Τις πτυχές του προσφυγικού – μεταναστευτικού μέσα από ερευνητικά δεδομένα και σε τομείς που αφορούν τα πεδία της Ανθρωπολογίας, Ιστορίας, Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Γλωσσολογίας, Επιστήμης της Αγωγής, Κοινωνιολογίας, Πολιτικής Επιστήμης, Ψυχολογίας, Κοινωνικής Ιατρικής και Ψυχολογίας αναλύουν από χθες επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, που συμμετέχουν στο διεθνές συνέδριο που πραγματοποιείται στην πανεπιστημιούπολη Γάλλου με θέμα «Migrations: Interdisciplinary Challenges» («Μεταναστεύσεις: Διεπιστημονικές Προκλήσεις»), το οποίο συνδιοργανώνεται από το Κέντρο Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης (ΚΕΜΕ-ΠΚ) και την Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου – Περιφέρεια Κρήτης, με την υποστήριξη του Δήμου Ρεθύμνου.
Οι επιστήμονες ανταλλάσσουν απόψεις για ένα κρίσιμο ζήτημα που αφορά και τη χώρα μας τονίζοντας την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα και πρωτοβουλίες τόσο σε ό,τι αφορά την βελτίωσης χορήγησης ασύλου όσο και την δημιουργία δομών για να υποδέχονται και να ζουν οι πρόσφυγες σε αξιοπρεπείς συνθήκες. Επεσήμαναν ότι πλέον η Ελλάδα από χώρα διέλευσης προσφύγων έχει γίνει χώρα παραμονής και τόνισαν ότι θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από τις κοινωνίες ότι οι πρόσφυγες που φτάνουν στη χώρα μας κουβαλούν μαζί τους πολιτισμό και μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας μας, όπως έγινε και το 1922 με τους Μικρασιάτες. Στο ίδιο συνέδριο έγινε αναφορά και στη μετανάστευση των Ελλήνων στο εξωτερικό τα χρόνια της κρίσης.
Οι επιστήμονες ευελπιστούν η ελληνική πολιτεία να λάβει υπόψη της τα επιστημονικά συμπεράσματα στην διαμόρφωση των πολιτικών διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος.
Σε σχετικές δηλώσεις της η Mαρία Κούση, διευθύντρια ΚΕΜΕ, ανέφερε: «Το πρώτο διεθνές συνέδριο έχει σαν στόχο να φέρει μαζί διακεκριμένους αλλά και νέους επιστήμονες για να συζητήσουν και να παρουσιάσουν τις εργασίες τους σε μεταναστευτικά και προσφυγικά θέματα. Έχουμε διακεκριμένους ομιλητές, που παρουσιάζουν το έργο τους και εστιάζουν σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί κυρίως από Έλληνες ερευνητές από και προς Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο σταυροδρόμι και ο 21ος αιώνας θα βλέπει συνεχώς την αύξηση τέτοιων μεταναστευτικών ρευμάτων και μετακινήσεων, οι περισσότερες από τις οποίες επιβάλλονται λόγω των συνθηκών, καθώς -δεν είναι εθελοντικού τύπου μετανάστευση. Πάντοτε η κοινωνική έρευνα προτείνει πράγματα. Αλλά οι προτάσεις μας δεν σημαίνει ότι εισακούγονται γιατί οι πολιτικοί παίρνουν αποφάσεις με κριτήρια διαφορετικά των επιστημόνων. Εμείς προσπαθούμε να δημοσιοποιούμε τις θέσεις μας και να ελπίσουμε ότι θα υπάρξει ανταπόκριση από την πλευρά των θεσμών πολιτικής».
«Η Ελλάδα χώρα προορισμού και όχι χώρα διέλευσης»
Χαρακτηριστικά ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας που παρουσίασε η κα Αγγελική Δημητριάδη, από το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής πολιτικής στην Αθήνα αναφορικά με την αξιολόγηση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Η κα Δημητριάδη ανέφερε πως μετά την κοινή δήλωση της Ε.Ε. – Τουρκίας το 2016, είναι φανερό ότι η Ελλάδα εξελίσσεται από χώρα διέλευσης σε χώρα προορισμού των προσφύγων. Όπως εξήγησε το 2015 ήρθαν περίπου 890.000 πρόσφυγες, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία έφυγαν. Από τον Μάρτιο του 2016 η εικόνα όμως άλλαξε και οι πρόσφυγες «εγκλωβίζονται» στα νησιά. Σε σχετικές δηλώσεις της τόνισε χαρακτηριστικά: «Τα συμπεράσματά μας είναι ότι η κοινή δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας και ο γεωγραφικός περιορισμός που υπάρχει στα νησιά δεν αποδίδει, όχι μόνο για τους ίδιους τους νησιώτες και τα νησιά, αλλά δεν αποδίδει και για τους ίδιους τους ανθρώπους. Αυτή τη στιγμή υπάρχει τεράστιος αριθμός εκκρεμών αιτήσεων που δεν έχουν επεξεργαστεί, κάτι που επηρεάζει και τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και την ψυχική υγεία αυτών των ανθρώπων. Έχουμε στην έρευνά μας ευρήματα από το 2018 με αυξημένες ροές από τον Έβρο, όπου βλέπουμε ότι υπάρχει ένα τελείως διαφορετικό σύστημα που υλοποιείται. Άρα στην πραγματικότητα είναι σαν να «τρέχουμε» παράλληλα δυο διαφορετικές διαδικασίες ασύλου στην Ελλάδα. Αυτοί οι οποίοι έρχονται από τον Έβρο εξαρτάται από το κατά πόσο θα καταγραφούν από την αστυνομία για να μπορέσουν να έχουν πρόσβαση στο άσυλο, για να μπορέσουν να έχουν πρόσβαση στην εστίαση και στη σίτιση. Στην έρευνά μας είχαμε αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχαν καταγραφεί, άρα δεν είχαν πρόσβαση σε τίποτα από όλα αυτά και κατευθυνόντουσαν στην Αθήνα σε αναζήτηση κάποιας λύσης, η οποία προφανώς δεν υπήρχε και το τρίτο και σημαντικό εύρημα ήταν ότι σε αντίθεση με 2015-2016 που έχουμε ανοιχτό βαλκανικό διάδρομο -επομένως έχουμε και μια συνεχιζόμενη διέλευση, γιατί 890.000 εισήλθαν από την Ελλάδα και χοντρικά 860.000 έφυγαν από τη χώρα την περίοδο εκείνη, βλέπουμε μια αντιστροφή με την συντριπτική πλειοψηφία να επιθυμεί να φύγει κάποια στιγμή αλλά να αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί και πλέον μιλάμε για την Ελλάδα ως χώρα προορισμού και όχι ως χώρα διέλευσης, που είναι μια τεράστια ανατροπή σε σχέση με το τι συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Μετά την κοινή δήλωση Ε.Ε. -Τουρκίας -18 Μαρτίου 2016- έχουμε τον λεγόμενο «εγκλωβισμό» στα νησιά. Δεν έχουμε διέλευση. Η Ελλάδα είναι παραμονή και τελικός προορισμός».
Απαντώντας σχετικά με τη διαχείριση του προσφυγικού η κα Δημητριάδη τόνισε ότι απαιτείται αποσυμφόρηση των νησιών, δημιουργία κατάλληλων υποδομών στην ύπαιθρο και ειδική μέριμνα για τα ασυνόδευτα «πρωτίστως απαιτείται αποσυμφόρηση τω νησιών, να φτιαχτούν στην ενδοχώρα σοβαρά και ουσιαστικά κέντρα διαμονής. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε να δοθεί μια προτεραιότητα στα ασυνόδευτα ανήλικα που είναι πολλά σε αριθμό στη χώρα και για τα δεδομένα των δυνατοτήτων της Ελλάδας και της τεχνογνωσίας που έχει η Ελλάδα να τα διαχειριστεί και βεβαίως από κει και πέρα πρέπει να αντιληφτούμε ότι η μετανάστευση δεν θα τελειώσει γιατί είναι η ιστορία του ανθρώπινου είδους μετακίνησης και βεβαίως όταν έχουμε εμπόλεμη κατάσταση ακόμα σε γειτονικές χώρες είναι αναμενόμενο ότι θα έχουμε μετακινήσεις πληθυσμών». Παράλληλα η κα Δημητριάδη τόνισε την επιτακτική ανάγκη βελτίωσης της διαδικασίας χορήγησης ασύλου, αναφέρθηκε στην συνεργασία με τρίτες χώρες τονίζοντας ότι αυτή δεν θα πρέπει να είναι απαραιτήτως και όχι μόνο με την Τουρκία: «Πρέπει να δούμε πως θα βελτιωθεί το σύστημα ασύλου, να επιταχυνθούν κάποιες διαδικασίες προς όφελος των ανθρώπων που περιμένουν τόσο καιρό για την επεξεργασία του αιτήματός τους και στο κομμάτι των επιστροφών που ενδιαφέρει πολύ και αυτή την κυβέρνηση και την Ε.Ε. οι επιστροφές να έρθουν και να δομηθούν σε δυο άξονες. Πρώτον να είναι εθελούσιες, διότι έχουμε δει ότι όταν κάποιος μόνος του αποζητά να επιστρέψει, η επιστροφή του θα είναι και μόνιμη ή τουλάχιστον μακροχρόνια, ενώ όταν τον αναγκάζουμε να επιστρέψει μπορεί και να μην μείνει στην χώρα στην οποία τον γυρίσαμε και κάποια στιγμή να προσπαθήσει να ξαναμεταναστεύσει και δεύτερον ότι θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι χρειάζεται συνεργασία με τρίτες χώρες και όχι μόνο ή και απαραιτήτως με την Τουρκιά. Η Τουρκία είναι ένας δύσκολος εταίρος σε αυτό το πλαίσιο» υποστήριξε.
Η Ευτυχία Βουτυρά από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, καθηγήτρια κοινωνικής ανθρωπολογίας, στην εισήγησή της αναφέρθηκε στη λεγόμενη «αναγκαστική μετανάστευση», που όπως εξήγησε περιλαμβάνει όχι μόνο πρόσφυγες αλλά και βίαια μετακινούμενους πληθυσμούς για αναπτυξιακούς λόγους, τους οποίους δεν τους υπολογίζουμε. «Υπάρχουν οι πρόσφυγες των πολέμων και οι πρόσφυγες που μετακινούνται βίαια γιατί έτσι αποφασίζουν τα κράτη ότι πρέπει να μετακινηθούν για να χτιστεί για παράδειγμα ο Αχελώος και με αυτή τη μετακίνηση οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιστρέψουν πίσω. Όλες οι έρευνες που έχουν γίνει δείχνουν ότι οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν περισσότερο από ψυχολογικά προβλήματα και κυρίως οι παλιότερες γενιές, γιατί έχουν χάσει την επαφή με τις ρίζες τους» εξήγησε ενώ αναφέρθηκε στην ανάγκη αλλαγής της στάσης των Ελλήνων απέναντι στους πρόσφυγες «Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι πρόσφυγες είναι οι μόνοι που φέρνουν μια ανάπτυξη. Η εμπειρία η ελληνική δείχνει ότι όσοι ήρθαμε από Μικρά Ασία το 1922 άλλαξαν τον τόπο. Χρειάζεται μια επανάληψη στα μαθήματα του παρελθόντος και όσο το δυνατόν περισσότερο στα μαθήματα του ιστορικού παρελθόντος. Το ίδιο συνέβη και στην Κύπρο. Οι πρόσφυγες του 1974 έγιναν οι μεγαλύτεροι καπιταλιστές της αναπτυσσόμενης περιοχής της Κύπρου. Αν τους βλέπουμε σαν φτωχούς δεν θα πάρουμε αυτό που έχουν να προφέρουν. Πρέπει να γίνει μια μεταστροφή για το πώς βλέπει καθένας αυτούς που έρχονται. Δηλαδή ως ανθρώπους που κουβαλούν πολιτισμικό κεφάλαιο».
500.000 Έλληνες μετανάστευσαν στο εξωτερικό από το 2010
Σε 500.000 ανέρχεται ο αριθμός των Ελλήνων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό τα χρόνια της κρίσης εκ των οποίων μόλις 100.000 επέστρεψαν πίσω τα τελευταία χρόνια. Αν και το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μικρή μείωση της μεταναστευτικής ροής των Ελλήνων προς τις ευρωπαϊκές χώρες εν τούτοις το φαινόμενο δείχνει να συνεχίζεται με δεδομένο ότι οι μορφωμένοι Έλληνες αναζητούν καλύτερες μισθολογικά θέσεις εργασίας στο εξωτερικό και έτσι εγκαταλείπουν τη χώρα μας. Αυτό ανέφερε χθες στην διάρκεια του συνεδρίου για την μετανάστευση ο κ. Μανόλης Πρατσινάκης, ερευνητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στο τμήμα ερευνών και μελετών, όπου πραγματοποιείται μια έρευνα για την ελληνική διασπορά. Σε σχετικές δηλώσεις του ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ουσιαστικά από το 2010 και μετά έχουμε ραγδαία αύξηση εξερχόμενης μετανάστευσης, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία, αν λάβει κανείς υπόψη ότι στα χρόνια προ κρίσης, οι Έλληνες ήταν από τους λαούς της Ε.Ε., που είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά μετανάστευσης και μάλιστα σε μια σειρά από έρευνες είχε φανεί ότι δεν ήταν ιδιαίτερα θετικοί στο να φύγουν από την χώρα τους. Προφανώς οι συνθήκες που προέκυψαν από την κρίση, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν και υποβίβασαν το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων και οδήγησαν σε μια αρκετά εκτεταμένη μετανάστευση. Ουσιαστικά 500.000 εκ των οποίων τα δυο τρίτα υψηλού μορφωτικό επιπέδου και ένα εξίσου σημαντικό κομμάτι και το ένα τρίτο αφορά άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο ή μεγαλύτερης ηλικίας έφυγαν από την Ελλάδα. Από αυτούς παραμένουν στο εξωτερικό 400.000 αυτή τη στιγμή με κύριους προορισμούς κατά βάση την Ευρώπη, λόγω της ελευθέριας κινητικότητας εντός Ε.Ε. Ουσιαστικά το 2012 που είναι η κορύφωση της μετανάστευσης έκτοτε αν και υπάρχει μικρή μείωση, βλέπουμε ότι έχει παγιωθεί μια τάση ειδικότερα από τις κατηγορίες των νέων μορφωμένων που έχουν περισσότερες ευκαιρίες στο εξωτερικό. Άρα, με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η μετανάστευση θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Βέβαια όντως παρατηρούμε μια τάση για αύξηση της επιστροφής, οπότε ένα πιθανό σενάριο για τα επόμενα χρόνια αφορά συνεχιζόμενη εξερχόμενη μετανάστευση με αυξανόμενη επιστροφή».
Όπως ανέφερε, πολλοί από αυτούς δεν έχουν σκοπό να επιστρέψουν και αυτό φαίνεται, καθώς από την έρευνα προκύπτουν ότι ζητούν από την ελληνική πολιτεία να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα διευκολύνουν την ζωή τους στο εξωτερικό: «Ουσιαστικά έχει ενδιαφέρον τι λένε οι ίδιοι μετανάστες ότι θα ήθελαν από την ίδια την πολιτεία. Το μεγαλύτερο τμήμα των ανθρώπων που βρίσκονται στο εξωτερικό επιθυμούν και σχεδιάζουν την παραμονή τους εκτός Ελλάδας, γιατί πολλοί έφυγαν με ένα μακρόπνοο πλάνο στο μυαλό τους και όχι με μια αυθόρμητη αντίδραση στα χρόνια της κρίσης. Πολλοί τονίζουν το ζήτημα της ανάπτυξης των πολιτικών εκείνων που θα διευκολύνουν τις επαφές και τις συνεργασίες με φορείς και επαγγελματίες που θα βοηθούν την παραμονή τους εκεί. Και μάλιστα έχει υπάρξει μια πρωτοβουλία που ονομάζεται «γέφυρες» και είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Προφανώς η πολιτεία πρέπει να εργαστεί και προς την κατεύθυνση να δημιουργήσει προϋποθέσεις, ώστε αυτοί που επιθυμούν να επιστρέψουν να έχουν την δυνατότητα να το κάνουν. Αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με την δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας σε τομείς που θέλουν και επιθυμούν να εργαστούν και μια σειρά βελτίωσης συνθηκών εργασιών αλλά και πολιτικών, υπάρχει μια διάχυτη αντίληψη ότι δεν υπάρχουν αξιοκρατικές διαδικασίες στην Ελλάδα, άρα πρέπει να βελτιωθούν αυτές οι συνθήκες, οπότε σαφέστατα υπάρχει μια τάση αύξησης της επιστροφής όμως δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτό».
Στο συνέδριο παραβρέθηκαν η αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου, Μαρία Λιονή και ο δήμαρχος Ρεθύμνου, Γιώργος Μαρινάκης.
Ο κ. Μαρινάκης, μεταξύ άλλων στο χαιρετισμό του ανέφερε: «Η συνέργεια πλήθους επιστημών, όπως η Ανθρωπολογία, η Ιστορία, η Κοινωνιολογία και η Κοινωνική Ιατρική, η Ψυχολογία, οι Πολιτικές Επιστήμες, η Εκπαίδευση, η Γλωσσολογία και άλλες, δεν είναι απλώς επιθυμητή αλλά απαραίτητη.
Τούτο τον σπουδαίο, ανθρωπιστικό πρωτίστως, στόχο επιδιώκει και καλείται να υπηρετήσει το Διεθνές Συνέδριο που διοργανώνει το ΚΕΜΕ, με τη συνδρομή θεσμικών φορέων του Ρεθύμνου.
Ο διεπιστημονικός του χαρακτήρας, υπόσχεται την πλήρη διερεύνηση των πολλών και σύνθετων παραμέτρων της μετανάστευσης, από την αρχαιότητα ως σήμερα. Η συμμετοχή τόσων εξειδικευμένων επιστημόνων στις εργασίες του, καθώς και ο πλούτος της θεματολογίας του, εγγυώνται την αποτελεσματικότητα της επιχειρούμενης σύνθεσης αυτών των παραμέτρων.
Με τη βοήθειά τους, τη γνώση που θα μοιραστούν μαζί μας, τα καλομελετημένα παραδείγματα περιπτώσεων και τις λύσεις που θα προτείνουν, θα ταξιδέψουμε στα βαθιά νερά των μεταναστευτικών ωκεανών. Συνάμα, θα καλλιεργήσουμε την αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία μας, αφού θα αποσαφηνίσουμε το περιεχόμενο όρων όπως εθνικισμός, πατριωτισμός, αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες, κοσμοπολιτισμός, με τους οποίους έχουμε εξοικειωθεί θεωρητικά και λεξιλογικά, όμως στην πράξη παραμένουν περιχαρακωμένοι από στερεότυπα και ιδεοληψίες.
Ειδικά για μας εδώ στο Ρέθυμνο, έχει ιδιαίτερη αξία, αυτή η επιστημονική συνάντηση, αφού εκτός του γεγονότος ότι στην πόλη διαβιούν και δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μεγάλες κοινότητες οικονομικών κυρίως μεταναστών, σύντομα θα κληθούμε να φιλοξενήσουμε πρόσφυγες από εμπόλεμες ζώνες και, πέραν των υλικών υποδομών, μας είναι απαραίτητα τα διανοητικά εργαλεία διαχείρισης της νέας κατάστασης».