Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου και στους φίλους μου ότι θα φροντίσω να αποφεύγω εκείνα τα απαισιόδοξα κείμενα που καταθλίβουν τον αναγνώστη, περιγράφοντας τις καταστροφές που φέρνουν οι ζοφερές πλευρές των μνημονίων.
Υποσχέθηκα να αποφεύγω να επαναλαμβάνω ότι η χώρα έχει μπει σε δρόμο λιτότητας δίχως τέλος. Θα πάψω να λέω ότι αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ελλάδα δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους του μέσου ανθρώπου. Ότι ο μέσος άνθρωπος της χώρας μας δεν θέλει να διαβάζει, να σκέφτεται, να ξέρει. Και καλά κάνει ο μέσος άνθρωπος και αδρανεί, αφού είναι πια γνωστό ότι ο Αλέξης Τσίπρας αγωνίζεται σθεναρά για να τον ελαφρώσει (τον μέσο άνθρωπο) από τις επιπτώσεις των μνημονίων τα οποία ο ίδιος (με το μαχαίρι στο λαιμό) υπέγραψε.
Τι απομένει λοιπόν σε μας, τους μέσους ανθρώπους – κατοίκους – ιθαγενείς αυτής της χώρας, που τυχαίνει καμιά φορά να βάζομε το μυαλό μας να δουλέψει λίγο παραπάνω και να συνειδητοποιούμε τον παραλογισμό του αδιεξόδου και το αδιέξοδο του παραλογισμού; Τι άλλο μας απομένει -πέραν βέβαια από το να ασκούμε καθημερινά την …φοροδοτική μας ικανότητα, ώστε να φτάσει στο μέγιστο της απόδοσής της;
Το μόνο που μας απομένει είναι να …το ρίξομε στο καλλιτεχνικό! Να το ρίξομε στη λογοτεχνία, στην ποίηση και την (αμπελο)φιλοσοφία! Α, και κανένα σινεμά ενίοτε για να τέρπει τους οφθαλμούς μας. Ε, φτάνουν αυτά, και πολλά μας είναι.
Παίρνω λοιπόν μολύβι και χαρτί και σας γράφω γράμμα σε κλίμα λογοτεχνικό, κάτι σαν παραμύθι, γιατί τα παραμύθια ακούγονται γλυκότερα καθώς κι ο ποιητής μας λέγει.
– Τοπίο ομίχλης. Σκοτεινά σύννεφα πάνω από μια γη με πέτρες μόνο και χώμα και βράχια άγρια. Βλέπομε σε πρώτο πλάνο το Θωμά, μόνο και εξαγριωμένο να περιπλανιέται μπροστά μας προσπαθώντας να προσανατολιστεί και να συντονιστεί, να βρει ένα δρόμο μέσα στην καταχνιά.
Πότε – πότε σκύβει και κόβει κανένα αγριόχορτο και το φέρνει στο στόμα του προσπαθώντας να νοιώσει τη γεύση. Αυτή η γεύση, συνήθως στυφή, τον φέρνει σε κάποιου είδους νοερή επικοινωνία με τους προγόνους που έζησαν σ’ αυτά εδώ τα χώματα εδώ και αιώνες, αφού η γεύση των αγριόχορτων παραμένει αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο. Η νοερή αυτή επικοινωνία με τους ανθρώπους που έζησαν εδώ σε καιρούς αλλοτινούς του έφερνε μιαν άγρια χαρά, ακατανόητη μεν για το Θωμά αλλά απόλυτα κατανοητή σε μένα που διακρίνω το έντονο συναίσθημα ενοχής που νοιώθουμε όλοι προς τους προγόνους, για όσα λάθος πράττομε, και για όσα επιτρέπομε να συμβούν πάνω σ’ αυτά τα χώματα, τα οποία εκείνοι με διαφορετικές εντολές μας έχουν παραδώσει.
Το τοπίο εξακολουθεί να είναι έρημο, ψυχή δεν φαίνεται πουθενά και δρόμος που να οδηγεί κάπου δεν υπάρχει. Έρημη χώρα. Το Θωμά δεν πρόκειται να τον βοηθήσει ούτε η λογοτεχνία ούτε η ποίηση, ούτε καν ένα τραγούδι δεν θυμάται ο καημένος ο Θωμάς για να τραγουδήσει.
Τα σύννεφα ήδη πυκνώνουν, να και οι πρώτες σταγόνες βροχής στα ξερά του χείλια. Κουλουριάστηκε κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου για προφυλαχτεί μια και η βροχή ήδη έπεφτε πυκνή στο ριζοβούνι που βρισκόταν, κάνοντας ποταμάκια του νερού να κυλούν γύρω του στο κακοτράχαλο τοπίο, υπογραμμίζοντας το αδιέξοδο.
Ξαφνικά ο Θωμάς πάγωσε. Μόλις είχε καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε: Ζούσε μια εικονική πραγματικότητα. Η σκληρή, σχεδόν απάνθρωπη καθημερινή ζωή που τον είχαν υποχρεώσει να ζει, προβαλλόταν γύρω του ως τοπίο. Βίωνε σε πραγματική ζωή και σε πραγματικό χρόνο τα έντονα εσωτερικά του συναισθήματα. Ήταν συνταρακτικό, πρωτόγνωρο αλλά και προβλέψιμο λαμβάνοντας υπ’ όψη τις ακραίες συνθήκες επιβίωσης που αντιμετώπιζε ο Θωμάς όπως και η πλειοψηφία των σύγχρονων κατοίκων αυτής της χώρας.
Το κεφάλι του γύριζε καθώς ξυπνούσε από το λήθαργο. Το κρύο νερό τον βοήθησε να συνέλθει. Έσκυψε και μύρισε τον πλατύφυλλο βασιλικό στη μικρή γλάστρα. Ύστερα πήρε στην πλάτη το σακούλι με το Σισύφειο χρέος που του αναλογούσε σύμφωνα με τους ορισμούς των ισχυρών και βγήκε στο δρόμο για να πάει να παρακολουθήσει την παρέλαση, επ’ ευκαιρία της Εθνικής εορτής.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός