Ολοκληρώθηκε την Κυριακή το τριήμερο Συνέδριο με τίτλο «Ελληνική Λογοτεχνία – Μνήμη Στυλιανού Αλεξίου», που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του αείμνηστου φιλολόγου και αρχαιολόγου Στυλιανού Αλεξίου. Θέλοντας να τιμήσουν το έργο, την προσφορά αλλά και την προσωπικότητά του, το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και η Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών (ΕΚΙΜ) συνδιοργάνωσαν το Συνέδριο που είχε ως θέμα την Ελληνική Λογοτεχνία από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του.
Σε αυτό συμμετείχαν διακεκριμένοι φιλόλογοι από την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, ορισμένοι από τους οποίους θεωρούνται από τους σημαντικότερους ξένους φιλολόγους για τα θέματα της Κρητικής Αναγέννησης, περίοδο με την οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο Στυλιανός Αλεξίου. Σύμφωνα με την καθηγήτρια του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης κ. Αγγέλα Καστρινάκη, οι ξένοι συμμετέχοντες αποτελούν την «κορυφή» στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και μάλιστα ήρθαν στο Ρέθυμνο για να τιμήσουν τη μνήμη του Στυλιανού Αλεξίου με δικά τους έξοδα.
Αναφερόμενη στην προσωπικότητα αλλά και την πολύπλευρη προσφορά του Στυλιανού Αλεξίου η κ. Καστρινάκη μεταξύ άλλων τονίζει: «Ήταν από τους σημαντικότερους Έλληνες φιλολόγους, όπως επίσης και αρχαιολόγος με εξαιρετικά μεγάλη συμβολή, γλωσσολόγος. Ήταν ένας φιλόλογος που ήξερε όχι μόνο τα κεντρικά θέματα με τα οποία ασχολήθηκε, δηλαδή την Κρητική Αναγέννηση και τον Διονύσιο Σολωμό, αλλά θέμα από τα αρχαία χρόνια και τον Όμηρο έως τις μέρες μας. Έχει γράψει μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, τη συνέχειά της από τον Όμηρο έως τον Ρίτσο, αυτό το έχει ξανατολμήσει κανείς; Οι «κοινοί» φιλόλογοι που είμαστε εμείς γράφουμε το πολύ-πολύ ιστορία μιας δεκαετίας. Ήταν άνθρωπος που ήξερε τα πάντα, φιλοσοφία ακόμη και σύγχρονη μουσική παρακολουθούσε. Μια απίστευτη φυσιογνωμία σε εύρος και βάθος. Μάλιστα ήταν και ποιητής. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει εκδόθηκε μια ποιητική συλλογή του, με τίτλο «στίχοι επιστροφής».
Ο Στυλιανός Αλεξίου, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης (δίδαξε την περίοδο 1977-1991), υπήρξε γενικός έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης και διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου (1962-1977), ενώ ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, του Γερμανικού Ινστιτούτου και επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων Padova, Αθηνών και Κύπρου. Ανακάλυψε τους υστερομινωικούς τάφους του Λιμένους Κνωσού και τους πρωτομινωικούς θολωτούς τάφους της Λεβήνος (Λέντα).
Στο μουσείο του Ηρακλείου δημιούργησε μια νέα πτέρυγα και την αίθουσα της Συλλογής Γιαμαλάκη. Ίδρυσε τα μουσεία Χανίων και Αγίου Νικολάου. Δημοσίευσε πολλές εργασίες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Πραγματοποίησε φιλολογικές μελέτες και εκδόσεις έργων («Ερωτόκριτος», «Απόκοπος», «Βοσκοπούλα», «Διγενής Ακρίτας», «Σολωμός»), καθώς και μελέτες σχετικές με την κοινωνία, τη ζωή και τον πολιτισμό της Κρήτης στο ΙΕ’ – ΙΖ’ αι. Άλλες εργασίες του αφορούν σε θέματα ιστορικής γλωσσολογίας και σε ετυμολογήσεις λέξεων του κρητικού ιδιώματος και των νέων ελληνικών. Ήταν τέλος επίτιμο μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Να σημειωθεί πως την Κυριακή, τελευταία ημέρα του Συνεδρίου που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Στυλιανού Αλεξίου, «επέλεξε» να φύγει από τη ζωή η πολυαγαπημένη του σύντροφος και σύζυγος γνωστή με το ψευδώνυμο Μάρθα Αποσκίτη, η οποία το τελευταίο διάστημα είχε ταλαιπωρηθεί από προβλήματα υγείας. Η Μάρθα Αποσκίτη καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια πολιτικών της Αρκαδίας και της Ηλείας Πελοποννήσου. Ήρθε στην Κρήτη όταν ο πατέρας της πρόεδρος Πρωτοδικών διορίστηκε στο Ηράκλειο. Είχε δημιουργήσει ένα πολύπλευρο πνευματικό έργο με αυτόνομη παρουσία, είναι πολύ σημαντική συγγραφέας και μελετήτρια πλευρών της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας αλλά και της Κρητικής Αναγέννησης, όπου εξέδωσε αρκετά σημαντικά έργα από τις εκδόσεις «στιγμή», ως φιλόλογος άφησε εποχή.
Ανάμεσα στο πλούσιο συγγραφικό έργο του αείμνηστου φιλολόγου Στυλιανού Αλεξίου ξεχωρίζουν τέσσερις στίχοι από το ποίημά του υπό τον τίτλο «Καλοκαίρι», οι οποίοι θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν γραφτεί για την αγαπημένη του Μάρθα:
«Αγάπησα τις στάλες των αφρών του,
καμιά δε θα μπορέσω να ξεχάσω,
και το μεγάλο φως των φεγγαριών του,
να βασιλέψει αρνιέται, να ησυχάσω».