Υπάρχει, πράγματι, πλούσια επιχειρηματολογία υπέρ της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε κάποιες κατηγορίες εργαζομένων, αντλούμενη τόσο από το πεδίο της λογικής όσο και της νομικής επιστήμης.
Ξεκινώντας από τους υγειονομικούς-νοσοκομειακούς υπαλλήλους, προκαλεί κατάπληξη το ότι, μέχρι σήμερα, ο εμβολιασμός τους έχει αφεθεί στην ελεύθερη βούλησή τους. Τη στιγμή που έρχονται σε στενή επαφή με πληθώρα ασθενών και μεγάλης ηλικίας, και είναι γνωστό πως η μεταδοτικότητα του κορωνοϊού από μη εμβολιασμένους είναι μεγαλύτερη.
Όταν (οι ίδιοι) έχουν επιλέξει και έχουν δώσει όρκο να εργάζονται στον χώρο της υγείας, όπου τα πορίσματα και οι κατευθύνσεις της κρατούσας ιατρικής επιστήμης αποτελούν θέσφατο και απαραίτητο, απαράβατο πλαίσιο, απαραβίαστο από όλους τους ευρισκόμενους -πολλώ δε μάλλον τους εργαζόμενους- στον χώρο της. Όπου η ατομική θέληση είναι αναγκασμένη (πρωτίστως από την ίδια την λογική) να υποχωρεί και υποκύπτει στα κελεύσματα της ιατρικής επιστήμης.
Για να μιλήσουμε και νομικά, η άρνηση των υγειονομικών να εμβολιάζονται παραβιάζει, σύμφωνα με τα αναφερθέντα, το δικαίωμα των ασθενών τους στην υγεία. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, σαφώς δεν συνιστά νόμιμη, συνταγματικά καλυπτόμενη από την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους, επιλογή, αφού τέτοια θεωρείται μόνον εκείνη, που δεν παραβιάζει δικαιώματα άλλων (άρθρο 5 παρ. 1 Σ).
Επομένως, η υποχώρηση της ελευθερίας, όπου αυτό επιτάσσεται από βασικά ζητήματα κοινωνικής συμβίωσης, θεωρείται πάντοτε, λογικά και νομικά, αποδεκτή. Στην θεώρηση δηλαδή, κατά το Σύνταγμα, των ατομικών δικαιωμάτων, η παράμετρος της κοινωνικότητας αποβαίνει καταλυτική.