Είναι η πρώτη φορά στα 44 χρόνια που καταθέτω δημόσια τις απόψεις μου που εύχομαι να βγει κάποιος αρμόδιος και να μου αποδείξει ότι «το γήρας ουκ έρχεται μόνον…»
Κι ο λόγος είναι ότι πουθενά δεν βλέπω πια μια φωτογραφία που δεν αποτελεί απλά επιβεβλημένη τιμή σε πρόσωπο αλλά στοιχειώδη αναγνώριση μιας ανεκτίμητης εθνικής προσφοράς. Τη φωτογραφία του Εμμανουήλ Καούνη ψάχνω. Εκείνη που ήταν κοντά στις… τουαλέτες στο παλιό μουσείο, αλλά τουλάχιστον υπήρχε. Σήμερα που βρίσκεται;
Κι άλλη φορά την έψαξα όταν το εκθετήριο ήταν ακόμα στη Λότζια. Και μετά από αρκετή γκρίνια μέσω της στήλης μου, κάποια στιγμή ευδόκησαν να την αναρτήσουν. Σήμερα τι γίνεται; Που είναι η φωτογραφία; Μήπως η όρασή μου με προδίδει και δεν τη βλέπω πουθενά; Μακάρι να κάνω λάθος. Ας είναι η φωτογραφία στη θέση της κι ας επωμισθώ ασυγχώρητο δημοσιογραφικό ολίσθημα.
Αναγνωρίζω τα σπουδαία βήματα που γίνονται στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έτσι ώστε να δικαιώνεται η επάξια αυτοτέλειά της αλλά διαπιστώνω μια ανεπάρκεια μνήμης αρκετά ανησυχητική.
Η αγωνία μου αφορά την απόλυτη λήθη που απειλεί να σκεπάσει τη σπουδαία αυτή μορφή του Ρεθύμνου όπως ήταν ο Εμμανουήλ Καούνης. Και η απορία μου είναι πως τόσο φωτισμένοι υπάλληλοι, με επάρκεια επιστημονικής γνώσης και περγαμηνές εξακολουθούν να αγνοούν και μάλιστα με επιδεικτικό τρόπο την μεγάλη προσφορά του σημαντικού αυτού ακρίτα των αρχαιολογικών μας θησαυρών. Είναι ποτέ δυνατόν ένας Εμμανουήλ Καούνης να θεωρείται ισότιμος με απλούς δωρητές αμφορέων του σωρού, όταν αυτός με το μόχθο του συνέβαλε στον εμπλουτισμό του μουσείου μας.
Αν έλειπε ο Εμμανουήλ Καούνης θα είχαμε να καμαρώνουμε τόσα σπουδαία εκθέματα στο αρχαιολογικό μας μουσείο;
Δίνοντας ακόμα μια φορά «τόπο στην οργή» και θέλοντας να ελπίζω ότι κάπου υπάρχει αυτή η πολύπαθη φωτογραφία και δεν τη βλέπω, επιχειρώ να θυμίσω στους νεότερους τι σημαίνει για τον τόπο μας ο Εμμανουήλ Καούνης.
Ένας γνήσιος ευπατρίδης.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1872.
Η μητέρα του καταγόταν από την ιστορική οικογένεια των Βλαστών που ανέδειξε και τον μεγάλο λαογράφο Παύλο Βλαστό.
Ο Εμμανουήλ Καούνης είχε μεγάλη έφεση στα γράμματα και φαινόταν ότι θα διακριθεί σαν επιστήμονας. Ο θάνατος του πατέρα του όμως ανέκοψε κάθε πρόσβαση σε ένα λαμπρό μέλλον και τον υποχρέωσε να αφήσει το σχολείο και να ασχοληθεί με το εμπόριο.
«Όπου φελά παντού φελά», λέει ο σοφός λαός μας.
Κι αν τον αδίκησε η ζωή κατάφερε να διακριθεί στον εμπορικό χώρο χάρις στο πρωτοποριακό πνεύμα που διέθετε. Το εξαιρετικό λάδι που έβγαζε το ατμοκίνητο εργοστάσιό του βραβεύτηκε άπειρες φορές σε διάφορες εκθέσεις ακόμα και του εξωτερικού. Ο φιλοπρόοδος Ρεθεμνιώτης διατηρούσε κι ένα κατάστημα στην οδό Αρκαδίου από το οποίο διέθετε τα προϊόντα του εργοστασίου του.
Το 1896 ενώ βρισκόταν στην Αθήνα, κατάλαβε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι δεν θ’ αργήσει νέα επανάσταση.
Γύρισε αμέσως πίσω. Αποβιβάστηκε στο Μπαλί μαζί με τους Θεμιστοκλή Μοάτσο, Νικόλαο Σωτήρχο, Γεώργιο Σαουνάτσο και Γιάννη Μανιατάκη και ξεκίνησε αμέσως πατριωτική δράση.
Στην επανάσταση του Θερίσου
Δεν ήταν πια ο μειλίχιος και πράος άνθρωπος αλλά ο Κρητικός που φλεγόταν για το αγαθό της ελευθερίας.
Η επανάσταση του Θερίσου τον βρίσκει έναν από τους πιο αποφασιστικούς συνεργάτες του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ήταν από τους οργανωτές του συλλαλητηρίου της Μονής Ασωμάτων έχοντας γύρω του γενναίους συμπολεμιστές και αρχηγό τον Γιώργο Βλαστό.
Ήρθαν ξανά οι καιροί ειρήνης και ο Εμμανουήλ Καούνης επέστρεψε στις πνευματικές του αναζητήσεις. Οι αρχαιολογικοί μας θησαυροί ήταν πάντα στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του επειδή στους μακρινούς περιπάτους του είχε κατά καιρούς την ευκαιρία να διαπιστώσει ίχνη τους στην κρητική γη. Εκείνη την εποχή η ιδέα των ανασκαφών ήταν κάτι που άγγιζε τα όρια της φαντασίας. Τα κράτος μας στάζοντας ακόμα αίμα από βαθιές πληγές, δεν μπορούσε ούτε να προγραμματίσει και πόσο μάλλον να χρηματοδοτήσει επιστημονικές έρευνες.
Ο Εμμανουήλ Καούνης γνωρίζοντας από μελέτες τον πλούτο που έκρυβε και η Ρεθεμνιώτικη γη αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλία.
Συλλογή αρχαιοτήτων
Μόλις τέλειωνε τη δουλειά του γύριζε στην περιοχή του Σταυρωμένου και εντόπιζε τα σημεία που έπρεπε να σκάψει.
Κι όταν ερχόταν το Σάββατο, έπαιρνε δυο τρεις από τους πιο έμπιστους εργάτες του και ξεκινούσαν το σκάψιμο. Εκείνος φυσικά τους πλήρωνε επιπλέον το μεροκάματο Έτσι ήρθαν στο φως σπάνια ευρήματα. Ο Καούνης δεν ησύχαζε αν δεν τα μετέφερε στον προορισμό τους.
Την αξία αυτών των ευρημάτων και ιδιαίτερα του ανάγλυφου που είχε βρει στου Σταυρωμένου τόνισε αργότερα στα εγκαίνια του Μουσείου Ρεθύμνου ο τότε έφορος και διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου Πλάτων.
Οι έφοροι αρχαιοτήτων τον εκτιμούσαν βαθύτατα και το ανέφεραν συχνά στα γράμματά τους.
Ακόμα κι ο αθηναϊκός τύπος ασχολήθηκε με το έργο του Εμμ. Καούνη. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της «Εστίας» (9 Απριλίου 1928):«…το Μουσείον Ρεθύμνης το οποίον διευθύνει με ζήλο ο καθηγητής του Γυμνασίου κ. Παπαδάκης και δια το οποίον μέγα ενδιαφέρον δεικνύει ο κ. Εμμ. Καούνης, μια χαρακτηριστική μορφή εμπόρου λογίου, ο οποίος αφήνει τας υποθέσεις του δια να μεταβεί εις το εσωτερικόν κα κάμει ανασκαφάς εξ ιδίων…».
Κάθε πράξη πατριωτική του Καούνη που με δικές του δυνάμεις διασώζει τον εθνικό μας πλούτο επισημαίνουν όλοι οι έφοροι αρχαιοτήτων με τα πιο θερμά σχόλια.
Άλλα επίσημα στοιχεία που μιλούν ζωντανά για τη μεγάλη συμβολή του συμπατριώτη μας αρχαιολάτρη στην προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων είναι και οι έξι επιστολές που έστειλε ο αείμνηστος ιστορικός και αρχαιολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης στον Εμμ. Καούνη, σχετικά με τις έρευνες του τελευταίου για την ιστορική τοποθέτηση του τάφου του Χορτάτζη που βρέθηκε στους Ασώματους Αμαρίου. Τις επιστολές παρέδωσε ο Εμμ. Καούνης στο μακαρίτη Γυμνασιάρχη Μιχαήλ Πρεβελάκι. Οι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν στον Δ. τόμο της επετηρίδας της εταιρίας των Κρητικών σπουδών (Αθήνα 1941).
Η επιθυμία του να μην καταστρέφονται τα αρχαία και να διατηρούνται εκεί που ανήκουν δεν τον εγκατέλειψαν ούτε κοντά στο τέλος της ζωής του.
Παραμονές του θανάτου του έδωσε την ευχή του στο γιο του Λεωνίδα με τις ίδιες πνευματικές ανησυχίες να παραδώσει στο Μουσείο τα ευρήματα που προστάτευε στο χώρο του μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος αν ο ίδιος δεν είναι πια στη ζωή.
Σαν να είχε προαισθανθεί το τέλος του. Πράγματι όταν ήρθε η λευτεριά η μεγάλη καρδιά του Εμμ. Καούνη είχε πάψει να κτυπά. Ο γιος του Λεωνίδας όμως τήρησε το λόγο του και εκπλήρωσε στο ακέραιο την τελευταία επιθυμία του πατέρα του. Έτσι βρέθηκαν στο μουσείο μας τόσο σπουδαία εκθέματα που θα μπορούσαν μέσα στη δίνη του πολέμου να χαθούν. Ποιος θα το έλεγχε; Κι όμως το πάθος του Εμμανουήλ Καούνη και η συνέπεια του γιου του Λεωνίδα τα έσωσαν Και σήμερα τα θαυμάζουμε.
Μέγας φιλοτελιστής
Ο Καούνης ήταν και μεγάλος φιλοτελιστής. Είχε μια από τις πιο σπάνιες συλλογές. Για κακή του τύχη η συλλογή αυτή καταστράφηκε με τον πρώτο βομβαρδισμό που έγινε στο Ρέθυμνο.
Κάποια μέρα στην περίοδο της κατοχής, εκεί που βρισκόταν στο χωριό του μαθαίνει ότι τον αναζητά ως εκεί ένας Γερμανός αξιωματικός. Είχε διαβάσει σε ένα Γαλλόφωνο περιοδικό της Βιέννης μια πραγματεία του Καούνη με τίτλο. «Η Φιλοτέλεια και το Ελληνικό Γραμματόσημο» που είχε μεγάλη απήχηση στον φιλοτελικό κόσμο. Κι ήθελε να γνωρίσει από κοντά το Ρεθεμνιώτη φιλοτελιστή και να δει την περίφημη συλλογή. Έμαθε όμως την τύχη της και ντράπηκε για λογαριασμό των ομοεθνών του.
Για τον Εμμ. Καούνη είχε κάνει εκτενή αναφορά ο Ιωάννης Δαλέντζας ο μεγάλος μας λογοτέχνης και αντιστασιακός. Από τα σημειώματά μου μαθαίνουμε και άλλες πτυχές της προσωπικότητας του χαρισματικού μας συμπολίτη.
«Συντηρούσε πολλές οικογένειες βοηθώντας κρυφά και μυστικά τους αναξιοπαθούντες και η βοήθειά του ήταν γενναία, ώστε να ανασταίνονται οικονομικά οι πάσχοντες. Έσωσε πολλούς επαγγελματίες από δύσκολη θέση χωρίς κανένα όφελος δικό του κι ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο να τρέχει στα δικαστήρια και να πληρώνει τα δικαστικά έξοδα αγνώστω ντου δυστυχισμένων ανθρώπων. Προπάντων τις παραμονές των εορτών έβγαζε πολλούς από τις φυλακές πληρώνοντας σοβαρότατα ποσά».
Αυτά έγραφε ο μεγάλος μας συγγραφέας με στοιχεία που του έδινε ο δικηγόρος Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις.
Πολύπλευρη δράση
Και τι να γράψουμε για τη δράση του σαν Ερυθροσταυρίτη. Γιατί υπήρξε ιδρυτικό μέλος του τοπικού τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού από το 1922.
Αλλά και σε άλλους τομείς συνέβαλε τα μέγιστα διατελώντας μέλος της επιτροπής επαρχιακής οδοποιίας. μέλος του αδελφάτου του Δημοτικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου, μέλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Ταμίας του συλλόγου εταιρείας των φίλων του Ρεθύμνου. Ταμίας του Γυμναστικού Συλλόγου Ρεθύμνου, μέλος της φιλοτελικής εταιρείας Ελλάδος, Έφορος του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων Ιδρυτής του Ορειβατικού Συλλόγου.
Μια τόσο πολυσήμαντη προσωπικότητα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τους στίχους του Ρεθεμνιώτη βάρδου Γιώργη Καλομενόπουλου που γράφει κάπου:
«Στη χαλάστρα κουβεδιάζουν
δυο άρχοντες της πόλης
Καψαλάκης Ιωάννης
και Καούνης ο Μανόλης»
Κάθε φορά από το 1977 που έγραψα πρώτη φορά για τον Εμμανουήλ Καούνη μάθαινα και κάτι περισσότερο για τη δράση του φλογερού αυτού Ρεθεμνιώτη που είχε ταυτιστεί με τους ακρίτες που προστάτευαν την αρχαιολογική μας κληρονομιάς. Έτσι είχε καταξιωθεί στη συνείδηση όλων των συμπολιτών του που τον τιμούσαν ιδιαίτερα. Και σε βαθμό μάλιστα που έγραφε ο Θεμιστοκλής Βαλαρής και αναφέρεται στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις».
«Αν δεν έλειπε ο Εμμανουήλ Καούνης τώρα και το Βενετσιάνικο Ρολόι θα ήταν στη θέση του…».
Αυτός ήταν ο Εμμανουηλ Καούνης για τον οποίο έχουμε κάνει επειδή το αξίζει αναρίθμητες αναφορές. Κι άλλοι υπήρξαν ακρίτες του αρχαιολογικού μας πλούτου. Ο Καούνης όμως με δικά του έξοδα έκανε ανασκαφές και ουδέποτε εισέπραξε αμοιβή για τα εκθέματα που παρέδωσε κι ας ήταν ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας.
Αυτόν τον άνθρωπο λοιπόν τόσο αβασάνιστα πετάμε στη λήθη; Θα μας δείξει κάποιος που είναι η φωτογραφία του μέσα στο Αρχαιολογικό Μουσειο, μήπως ξαφνικά δεν την βλέπουμε; Αν χρειαστεί και από τον ίδιο τον υπουργό θα ζητούσαμε αυτή τη χάρη. Δεν μπορεί ο Εμμανουήλ Καούνης να συγκαταλέγεται μεταξύ των απλών δωρητών και επ’ αμοιβή ευεργετών του μουσείου. Υπήρξε ο ΜΕΓΑΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ του τόπου, ο ανιδιοτελής εργάτης του πολιτισμού διασφαλίζοντας την αρχαιολογική μας κληρονομιά Δεν οφείλει το Ρέθυμνο να του το αναγνωρίσει Και κυρίως η καθ’ ύλην αρμόδια υπηρεσία; Θα περιμένουμε. Και όπως έχουμε αποδείξει αγνοούμε τη λέξη ανοχή στις περιπτώσεις ανθρώπων που λάτρεψαν τον τόπο τους και ξαφνικά κανένας δεν τους γνωρίζει. Γιατί δεν τους αξίζει ο χειρότερος θάνατος που είναι η λησμονιά.