Η σημασία του τουρισμού για την ελληνική οικονομία είναι αναμφίβολη: ο τουρισμός συμβάλλει σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας (γύρω στο 20%), απορροφά επενδύσεις (3 δις για το 2017) και δημιουργεί θέσεις εργασίας.
Τα παραπάνω είναι κάτι περισσότερο από προφανή σε όσους δραστηριοποιούνται σε μια κατ’ εξοχήν βασισμένη στον τουρισμό αγορά, όπως αυτή του Ρεθύμνου. Πέρα όμως από αυτό ο τουρισμός, ως η οικονομία της τελικής ζήτησης, δημιουργεί πληθώρα διακλαδικών συνδέσεων με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Για παράδειγμα οι εισροές που αξιοποιούνται για την παραγωγή και την προσφορά του τουριστικού προϊόντος δημιουργούν αλληλεπιδράσεις τόσο με τον αγροδιατροφικό τομέα όσο και με την μεταποίηση. Παράλληλα ο τουρισμός συνδέεται με σημαντικούς κλάδους του τριτογενούς τομέα παραγωγής (μεταφορές, εμπόριο κ.λπ.). Ειδικότερα, σε σχέση με το εμπόριο, οι αλληλεπιδράσεις είναι ιστορικά έντονες και πολυδιάστατες.
Η εισερχόμενη τουριστική κίνηση αποτελεί μια εν δυνάμει ενεργό ζήτηση η οποία μπορεί να μεταφραστεί σε μια ενίσχυση του κύκλου εργασιών των εμπορικών επιχειρήσεων. Όμως, από το 2015 και μετά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., οι πορείες του κύκλου εργασιών στον τουρισμό και στο λιανικό εμπόριο παρουσιάζουν σημαντική διάσταση η δυναμική της οποίας μοιάζει να οξύνεται:
Πίνακας – Εξέλιξη των ποσοστιαίων ρυθμών μεταβολής στον ΔΚΕ (Δείκτης Κύκλου εργασιών) στο Λιανικό Εμπόριο και τον Τουρισμό 2010-2019 (Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ.):
Αυτό φαίνεται να συμβαίνει για μια σειρά από λόγους:
Η αύξηση των τουριστικών εσόδων οφείλεται στην αύξηση των διανυκτερεύσεων (8% μεταξύ 2017-2018) και όχι στη μεγέθυνση της μέσης δαπάνης ανά επισκέπτη η οποία μειώθηκε 3% για το ίδιο διάστημα.
Το προφίλ του μέσου τουρίστα συνδέεται με την κατίσχυση του τουριστικού υποδείγματος all-inclusive το οποίο επιδρά σημαντικά στην καταναλωτική συμπεριφορά των εισερχόμενων επισκεπτών.
Μια σημαντική μερίδα των τουριστών φαίνεται να προϋπολογίζει τη δαπάνη της πριν από το ταξίδι με αποτέλεσμα οι εμπορικές αγορές της να είναι προ-καθορισμένες.
Σε σχέση με την Κρήτη, και πιο συγκεκριμένα με το Ρέθυμνο, τα ποιοτικά ευρήματα της τελευταίας έρευνας του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ και του Επιμελητηρίου Ρεθύμνης είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Μερικά από αυτά είναι τα εξής:
Σημαντικό ποσοστό των επισκεπτών επιλέγουν το Ρέθυμνο ως προορισμό αναψυχής μετά από παραίνεση φίλων και συγγενών (20%).
Οι περισσότεροι επιλέγουν ως κατάλυμα το ξενοδοχείο και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια (70%)
Η συντριπτική πλειονότητα των επισκεπτών (γύρω στο 80%) δηλώνει ότι θα προτείνει την Κρήτη ως προορισμό αναψυχής σε γνωστούς, φίλους ή συγγενείς. Το στοιχείο αυτό τεκμηριώνει την εξαιρετικά θετική post-trip behavior, η οποία και σχετίζεται με τις επαναλαμβανόμενες επισκέψεις ξένων ταξιδιωτών στο νησί.
Η δαπάνη των επισκεπτών για εμπορικές αγορές κινείται γύρω στο 9% της συνολικής τους δαπάνης.
Από τις εμπορικές αγορές τα παραδοσιακά τρόφιμα έρχονται πρώτα στις προτιμήσεις των καταναλωτών καθώς περίπου 8 στους 10 επισκέπτες δήλωσαν πως είτε αγόρασαν, είτε πρόκειται να αγοράσουν κάποιο σχετικό προϊόν που σχετίζεται με το τρόφιμο παραδοσιακής προέλευσης.
Επίσης υψηλή θέση καταγράφουν τα αναμνηστικά είδη (souvenirs) με 73% με τα κεραμικά και τα υφαντά να αποτελούν τις λιγότερο ελκυστικές κατηγορίες προϊόντων (23% και 13% αντίστοιχα).
Περίπου το 30% δηλώνει ότι έχει αποφασίσει ένα συγκεκριμένο προϋπολογισμό που θα διαθέσει για αγορές.
Οι υψηλότερες επιδόσεις ικανοποίησης καταγράφονται σε σχέση με το ωράριο λειτουργίας και τις τιμές των προϊόντων ενώ οι χαμηλότερες στην ικανοποίηση από τη διάθεση μοναδικών/ ιδιαίτερων προϊόντων, το οποίο και τεκμηριώνει την απουσία ενός συνολικού τουριστικού branding.
Με βάση τις παραπάνω διατυπώσεις φαίνεται ότι τα παραδοσιακά τρόφιμα μπορούν να αποτελέσουν το κλειδί για τη σύνδεση του τουρισμού με το εμπόριο. Η τουριστική ανάπτυξη θα πρέπει να συνδεθεί με τον αγροδιατροφικό τομέα παραγωγής και τη μεταποίηση, ώστε να προσφερθεί ένα προϊόν με ταυτοτικά χαρακτηριστικά (place name product). Αναμφίβολα επομένως, στο πλαίσιο αυτό, τα Ανοικτά Κέντρα Εμπορίου (ΑΚΕ- Open Malls) μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο αποτελώντας πόλο έλξης επισκεπτών που αναζητούν ιδιαίτερες καταναλωτικές εμπειρίες που σχετίζονται με την τοπικότητα των προϊόντων.
Σήμερα, η φυσιογνωμία του λιανικού εμπορίου αλλάζει ραγδαία. Οι τοπικές μας αγορές ως ενιαία οντότητα, με διακριτή φυσιογνωμία – προσωπικότητα πρέπει να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στη σύνδεση του λιανοπωλητή με τον καταναλωτή και ειδικότερα με τον επισκέπτη – τουρίστα, για παράδειγμα μέσα από συνδυασμούς πολιτιστικών διαδρομών και επίσκεψης αξιοθέατων με ταυτόχρονη παροχή σύγχρονων υπηρεσιών μέσα από τη δημιουργία δημόσιων υποδομών – αναπλάσεων κ.α. όχι μόνο μέσα από το φυσικό κατάστημα, αλλά και ψηφιακά (παροχή έξυπνης ψηφιακής πληροφόρησης – συστήματα G.I.S.). Η πρόταση της ΕΣΕΕ για τη δημιουργία Open Malls, που μετουσιώθηκε στη δράση του ΕΠΑνΕΚ «Ανοικτά Κέντρα Εμπορίου», για περιοχές που διαθέτουν σημαντικούς πολιτιστικούς πόρους και τουριστική δυναμική, πρόκειται σύντομα να αρχίσει να υλοποιείται στην πόλη του Ρεθύμνου καθώς επίσης στο Πέραμα, αλλά και σε πέντε ακόμη οικιστικά σύνολα της Κρήτης. Είναι θεωρώ ένα σημαντικό βήμα στον ποιοτικό εκσυγχρονισμό του ρεθυμνιώτικου εμπορίου, κάτι που προήλθε από την πεποίθηση μας ότι στις συνεχείς προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε θα πρέπει να ανταποκριθούμε με επιτυχία, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά.
Όμως επιπρόσθετα, οι επιχειρηματίες της Κρήτης θα πρέπει εν τέλει να συνειδητοποιήσουμε ότι, ένας σημαντικός όρος επιβίωσης μας είναι η εστίαση στην εκπαίδευση, στην ενημέρωση μας, και στις εμπειρίες που μπορούμε να προσφέρουμε στους πελάτες μας, και όχι απλώς στα αποθέματα των προϊόντων μας.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω δεν είναι παρά η βάση για να αρχίσουμε να χτίζουμε μια διαφορετική, δική μας, τοπική αγορά. Κλείνω επαναλαμβάνοντας ότι, στις συνεχείς προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε θα πρέπει να απαντήσουμε (να συν – στρατευτούμε), μέσα από την ατομική και συλλογική οργάνωση μας.
* Ο Μανώλης Ψαρουδάκης είναι αντιπρόεδρος της ΕΣΕΕ – Επιμελητηρίου Ρεθύμνης