοί έπεσαν στους αγώνες του Έθνους του 1912 έως 1922, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και φυσικά στη Μάχη της Κρήτης.
Το χωριό ήταν καταφύγιο κάθε κατατρεγμένου από τους Βενετούς και τους Τούρκους, οι οποίοι σημειωτέον δεν κατοίκησαν ποτέ στην Κρύα Βρύση. Σύμφωνα με πληροφόρηση, η οποία μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, το χωριό Κρύα Βρύση, το έκαψαν οκτώ (8) φορές οι κατακτητές Βενετοί, Τούρκοι και την τελευταία οι Γερμανοί.
Στο χάραμα λοιπόν της ημέρας της βαρβαρότητας, οι κτηνάνθρωποι της Γερμανίας, μπήκαν στην Κρύα Βρύση και εκτέλεσαν τριάντα (30) νέους άνδρες, οι οποίοι επελέγησαν βάσει καταστάσεων που είχαν συντάξει δοσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών.
Τους τριάντα (30) μελλοθανάτους το απόγευμα τους μετακίνησαν και τους έκλεισαν στο τότε κοινοτικό γραφείο, στο οποίο τοποθέτησαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών, τις οποίες πυροδότησαν και από τις υψηλές θερμοκρασίες αποτεφρώθηκαν οι μάρτυρες της ελευθερίας.
Παρών δεν ήταν κανένας. Όσα αναφέρονται τα κατέθεσαν κάτοικοι, οι οποίοι επέστρεψαν στο κατεστραμμένο χωριό όταν έφυγαν οι φονιάδες και βρήκαν καμένες σάρκες και κόκαλα στον τόπο της θυσίας. Οι Γερμανοί μετά τις λεηλασίες έβαλαν φωτιά και κατεδάφισαν όλα τα σπίτια, συνολικά 113. Ο Αμερικανός ιστορικός και φιλόσοφος Γουίλ Ντυράντ (1885-1981), έγραψε: «Ο Νότος δημιουργεί τους πολιτισμούς. Ο Βορράς τους κατακτά, τους καταστρέφει, δανείζεται από αυτούς, τους διαδίδει. Αυτή είναι μια σύντομη σύνοψη της Ιστορίας».
Μετά το πλιάτσικο στα χωριά που λεηλάτησαν οι άρπαγες της Γερμανίας, ότι απέμεινε που δεν μπορούσαν να καταναλώσουν ή να τα στείλουν στην πατρίδα τους, τα κατέστρεψαν.
Δεν άφησαν τίποτα ώστε να ζήσουν οι ντόπιοι από τους οποίους τα άρπαξαν. Όταν επέστρεψαν στα χωριά τους οι κάτοικοι, τους οποίους είχαν εκδιώξει, αντίκρισαν φρίκη! Ψοφίμια, σκύλους, όρνιθες, χοίρους, πρόβατα, αγελάδες, ιερά σκεύη από τις εκκλησίες, άμφια, βιβλία, εικονίσματα, έπιπλα, οικιακά σκεύη και στους δρόμους χυμένα λάδια και κρασιά, ενώ τα καμένα και ερειπωμένα σπίτια έβγαζαν καπνούς και έμοιαζαν με σφαγεία, με αίματα και ανθρώπινες σάρκες των Εθνομαρτύρων ανάμεσα σε αποκαΐδια. Τις εκκλησίες τις είχαν μετατρέψει σε σφαγεία των ζώων, τα οποία άρπαξαν για να θρέψουν τους στρατιώτες τους, αλλά και σε κοπρώνες! Συνέτεινε και η μεγάλη αυγουστιάτικη ζέστη, ώστε απέπνεε μια φοβερή βρόμα και δυσωδία με πολλά έντομα και τρωκτικά παντού.
Μόνο η κρητική ψυχή του υψηλόφρονα και ελευθερόφρονα λαού παρέμεινε αλώβητη. Δεν την λύγισαν οι βάρβαροι απόγονοι των Ούννων με το θανατικό πέρασμά τους! Στο Καρδάκι ο μελλοθάνατος, ήρωας Εμμανουήλ Κυδωνάκης, μια στιγμή πριν τον τουφεκίσουν, απευθύνεται με βροντερή φωνή στους Γερμανούς εκτελεστές του: «Είστε δολοφόνοι. Κοιτάξτε τι ελεεινός λαός ηθέλησε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου! Ζήτω η ελευθερία. Ζητούμε από τους αδελφούς μας Κρητικούς να εκδικηθούν το αθώο αίμα που χύνουμε σήμερο». Έτσι περιέγραψε την ηρωική στιγμή ο μόνος τουφεκισθείς αλλά διασωθείς Μανώλης Βλεπάκης».