Τη δεκαετία του 1950, αλλά και τα έτη 1947, 1948 και 1949, ένα ηθικοπλαστικό παιδικό περιοδικό, που το λέγανε «Η ζωή του παιδιού», στελνότανε στα Γυμνάσια και μοιραζόταν σε όσους μαθητές είχανε μια δραχμή για να το πληρώσουνε. Το περιοδικό αυτό, με λίγα φύλλα, σε στυλ μικρής εφημερίδας, περιείχε θέματα του Κατηχητικού, σπαζοκεφαλιές, ανέκδοτα, χριστιανικά διηγήματα, αλλά και κρατική προπαγάνδα.
Η κρατική προπαγάνδα, εκφραζότανε με ένα διήγημα σε συνέχειες που το λέγανε, «Ο Παρασκευάς στους συμμορίτες» και αναφερότανε σε κάποιο δωσίλογο που προσχώρησε στους αντάρτες την εποχή του Εμφυλίου.
Χωριάτης, με την κακή έννοια του χωριάτη και όχι του χωρικού, βρέθηκα μαθητής Γυμνασίου εκείνη την εποχή. Λίγο προπέτης, λίγο φιλομαθής και πολύ εγωιστής, ώστε να ξεχωρίζω από τους άλλους, κατάφερα να έχω κερδίσει την εκτίμηση του φιλολόγου μου και να μου αναθέσει το ρόλο του επιμελητή της τάξης και το απουσιολόγιο.
Αθόρυβος, γλυκός, ευγενικός και καλοσυνάτος, με ξεπερνούσε στα μαθήματα ο Παράσχος ο Παρασκευάς, ένα πολύ φτωχό παιδί, που δούλευε λουστράκος τα απογεύματα για να βγάζει το ψωμί του.
Μια μέρα που φέρθηκα «άγαρμπα» και «άξεστα» στο φιλόλογό μου, αυτός μου πήρε το απουσιολόγιο και το «επιμελητιλίκι» και τα έδωσε στον Παρασκευά.
Η χωριάτικη νοοτροπία μου και τα ακαλλιέργητα τότε συναισθήματά μου, μαζί με τον πληγωμένο εγωισμό μου, θεωρήσανε υπεύθυνο το συμμαθητή μου και αποφάσισα να τον εκδικηθώ. Επειδή δεν του έβρισκα τίποτα κακό για να τον πλήξω, κατέφυγα στη «Ζωή του παιδιού» και στη συνωνυμία του με το δωσίλογο Παρασκευά και του άρχισα ένα άγριο κυνηγητό που κράτησε χρόνια…
Δωσίλογε Παρασκευά, του φώναζα αντί χαιρετισμού. Δωσίλογε Παρασκευά, του φώναζα, όταν τον φοβέριζα. Δωσίλογε Παρασκευά, τον έλεγα ακόμα και στη συζήτηση και στο ποδόσφαιρο και στις εκδρομές και μέρα και νύχτα και όλες τις ώρες και όλες τις μέρες…
«Δεν είμαι δωσίλογος», μου απαντούσε πάντοτε το καλό αυτό παιδί, πιο πολύ με γλύκα παρά με κακία και όλες τις φορές από τα μάτια του τρέχανε δάκρυα. Το μεγαλείο της ψυχής του δεν καταδέχτηκε ποτέ «να με πάει στο Γυμνασιάρχη», οπότε θα με διώχνανε από το Γυμνάσιο και δεν θα τον ξαναενοχλούσα.
Ο τρόπος του, η ευγένειά του, η καλοσύνη του αλλά και ο θαυμασμός που άρχισα να νιώθω σιγά σιγά γι’ αυτόν, γιατί έβλεπα πως ήτανε ένα παιδί που έπαιρνε άριστα σε όλα, μαζί με την επίδραση της μάθησης, του πολιτισμού και του αθλητισμού στα πρωτόγονα ένστικτά μου, με κάνανε σε δυο τρία χρόνια, να μην τον ξαναενοχλήσω και να σταθώ δίπλα του με φιλία και αγάπη, γιατί και αυτός δεν μου κράτησε καμιά κακία. Ήτανε όμως πολύ αργά, γιατί σε λίγους μήνες άλλαξε Γυμνάσιο και ένα χρόνο αργότερα, ενώ κολυμπούσε, η τρυφερή καρδιά του δεν άντεξε… Έπαθε καρδιακό και πνίγηκε…
Λόγω των τύψεων που ένιωθα, τον έκλαψα πιο πολύ από όλους και τον αποχαιρέτησα με επικήδειο. Και ίσως να είχα βολευτεί με αυτό, αν τέσσερα χρόνια αργότερα, η μοίρα δεν μου έπαιζε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι…
Το 1962 που διορίστηκα στις Φυλακές, βρήκα να εργάζεται στο Αρχιφυλακείο ένας κρατούμενος που τον λέγανε Αρτέμη Παρασκευά. Τον πρώτο καιρό δεν μου έκανε καμιά εντύπωση, ούτε αυτός, ούτε το όνομά του. Λίγο αργότερα έμαθα πως ήταν δωσίλογος και πως ήτανε καταδικασμένος σε Ισόβια…
Κάποτε που εργαζόμουνα νύχτα, ξεθάρρεψε και με ρώτησε την ηλικία μου, από πού είμαι και σε ποιο Γυμνάσιο πήγαινα.. Και όταν του απάντησα, μου είπε πως είχε και αυτός ένα παιδί στην ηλικία μου που το λέγανε Παράσχο, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει το Γυμνάσιο, γιατί πνίγηκε ενώ κολυμπούσε…
Κεραυνός να με χτύπαγε θα ένιωθα καλύτερα… Τα δάκρυα του φίλου μου κάθε φορά που μου έλεγε «δεν είμαι δωσίλογος», είχανε γίνει πύρινα φίδια και μου σφίγγανε το λαιμό… Μακάρι να με είχανε πνίξει τότε, για να γλίτωνα από τους εφιάλτες που με κυνηγούσανε κάθε φορά που έβλεπα τον πατέρα του φίλου μου και μου θυμίζανε το φίλο μου, που άθελά μου τον είχα σταυρώσει χιλιάδες φορές.
Όχι καλό μου παιδί, μουρμούριζα συνεχώς, όχι ξανθό αγγελούδι… όχι σου τ’ ορκίζομαι, δεν το ‘ξερα πως ο πατέρας σου ήταν δωσίλογος… Εγώ σε έλεγα δωσίλογο, για την συνωνυμία σου με τον Παρασκευά που έγραφε «Η ζωή του παιδιού», από κακή ανατροφή και άξεστη χωριατιά μου και εσύ νόμιζες πως σε έλεγα για τον πατέρα σου και έκλαιγες…
Για να μην βλέπω τον πατέρα του, φρόντισα να πάει να εργάζεται στο φούρνο, αλλά και πάλι άκουγα το όνομά του από τα μεγάφωνα κάθε φορά που τον καλούσανε και με πνίγανε τα φίδια…
Από τη δύσκολη θέση που είχα περιέλθει, με έβγαλε προσωρινά ο Υπουργός της Δικαιοσύνης, ο Πολυχρόνης Πολυχρονίδης, που το 1964 υπόγραψε την αποφυλάκιση των λεγομένων «πολιτικών κρατουμένων» και φυσικά, και του Παρασκευά…
Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, δεν μπορώ να πω πως έχω ξεπεράσει τελείως το ΣΟΚ, που έπαθα με την φοβερή ανακάλυψη… Και επειδή πιστεύω ότι δεν είμαι άξιος να συναντήσω το φίλο μου στη «Γειτονιά των Αγγέλων» που βρίσκεται, δεν ξέρω πώς να εξιλεωθώ απέναντί του και το μόνο που κάνω είναι να πηγαίνω δύο φορές το μήνα στον τάφο του, να κλείνω τα μάτια μου από ντροπή, γιατί δεν μπορώ να αντικρίσω κατάματα τη φωτογραφία του και να του φωνάζω με λυγμούς:
«Συγχώρεσέ με, καλέ μου φίλε, δεν το ‘ξερα, σου τ’ ορκίζομαι… σου τ’ ορκίζομαι δεν το ‘ξερα…».