Ενθαρρυντικά και καθησυχαστικά για τη χώρα μας είναι τα στοιχεία, τόσο σε ότι αφορά τους εμβολιασμούς όσο και τα επιδημιολογικά νοσήματα, όπως τόνισε ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός μαζί με αρμόδιους επιστημονικούς φορείς, στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της βουλής, σχετικά με την εμβολιαστική πολιτική στη χώρα.
Ο υπουργός Υγείας κ. Ξανθός, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν χαρακτηρίζεται από έντονη έξαρση επιδημιολογικών νοσημάτων, επομένως θεωρεί ότι ο εμβολιασμός δεν είναι υποχρεωτικός. Η υποχρεωτικότητα είναι κάτι που έγκειται στη συναίνεση και των δύο γονιών, τον εκπαιδευτικών αλλά και όσων έχουν ρόλο ευθύνης για τη δημόσια υγεία. Απαραίτητη σε κάθε περίπτωση είναι η σωστή ενημέρωση και η αποφυγή αντιπαραθέσεων όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
«Δεν υπάρχει αλλαγή στην εμβολιαστική πολιτική της χώρας. Αντίθετα φέτος υπήρξε αυστηροποίηση, ώστε τα παιδιά στους βρεφονηπιακούς και νηπιακούς σταθμούς να είναι εμβολιασμένα ειδικά λόγω της επιδημιολογικής έξαρσης της ιλαράς. Δεν υπάρχει δίλημμα ναι ή όχι στα εμβόλια. Η συζήτηση αυτή έχει λήξει. Χρειαζόμαστε καμπάνιες ενημέρωσης μέσα από κοινωνικά μηνύματα για ενδυνάμωση της κουλτούρας του εμβολιασμού». «Ούτε διαγωνισμοί ευαισθησίας για θέματα δημόσια υγείας, ούτε μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις χρειάζονται. Έχουμε πολλά περιθώρια και πεδία να αντιπαρατεθούμε», τόνισε ο υπουργός Υγείας.
Με την άποψη του κ. Ξανθού συντάχθηκαν και αρκετοί φορείς, συμφωνώντας ότι η συνεχής ενημέρωση και η εκπαίδευση των πολιτών και κυρίως των γονιών, που θα βασίζεται σε τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, είναι η απάντηση σε όσους είναι δύσπιστοι ή καχύποπτοι ή προσπαθούν να καλλιεργήσουν αντιεμβολιαστικά κινήματα.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η εμβολιαστική κάλυψη στο πληθυσμό έχει αυξηθεί σημαντικά, με το εμβόλιο της γρίπης να αυξάνεται τα δύο τελευταία χρόνια κατά 73% και η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στα εμβόλια να φθάνει στο 92%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι πολύ πιο κάτω.
Ο κ. Ξανθός μίλησε για την ανευθυνότητα ορισμένων επαγγελματιών στον χώρο της υγείας, οι οποίοι αποφεύγουν τον συστηματικό εμβολιασμό και τόνισε πως πρέπει να ελέγχονται καλύτερα οι τελευταίοι καθώς συναναστρέφονται με ευαίσθητα τμήματα του πληθυσμού.
Ανέφερε επίσης ότι: «Δεν κινούμαστε αντιεπιστημονικά και αυθαίρετα. Ποτέ η πολιτική ηγεσία δεν είπε στους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς μην προτείνουν κάτι, επειδή είναι ακριβό. Αν υπάρχουν για παράδειγμα επιδημιολογικά δεδομένα για μηνιγγιτιδόκοκκο, όσο ακριβό και αν είναι, η πολιτεία θα κάνει το εμβόλιο. Η πολιτική μας είναι καθολική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στα φάρμακα, ανεξαρτήτως κόστους».
Τέλος, χαρακτήρισε σημαντικό ότι υπερδιπλασιάστηκαν οι εμβολιασμοί με ποσοστά που ξεπερνούν το 50%, αν και όπως είπε στα νοσοκομεία δεν είναι μεγάλο το ποσοστό.
«Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση και όχι υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών»
Στην ενημέρωση παρευρέθηκαν πολλοί ειδικοί επιστήμονες οι οποίοι κλήθηκαν να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματα και να προσεγγίσουν από τη δική τους σκοπιά το ζήτημα του εμβολιασμού στην Ελλάδα.
Ο Θεόφιλος Ρόζεμπεργκ, πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ, τόνισε την ανάγκη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, ενώ επεσήμανε ότι και έγκαιρα προμηθεύεται το υπουργείο Υγείας τα εμβόλια και με απόλυτο επιστημονικό και ασφαλή τρόπο επιτηρείται η φύλαξη τους.
Από την πλευρά της η Μαρία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, έδωσε έμφαση στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση καθώς και στην ανάγκη ενός καινούριου νομοθετικού πλαισίου, που θα αποσυνδέει την εκπαίδευση από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.
Ο Τάκης Βιδάλης, επιστημονικός σύμβουλος της εθνικής επιτροπής βιοηθικής, τόνισε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας στο θέμα των εμβολιασμών και μάλιστα για τα παιδιά και τάχθηκε κατά της υποχρεωτικής σύνδεσης τους με την εκπαίδευση. «Οι εμβολιασμοί δεν μπορεί να συνδέονται με όποιο είδος καταναγκασμού. Κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει μέτρα για την υγεία του παιδιού του. Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι ο δύσκολος δρόμος της κατάλληλης και επίμονης ενημέρωσης του κοινωνικού συνόλου» σημείωσε. Όπως είπε ο κ. Βιδάλης, οι απόψεις περί υποχρεωτικότητας των εμβολίων είναι μειοψηφικές και επηρεάζονται όχι από τα πραγματικά επιστημονικά δεδομένα, αλλά από τη μόδα που υπάρχει του αντιεμβολιαστικού κινήματος.
Ακόμη συμπλήρωσε: «Δεν μπορούμε να επιβάλουμε γενικούς περιορισμούς με το σκεπτικό μην τυχόν και έχουμε έξαρση στη χώρα. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνδεθεί η εκπαίδευση με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Δεν μπορώ να καταλάβω τέτοιες απόψεις. Υπάρχουν λύσεις που είναι δύσκολες. Επίμονα μπορεί να σταθούμε στην ενημέρωση της κοινωνίας και η πολιτεία να σχεδιάσει πάνω σε αυτό. Ας μείνει απέξω από τους σχεδιασμούς η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών».
Στη σωστή ενημέρωση και στην ανάπτυξη της μεθοδολογίας που θα απαντά στις σύγχρονες θεωρίες, έδωσε έμφαση η Ιωάννα Αντωνιάδου, διευθύντρια της διεύθυνσης Κοινωνικής και Αναπτυξιακής Παιδιατρικής, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.
Ο Τάκης Παναγιωτόπουλος, καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, τόνισε ότι η καθιέρωση του υποχρεωτικού εμβολιασμού στα σχολεία, μπορεί να οδηγήσει σε πόλωση της κοινωνίας.
«Σε πολλές περιπτώσεις έχει φέρει αντίθετα αποτελέσματα το μέτρο αυτό. Έχει φουντώσει το κίνημα του αντιεμβολιασμού σε χώρες με μικρή εμπιστοσύνη. Το θέμα είναι σύνθετο και δεν είναι σώφρον να συζητάμε με συνθήματα και με εύκολη συνθηματολογία να το λύσουμε. Δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός για να εγγραφεί ένα παιδί στο σχολείο. Πρέπει να κινηθούμε στην κατεύθυνση της αποδέσμευσης του υποχρεωτικού εμβολιασμού στα σχολεία, που θα συνδυαστεί με συνεχή ενημέρωση και με νομοθετική ρητή πρόβλεψη ότι, ο υπουργός Υγείας θα εξουσιοδοτηθεί και θα έχει το δικαίωμα να ορίσει υποχρεωτικότητα για συγκεκριμένο βραχύ διάστημα, εφόσον τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι αυτό χρειάζεται για ένα συγκεκριμένο εμβόλιο» υποστήριξε.
Η εκπρόσωπος της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρίας, Αθανασία Λουρίδα, επεσήμανε ότι στην Ελλάδα το ποσοστό κάλυψης των εμβολιασμών είναι πολύ υψηλό, σημειώνοντας ότι στην πρόσφατη επιδημία της ιλαράς ελάχιστοι νόσησαν. Τόνισε επίσης την ανάγκη συνεχούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης των γονιών.
Η Θεοφανία Μαντή, εκπρόσωπος του Πανελλήνιου Συλλόγου Επισκεπτών Υγείας επεσήμανε ότι έχουν ενταθεί σε όλες τις δομές οι έλεγχοι ενώ σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, πέρσι υπήρξε κατακόρυφη αύξηση των παιδιών που έκαναν και τη δεύτερη δόση του εμβολίου για την ιλαρά, την ερυθρά και την παρωτίτιδα.
Η Ελένη Καταραχιά, μέλος του Πανελλήνιου Συλλόγου Επισκεπτών Υγείας, σημείωσε ότι η ηλεκτρονική συνταγογράφηση θα είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την ακριβή καταμέτρηση όσων εμβολιάζονται, γιατί μέχρι τώρα όσοι κάνουν εμβόλια στα φαρμακεία δεν καταγράφονται.
«Έχει πολύ μεγάλη σημασία το θέμα της ενημέρωσης» σημείωσε από την πλευρά της η Παναγιώτα Λάγιου, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών.
Ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Υγείας Ιωάννης Μπασκόσος, υπογράμμισε ότι είναι αντικοινωνική στάση, η άρνηση του εμβολιασμού ενώ επεσήμανε ότι «το βασικό είναι να είμαστε αποτελεσματικοί χωρίς δογματισμούς».
Ακόμα, υπογράμμισε ότι δεν είναι τυχαίο ότι στον πληθυσμό των προσφύγων και μεταναστών δεν υπήρξε επιδημία ιλαράς και πρόσθεσε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα της εμβολιαστικής κάλυψης που είναι πλήρης και αποδεικνύει περίτρανα την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού.
Η εμβολιαστική κάλυψη έχει αυξηθεί σημαντικά, ανέφερε, ενώ χαρακτήρισε μεγάλη ανευθυνότητα οι επισκέπτες υγείας να μην εμβολιάζονται.
Το 2017 και το 2018 όπως είπε, υπήρξε αύξηση 73% των εμβολιασμών της γρίπης, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και συμπλήρωσε ότι είναι πολύ σημαντικό ότι το 92% των Ελλήνων πολιτών έχουν εμπιστοσύνη στον εμβολιασμό όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι περίπου στο 70%.
Τέλος, για το θέμα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στα σχολεία, ο κ. Μπασκόσος τόνισε ότι αυτό που χρειάζεται είναι η πειθώ.