«Ένα παράξενο απόγευμα» γέμισε το βράδυ μας μαγεία θεατρική, αναδεικνύοντας καταστάσεις που κάποτε είχαν σημαία οι γενιές για να διεκδικούν την καταξίωση των θεσμών μιας ευνομούμενης ονειρικής πολιτείας.
Τότε που πίσω από τη συνηθισμένη καθημερινότητα και τα προβλήματά της, ξυπνούσε το τέρας της καταπίεσης θεσμών, προσώπων, αξιών για να δείξει και πάλι τα ματωμένα του δόντια. Κάποτε η θέα του προκαλούσε το δέος και τις μεγαλοστομίες. Σήμερα μια αίσθηση ντροπής θα πρέπει να μας διακατέχει, θα μπορούσε δηλαδή, γιατί απέκτησε την οικειότητα συνηθισμένου φαινομένου.
Η υπόθεση του έργου φαινομενικά απλή.
Δυο άνθρωποι, συναντιούνται τυχαία στο κάπου, που δεν έχει σημασία η ονομασία του, ούτε κι ο προσδιορισμός του αφού ταιριάζει σε κάθε εποχή σαν το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες της ενδοσκόπησης κοινωνικών φαινομένων. Στην αρχή όλα δείχνουν μόνο τη διαχρονική προσπάθεια του ανθρώπου να σπάσει τη μοναξιά του σε μια φινετσάτη πρόφαση καθωσπρεπισμού.
Κι όταν η ανοχή της ευγένειας ανοίξει επιτέλους τον δρόμο στο επιμελώς προστατευμένο απωθημένο, αυτό συνωθείται απελπισμένα με την ανάγκη εξομολόγησης μήπως και η λύτρωση έρθει πιο κοντά.
Μάταιη προσπάθεια γιατί στο μεταξύ ανοίγουν πληγές του παρελθόντος, κοινωνικά αποστήματα που ακόμα πονούν κι ας είχαν ξεχαστεί στην προσπάθεια της βιοτικής μέριμνας.
Κάποτε ο άνδρας εκείνου του παράξενου απογεύματος, αποφορτίζεται από τις ανομολόγητες μέχρι τότε ενοχές για το φόβο της Νέμεσης. Η φαινομενική του ψυχωτική συμπεριφορά απαλλάσσει τη σκέψη από τετριμμένες ετυμολογίες. Κι έρχεται η σειρά της άλλης πλευράς. Είναι τώρα η στιγμή της γυναίκας που αντιπροσωπεύει την έκφραση του καθωσπρεπισμού και της λεπτεπίλεπτης διαχείρισης συναισθημάτων να «σπάσει» τη δική της σιωπή μιας ματωμένης παρελθοντολογίας που κρίνει όμως το μέλλον σε μια απόλυτη συντριβή.
Κι εκεί που δεν υπάρχει αυτό το μέλλον λόγω των καταστάσεων που έχουν και πλήγματα από πολιτειακές γάγγραινες, η κοινή μοίρα ενός βίου χαμένου δίνει μια ακόμα ευκαιρία στη ζωή να ορθοποδήσει συναισθηματικά.
Όταν ο Αντώνης Δωριάδης, αυτοεξόριστος, έγραφε στο Παρίσι το έργο το 1971 στην Ελλάδα εξακολουθούσε να ζει με σάρκες αξιοπρέπειας πολιτών το τυραννικό καθεστώς.
Τι περίεργο όμως. Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, η βία βρίσκει πρόσφορο έδαφος στη σιωπή για λιγότερους μπελάδες γιατί δεν είναι εύκολη η απόδραση.
Σε καιρούς ευδαιμονίας ο φασισμός της κομματικής επιταγής κρύβει επιμελώς την απόλυτη εξαθλίωση θεσμών και αξιών που οδηγεί στο απόλυτο ναδίρ.
Άνθρωποι καίγονται ζωντανοί γιατί αρνούνται να γίνουν res στα συμφέροντα παράφρονων ηγετίσκων, θρησκείες εξευτελίζονται στην αρένα ανούσιας επικράτησης. Και η πραγματικότητα με τις όποιες ανάγκες της και το ταπεινό δικαίωμα να ζεις με τα στοιχειώδη αγαθά της αγάπης και της κατανόησης τσαλακώνεται όλο και περισσότερο από τη σκόπιμη παραποίηση των υπαρξιακών αναγκών.
Ήταν άθλος αυτό που κατάφεραν ο Αντώνης Παλιεράκης και η Μαρία Καντιφέ κάτω από την ευρηματική σκηνοθετική μπαγκέτα του Θωμά Καντιφέ, σ’ ένα κείμενο του Δωριάδη που αντέχει και στον χρόνο και στις καταστάσεις με μια ευλογία διαχρονικής ισχύος.
Γνωστός ο Αντώνης Παλιεράκης για τις ερμηνευτικές του ικανότητες.
Στο έργο όμως ξεπερνά κάθε προσδοκία. Γίνεται σύμβολο που ακουμπούν με σιγουριά πάνω του όλα τα βάρη των κοινωνικών προβλημάτων. Έχει τη ρώμη ηρώων του Ντοστογιέφσκυ αντέχοντας τη σύγκριση με κορυφαίες μορφές της τέχνης. Παίζει με τη λεπτομέρεια, αρνούμενος να εγκαταλείψει, παρά το ψυχικό άχθος, ακόμα και τις αποχρώσεις του ρόλου του.
Σε πείθει για το μανιώδη καπνιστή χωρίς να αναλώνεται σε αρειμάνιο κάπνισμα, σε κερδίζει σαν κοινωνικό ράκος χωρίς να γελοιοποιείται σε μελό εξάρσεις, σε συντρίβει με την απελπισία του ανθρώπου που υπέφερε, βιάστηκε, κουρελιάστηκε αλλά χωρίς να χάσει την ανάγκη του για δικαίωση και απόδοση δικαιοσύνης. Πόσο καιρό, πόσα χρόνια είχαμε να ζήσουμε τέτοιες ενσαρκώσεις ηρώων θυμάτων -συμβόλων σε έργα που απευθύνονται στους αιώνες με άτρομη ματιά από γίγαντες της τέχνης;
Εντοπίσαμε έναν ακόμα ανάμεσά μας. Αποστασιοποιημένο σε μια αξιοπρεπή αναμονή της ευκαιρίας να δείξει τον πραγματικό καλλιτεχνικό εαυτό του. Και τον χειροκροτούμε από καρδιάς. Και περιμένουμε ανυπόμονα και τα επόμενα βήματά του στο θεατρικό σανίδι.
Η Μαρία Καντιφέ εξακολουθεί να είναι η πρόκληση για κάθε ρόλο απαιτήσεων.
Πόσο ευλογημένη από την τέχνη είναι αυτή η κοπέλα. Έχει εκείνες τις θείες εμπνεύσεις να γεμίζει τις στιγμές πάνω στη σκηνή με απλές κινήσεις που δίνουν όμως χρώμα στις καταστάσεις που υποδύεται. Έχει τη σπάνια δωρεά να σηκώνει όσα δεν αντέχει η βιομηχανοποιημένη σήμερα τέχνη της υποκριτικής και να μας παρηγορεί με τη μαγεία του θεάτρου που κατέχει τόσο καλά.
Έχει τη μεγάλη ικανότητα να στολίζει τον λόγο και στην πιο απλή εκφορά του με σπάνια ορθοφωνία και απόλυτα αυστηρό τονισμό, ώστε να μπορεί το συναίσθημα να αναδεικνύει τη δύναμή του. Και το έργο να μη στερείται της σωστής απόδοσης που είναι όνειρο κάθε συγγραφέα.
Όσο για τον Θωμά Καντιφέ… Πόσα του οφείλει ο ταλαιπωρημένος σήμερα άνθρωπος. Μια στοργική αγκαλιά εξακολουθεί να παραμένει η σκηνοθετική του άποψη για να δίνει μέσα από μια θεατρική παραγωγή ένα αποκούμπι ελπίδας για το σημερινό θεατή, που προσπαθεί να αποδράσει για λίγο από τα άγχη της μέρας του και από τη μιζέρια που τον πνίγει από παντού.
Μπορεί με ένα Ευχαριστώ ο κάθε θεατρόφιλος να αποδώσει τα εύσημα που αξίζει ο Θεατρικός Περίπλους; Ποτέ;
Είμαστε απλά τυχεροί που υπάρχει και μοναδική ευχή να υπάρχει πάντα για να περνάμε τόσο σημαντικές βραδιές, όπως μ’ εκείνο το «Παράξενο απόγευμα».