Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑΣ
Πανέμορφο πάντα το Ενετικό λιμανάκι μας. Πόσα και πόσα γεγονότα δεν έχει να απαριθμήσει ο χρόνος. Αξίζει να γυρίσουμε πίσω το χρόνο φυλλομετρώντας σχετικά δημοσιεύματα και μνήμες λογίων του τόπου μας. Και να γνωρίσουμε τη γραφική αυτή γωνιά του τόπου μας καλύτερα από τη δημιουργία του.
Πρώτος οδηγός μας στο χθες ο εξαίρετος Δημήτρης Αετουδάκης που γράφει για το λιμανάκι μας με την γλαφυρή του πέννα:
«Οι Βενετσιάνοι είδαν τον τόπο καλό, ήσυχο, ήρεμο και τους ανθρώπους τίμιους και προκομμένους και είπαν να στήσουν λιμάνι κάτω από το βράχο μιας και τους βόλευε το Ρέθεμνος έτσι που βρίσκεται ανάμεσα Χανιά – Ηράκλειο και εξυπηρετούσε τους εμπορικούς και στρατηγικούς σκοπούς τους.
Το εμπόριο που άρχισε να συναμώνει στη Μεσόγειο τους έκανε να ριζώσουν κάτω από το παλαιόκαστρο και να δέσουν ένα μικρό καλόβολο λιμανάκι στο σχηματισμένο όρμο στ’ ανατολικά, χωρίς μεγάλες δυσκολίες.
Έκτισαν λιμενοβραχίονα σε σχήμα μισοφέγγαρου από μεγάλες καλοπελεκημένες πέτρες του τόπου και στον πόρο του, έστησαν έναν κομψό ψηλόλιγνο φάρο που ανεβαίνει κανείς από εσωτερική πελεκόκτιστη σκάλα στο στενό στρογγυλό μπαλκόνι. Μέσα σε ειδική κουκούλα βρισκόταν το φανάρι, που η φλόγα του έστελνε το φως στα βαθειά στα σκοτεινά περάσματα της θάλασσας και βοηθούσε τα καράβια στη ρότα τους.
Το λιμανάκι που ‘χε κτιστεί με πολύ μεράκι, φαντασία και τεχνική επιμέλεια είχε κι ένα υπόγειο άνοιγμα στα ριζά του μόλου για να σχηματίζεται υπόγειο ρεύμα και να καθαρίζει η λεκάνη του από την άμμο του που άφθονη περνούσε από τον πόρο.
Έτσι ήταν πάντα ανοιχτό για τα καράβια της εποχής και δεν κινδύνευε να γεμίσει όπως έγινε αργότερα, σαν κλείστηκε τούτο το άνοιγμα. Λένε μάλιστα πως οι Τούρκοι το έκλεισαν γιατί κάποια χρονιά χάθηκε από αυτό η γυναίκα του Πασά από πέσιμο ή από μπάνιο κανείς δεν ξέρει τις λεπτομέρειες.
Το λιμάνι έτσι μικρό και καλόδεχτο αποτελούσε μια σπουδαία σανίδα σωτηρίας μέσα στην αγριεμένη χειμωνιάτικη βορεινή θάλασσα.
Γι’ αυτό δεχόταν κατά καιρούς κομψά και περίφημα καράβια, ταπεινά, φτωχά και πλούσια που κουβάλαγαν τα πλούτη του κόσμου και έπαιρναν τα προϊόντα του τόπου.
Ακόμα το λιμανάκια αποτελούσε την πόρτα της φυγής. Από αυτό καβάλαγαν το κύμα τα Ρεθεμνιωτόπουλα κι έφθαναν φορτωμένα με όνειρα και ελπίδες στα μεγάλα στα μεγάλα κέντρα του πολιτισμού και μάθαιναν και σπούδαζαν και πρόκοβαν και γύριζαν στην πατρίδα γεμάτα σοφία και γνώση …».
Αφήσαμε επίτηδες το κείμενο ως έχει για να απολαύσουν και οι νεότεροι αυτή την τόσο γλαφυρή περιγραφή που χαρακτηρίζει το λογοτεχνικό ύφος του σπουδαίου αυτού πνευματικού παράγοντα του τόπου μας …
Στην ιστορία του λιμανιού να προσθέσουμε ότι μέχρι το 1210 μ.Χ. που η Κρήτη καταλαμβάνεται ξανά από τους Βενετούς, το Λιμάνι ανήκε σε ένα ήρεμο μικρό ψαράδικο οικισμό.
Η θέση του όμως έπεισε τους κατακτητές να κάνουν τις αναγκαίες παρεμβάσεις, έτσι ώστε να ανοίξουν οι εμπορικοί δρόμοι στην Ευρώπη, από την Μέση Ανατολή έως τα Πορτογαλικά εμπορεία των Ινδιών. Από την Γερμανία ή Αγγλία έως την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη.
Από το Ρέθυμνο εξάγονταν λάδι, κερί, εσπεριδοειδή, κίτρα, χαρούπια, καπνός, αρωματικά φύλλα, βελανίδι κ.λπ. Διακινούνταν ακόμα και τα κρασιά της Μονεμβασιάς. Διεξαγόταν βέβαια και δουλεμπόριο.
Οι μεγάλοι σεισμοί που προξένησαν καταστροφές στην πόλη δεν άφησαν ανεπηρέαστο και το λιμανάκι μας.
Στα 1618 γίνεται μια ριζική ανακατασκευή του λιμανιού στον ανατολικό μόλο και προσπάθεια να κατασκευαστεί το νότιο κρηπίδωμα. Στα 1630 κατασκευάζεται ο αντιβραχίωνας στη μέση του λιμανιού και μια μικρή εκκλησία στην βόρεια πλευρά του.
Ο Φάρος
Από τα ξεχωριστά σημεία που χαρακτηρίζουν την πόλη μας και ο Φάρος του Λιμανιού. Είχα παρακολουθήσει μια διάλεξη του εκλεκτού ερευνητή δικηγόρου κ. Χαρίδημου Παπαδάκη με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου του σχετικού με το θέμα και είχα εντυπωσιαστεί, καθώς έμαθα τόσα πολλά για το σπουδαίο αυτό μνημείο της πόλης.
Απ’ όσα ξέρουμε γύρω από το Φάρο, αποτελεί το δεύτερο σε μέγεθος εναπομείναντα Αιγυπτιακό Φάρο της Κρήτης, μετά από το φάρο των Χανίων.
Πολλούς βέβαια ταλαιπώρησε, σχετικά με την καταγωγή του… Άλλοι τον ήθελαν τουρκικό, άλλοι βενετσιάνικο… Μα πρόσφατες έρευνες, έδειξαν πως η καταγωγή του είναι αιγυπτιακή και χτίστηκε το 1838, επί Αιγυπτιοκρατίας του Μεχμέτ Αλή. Ήταν η περίοδος 1830-1840, που η Κρήτη είχε παραχωρηθεί στους Αιγυπτίους, ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους στο Σουλτάνο στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η κατασκευή του Ρεθυμνιώτικου Φάρου εντάχθηκε στο πρόγραμμα των λιμενικών έργων που έγιναν στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής κατοχής για την ανασυγκρότηση του νησιού. Πιθανόν, να υπήρχε παλαιότερος ενετικός φάρος στο σημείο που κατασκευάστηκε ο νέος, όπως και στο λιμάνι των Χανίων. Το 1864, ο φάρος πέρασε στη Γαλλική Εταιρεία Φάρων, ενώ σήμερα δε λειτουργεί. Το ύψος του πύργου είναι 9 μέτρα.
Από το σχετικό βιβλίο του κ. Χαρίδημου Παπαδάκη μπορείτε να πληροφορηθείτε πολλά περισσότερα για το Φάρο του Ρεθύμνου. Και σας το συνιστούμε γιατί θα βρείτε αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία.
Σύμφωνα με τον αείμνηστο Θεμιστοκλή Βαλαρή, το φρούριο του λιμανιού που κάλυπτε ολόκληρη την βόρεια πλευρά του οι παλιοί Ρεθεμνιώτες το έλεγαν «Κήπο», γιατί όπως το είχαν γεμίσει με ρείκια κι είχαν δημιουργήσει ένα αναβρυτήριο καλυπτόμενο από πλακάκια θύμιζε περισσότερο κήπο.
Στο βάθος του «κήπου» υπήρχε μικρό σπιτάκι για αναψυκτήριο που έπαιζε πότε-πότε η Ρωσική μπάντα μουσική.
Αμέσως μετά τον «κήπο» άρχιζε ο βραχίοντας του λιμανιού που κάλυπτε με το φάρο το ανατολικό τμήμα. Στην αρχή αυτού του βραχίονα ήταν κτισμένο ένα μικροσκοπικό σπιτάκι που διανυκτέρευε ο φαροφύλακας.
Ο φάρος είχε δυο λάμπες που κάθε μια είχε από δυο φυτίλια. Όταν έδυε ο ήλιος τον άναβε ο φαροφύλακας και φρόντιζε να διατηρείται ο αμυδρός φωτισμός του μέχρι την ανατολή.
Χρέη φαροφύλακα εκτελούσε κάποιος καπετάν Τζουριός
Ήταν ένας γιγαντόσωμος άνδρας πανύψηλος που κέρδισε τη θέση του από ανδραγαθία. Αυτός επί Τουρκικής κατοχής κουβαλούσε πολεμοφόδια στους αντάρτες στην νότια πλευρά της Κρήτης. Δυο φορές τον εντόπισαν και τον βούλιαξαν οι Τούρκοι, αλλά αυτός κατάφερε να σωθεί κολυμπώντας.
Όταν συνταξιοδοτήθηκε ο καπετάν Τζουριός τον διαδέχτηκε κάποιος Καυκαλάς που κι αυτός είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα.
Το αναψυκτήριο πάνω από τον κήπο το είχε νοικιάσει ο Εμμανουήλ Χαμαράκης ο περίφημος «Κόκκινος». Πρόκειται για τον Μυνχάουζεν του Ρεθύμνου για τον οποίο έχουμε κάνει αρκετά αφιερώματα.
Ο μεγάλος αυτός παραμυθάς κρατούσε το μαγαζί του ανοικτό όλη τη νύχτα, όπου και κατέφευγαν πολλοί νέοι τις ατέλειωτες νύκτες του χειμώνα.
Με τις τερατολογίες του κατάφερνε να προσφέρει ανεπανάληπτες νύχτες γέλιου στους νεαρούς θαμώνες του, που δεν έπαυαν να τον προκαλούν για ακόμα πιο τρομερές μυθοπλασίες …
Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής μας πληροφορεί ακόμα πως τα καλοκαίρια το λιμανάκι αποκτούσε μια ειδυλλιακή γαλήνη. Τα καΐκια που το κατέκλυζαν χειμωνιάτικα επιδίωκαν να πετύχουν ναύλο. Και μόλις τέλειωνε η φόρτωση των εμπορευμάτων ξεκινούσαν αξιοποιώντας και την ασθενέστερη πνοή του ανέμου. Βέβαια δεν περίμεναν ότι ο καιρός θα ήταν πάντα ευνοϊκός. Συνήθως έμεναν ακίνητα στο πέλαγος τον περισσότερο καιρό, αλλά όσο γρηγορότερα έφθαναν στον προορισμό τους, ήταν το καλύτερο για να εισπράξουν το ναύλο και να ξεχειμωνιάσουν.
Αυτές τις καλοκαιρινές ώρες εκμεταλλεύονταν οι ερασιτέχνες ψαράδες και κατέβαιναν κάθε απόγευμα στο μόλο με τα μικρά τους σκαμνάκια και τα άλλα απαραίτητα είδη για να ψαρέψουν.
Στο λιμάνι που μας περιγράφει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής αρχές του περασμένου αιώνα, λειτουργούσαν βαρελάδικα στο λιμάνι με πολλές παραγγελίες, αφού προορίζονταν για την αποθήκευση κίτρου που έκανε το Ρέθυμνο τον πρώτο κιτροπαραγωγό νομό της Κρήτης. Το κίτρο εκείνα τα χρόνια, ήταν από τις πιο σημαντικές πηγές εσόδων για πολλές οικογένειες εκτός από το λάδι.
Το καλοκαίρι έδιναν ζωή στο λιμάνι οι Ιταλικές τράτες που έβγαιναν για ψάρεμα με συρτή. Κι όταν το πλήρωμά τους ερχόταν στο κέφι γέμιζε το λιμανάκι υπέροχες μελωδίες από τους καλλίφωνους Ιταλούς ψαράδες.
Στις τράτες επέβαιναν και μικρά παιδιά που έβγαιναν στην κορυφή του μοναδικού πανιού και το μάζευαν χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια. Το έδεναν με σχοινί κι έτσι μαζεύοντας το πανί και δένοντάς τον κατέβαιναν σιγά-σιγά κάτω.
Μια φορά όμως το μικρότερο παιδάκι φαίνεται πως ζαλίστηκε και πέφτοντας στο κατάστρωμα έχασε τη ζωή του. Όλο το λιμάνι αναστατώθηκε. Στα δάκρυα των Ιταλών για το τραγικό συμβάν ενώσανε Ρεθεμνιώτες και Τούρκοι τα δικά τους. Πένθησε όλο το λιμάνι το άτυχο παιδάκι.
Ο Μουσταφάς του λιμανιού
Από τις μορφές του λιμανιού που περιγράφει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής ξεχωρίζει ο Μουσταφάς. Ήταν ένας φουκαράς Τούρκος που φοβόταν να πατήσει σε βάρκα.
Οι πάντες τον έκαναν χάζι όταν τον έβλεπαν. Σίμωναν κοντά του μια βάρκα και προσπαθούσαν να τον πείσουν να πατήσει το πόδι του. Εκείνος ο καημένος τραβιόταν πίσω, αλλά κάποια στιγμή αποφάσιζε να υποκύψει. Τότε όμως ούρλιαζαν οι πάντες «Στο γιαλό ο Μουσταφάς» Επικρατούσε πανδαιμόνιο. Αυτή η κίνηση μια να απλώνει το πόδι του και μια να το μαζεύει επαναλαμβανόταν καμιά δεκαριά φορές, μέχρι που ο Μουσταφάς το έβαζε στα πόδια για να γλιτώσει.
Στο λιμανάκι επίσης πάνω από το καφενείο του Κόκκινου λειτουργούσε και λέσχη που τραβούσε, όπως το φως τις πεταλούδες, όλους τους τζογαδόρους της εποχής που το ξενυχτούσαν.
Δεν ξέρουμε αν έφταιγε η Λέσχη ή η φρασεολογία των βαρκάρηδων (δεν βγήκε τυχαία η παροιμία «αυτός βρίζει σαν βαρκάρης») πάντως το λιμανάκι εκείνους τους καιρούς ήταν εντελώς ακατάλληλο για τους «καθως πρέπει» Ρεθεμνιώτες.
Η παρουσία όσων δεν είχαν σχέση με ταξίδι είτε για εμπορικές συναλλαγές δημιουργούσε κακό προηγούμενο για το θαμώνα του λιμανιού που αμέσως του «έβγαινε το όνομα». Κι αν ήταν για τους άνδρες απαγορευμένη για την υπόληψή τους περιοχή μπορούμε να σκεφτούμε τι θα ήταν για τις γυναίκες που ούτε να το διανοηθούν μπορούσαν πως θα κατέβαιναν στο λιμάνι.
Εξαίρεση γινόταν μόνο στην εορτή των Θεοφανείων για την οποία λεπτομέρειες θα αναφέρουμε στο αυριανό μας αφιέρωμα.
Οι βιοπαλαιστές της ζωής
Από τους πιο ταλαιπωρημένους εργαζόμενους αρχές του περασμένου αιώνα ήταν οι λιμενεργάτες.
Δεν ερχόταν πάντα καράβι για να βγάλουν μεροκάματο με το ξεφόρτωμα. Κι όταν ερχόταν οι πιο επιτήδειοι εξασφάλιζαν το μεροδούλι τους.
Σε εποχή κακοκαιρίας ζούσαν μια κόλαση όταν έπρεπε να ξεφορτώσουν Έβαζαν σε κίνδυνο μέχρι και τη ζωή τους.
Τα χειρότερα όμως ερχόταν με το πέρασμα του χρόνου, όταν οι λιμενεργάτες υποδέχονταν τα γεράματα με φρικτούς πόνους από τα αρθριτικά και άλλες ασθένειες που είχαν αποκτήσει από τις σκληρές συνθήκες δουλειάς.
Το πιο τραγικό ήταν η έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης που τους καταδίκαζε σε επαιτεία.
Γύριζαν οι ταλαίπωροι κάθε Σάββατο με τους άλλους ζητιάνους από πόρτα σε πόρτα για να μαζέψουν ξεροκόμματα ή ότι άλλο τους φίλευαν οι φιλεύσπλαχνοι Ρεθεμνιώτες. Και πέθαιναν κυριολεκτικά στην «ψάθα» αφού δεν είχαν κανένα έσοδο πια και ήταν ανίκανοι να εργαστούν.
Εδώ στο λιμάνι έχουμε και την πρώτη γενναία συνδικαλιστική παρέμβαση από δυο λεβέντες της εποχής. Ας δανειστούμε το σχετικό απόσπασμα από το «Πολιτιστικό Ρέθυμνο». Είχαμε σταχυολογήσει το γεγονός από τον τοπικό τύπο της Πρωτοχρονιάς του 1920.
«Χρονιάρες μέρες κι όμως δεν μπήκε ψωμί στο σπίτι των χριστιανών λιμενεργατών. Δεν πρόλαβαν να πάρουν τη χαρά που ήρθε πλοίο στο λιμάνι με 1.700 σακιά αλεύρι του δημοσίου και ήρθαν οι Τούρκοι συνάδελφοί τους να τους πάρουν τη μπουκιά από το στόμα.
Αυτό δεν το σήκωσαν δυο από αυτούς ο Ιωάννης Παπαδόσηφος και ο Δημήτριος Πετρακάκης και κατήγγειλαν με επιστολή τους στον τύπο τον Χουσεΐν, καπετάνιο του λιμανιού που υποστήριζε τις ενέργειες αυτές προς όφελος των ομοθρήσκων του.
Η καταγγελία αυτή δεν ήταν κάτι τόσο απλό για την εποχή που αναφερόμαστε. Ο κόσμος του λιμανιού είχε τους δικούς του νόμους γι’ αυτό ίσως και οι επιφανείς του τόπου απέφευγαν να περνούν από εκεί για να προστατεύσουν την υπόληψή τους. Φαίνεται όμως πως το έλεγε η ψυχή των δυο επιστολογράφων που πίστευαν πως αν έκαναν αυτή τη δημόσια καταγγελία ίσως να ευαισθητοποιούσαν τους αρμόδιους να πάρουν θέση.»
Το γραφικό μας λιμανάκι έζησε πολλές ακόμα ιστορικές στιγμές
Εκεί φάνηκε η πρώτη αχτίδα λευτεριάς με την άφιξη των Ρώσων που έδωσαν άλλη πνοή στην πόλη.
Στον ίδιο χώρο με τον αποχαιρετισμό χρόνια αργότερα έδειξαν οι Ρεθεμνιώτες πόσο ευγνώμονες ήταν με τους Ρώσους που τους έδωσαν ευκαιρίες να αλλάξουν τη ζωή τους και να αποκτήσουν εμπειρίες πολιτιστικές κυρίως που διαφορετικά δεν θα γνώριζαν.
Και μόνο ότι περίμεναν με τη Φιλαρμονική ώρες μέσα στο κρύο να έρθει το καράβι που θα έπαιρνε τους Ρώσους και τελικά δεν άντεξαν να το περιμένουν περισσότερο, όταν προχώρησε η νύχτα καταλαβαίνουμε πως ένοιωθαν οι Ρεθεμνιώτες της εποχής για την ειρηνευτική δύναμη που έζησε κοντά τους αρκετά χρόνια.
Το λιμάνι μας αποκτούσε άλλη όψη στα Θεοφάνεια, όπως δείχνουν άλλωστε και οι σπάνιες καρτ ποστάλ της εποχής.
Στη μεγάλη αυτή εορτή της Χριστιανοσύνης στο λιμανάκι μας θα κάνουμε αναφορά στο αυριανό μας φύλλο που θα ολοκληρώσουμε και το αφιέρωμά μας στο λιμάνι παραθέτοντας και τη βιβλιογραφία που μας βοήθησε να το αναπτύξουμε καλύτερα.
Σημ.Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Γιάννη Σπανδάγου ΡΕΘΥΜΝΟ -ΛΙΜΑΝΙ ΚΑΙ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ. Εκεί αναφέρεται το αρχείο από όπου προέρχεται κάθε φωτογραφία