Αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση η σοβιετική εξουσία προχώρησε στην κατάργηση της ιδιοκτησίας γης των τσιφλικάδων, της αυτοκρατορικής οικογένειας και της Εκκλησίας, η οποία τέθηκε στη διάθεση των νομαρχιακών Σοβιέτ. Στη συνέχεια, όμως – και μέσα από τις συνθήκες που δημιούργησε η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) – οι κουλάκοι (οι καπιταλιστές της υπαίθρου, που διέθεταν στην κατοχή τους μέσα παραγωγής, μύλους, αποθήκες, κ.λπ.) άρχισαν να συγκεντρώνουν και πάλι την αγροτική παραγωγή στα χέρια τους. Οι φτωχοί αγρότες, μην έχοντας τη δυνατότητα πολλοί εξ αυτών να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, αναγκάζονταν να νοικιάσουν π.χ. εργαλεία, σπόρους, κ.ά. από τους κουλάκους. Μια κακή σοδειά αρκούσε για να βρεθούν χρεωμένοι και να χάσουν τη γη τους. Η συγκέντρωση αυτή της παραγωγής επέτρεψε στους κουλάκους να ασκούν οικονομικές και πολιτικές πιέσεις στη σοβιετική κοινωνία. Μείωναν την τροφοδότηση των πόλεων, απειλώντας τις με πείνα, ασκούσαν έλεγχο στις τιμές των αγαθών, κρατώντας τις σκόπιμα υψηλές για να πετύχουν περισσότερο κέρδος, στέκονταν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής βιομηχανίας που είχε ανάγκη το αγροτικό προϊόν, κ.λπ. Η αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν ζωτικής σημασίας για τη Σοβιετική Ένωση και την εξέλιξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Έτσι, αποφασίστηκε η σταδιακή συνένωση των μικρών αγροτικών καλλιεργειών σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες. Η κολεκτιβοποίηση υπήρξε πεδίο έντονης ταξικής πάλης. Η πάλη αυτή, η οποία έλαβε διάφορες μορφές παθητικής (δολιοφθορά, άρνηση συγκομιδής) ή ενεργητικής αντίδρασης (ένοπλες επιθέσεις, δολοφονίες, καταστροφές κολχόζ), εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα σε περιοχές της Ουκρανίας που συνόρευαν με την Πολωνία.
Επικεφαλής της αντίδρασης ήταν οι «κουλάκοι», η «τελευταία και πιο πολυάριθμη από τις εκμεταλλεύτριες τάξεις». Επρόκειτο για έναν πραγματικό πόλεμο: Στο αποκορύφωμα της αντίδρασης, το Μάρτη του 1930, σημειώθηκαν στην Ουκρανία 2.945 ένοπλες επιθέσεις (το 45,1% του συνόλου στην ΕΣΣΔ την εν λόγω περίοδο), ενώ το ίδιο έτος δολοφονήθηκαν 1.197 σοβιετικά επαρχιακά στελέχη και πρωτοπόροι αγρότες (δίχως να συμπεριλαμβάνονται τα μέλη και τα στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος). Ας δούμε τι αναφέρει σχετικά ο I. Mazepa, ένας Ουκρανός εμιγκρές αντεπαναστάτης (και πρώην πρωθυπουργός της εθνικιστικής κυβέρνησης Πετλιούρα): «Αρχικά υπήρξαν ταραχές στα κολχόζ και αλλού, όπου οι κομμουνιστές αξιωματούχοι και οι πράκτορές τους δολοφονούνταν, αλλά στη συνέχεια προτιμήθηκε ένα σύστημα παθητικής αντίστασης, το οποίο στόχευε σε μια συστηματική παρακώλυση του προγραμματισμού των μπολσεβίκων, αναφορικά με το θερισμό και τη συγκέντρωση της συγκομιδής… Ολόκληρα κομμάτια γης έμειναν αθέριστα, ενώ ακόμα και όταν οι καρποί μαζεύονταν, σε πολλές περιοχές, ιδιαίτερα στο Νότο, 20, 30 ακόμα και 50% έμεναν στους αγρούς, και είτε δε συλλέγονταν καθόλου είτε καταστρέφονταν…». Η αντίδραση αυτή «επέφερε την αποτυχία της συγκέντρωσης της συγκομιδής το 1931, 1932…».
Ο Frederick Wilson, καθηγητής του Williams College, ο οποίος βρισκόταν στην Ουκρανία την επίμαχη περίοδο, έγραψε πως οι κουλάκοι προτίμησαν να σφαγιάσουν τα ζώα τους παρά να τα δώσουν στα συλλογικά αγροκτήματα, με αποτέλεσμα το διάστημα 1928 – 1933 η ΕΣΣΔ να στερηθεί σχεδόν το 50% του συνολικού ζωικού της αποθέματος: «Η σοβιετική αγροτική οικονομία ανέκαμψε από αυτή την τεράστια καταστροφή μόλις το 1941». Σε αυτό συμφωνούν και οι S. & B. Webb (ο S. Webb ήταν, μεταξύ άλλων, ο συνιδρυτής του London School of Economics), που παραθέτουν και τα σχετικά στοιχεία, κάνοντας λόγο για ένα πραγματικό «ολοκαύτωμα»: Το διάστημα 1929 – 1933 τα άλογα μειώθηκαν από 34 εκατομμύρια σε μόλις 16,6, τα βοοειδή από 68,1 σε 38,6, τα πρόβατα και οι γίδες από 147,2 σε 50,6, τα γουρούνια από 20,9 σε 12,2, κ.ο.κ. Αξίζει να σημειώσουμε πως οι Webb επισκέφτηκαν δύο φορές την ΕΣΣΔ, το 1932 και το 1934, διαπιστώνοντας πως υπήρχαν όντως ελλείψεις σε τρόφιμα, διαφοροποιούμενες από περιοχή σε περιοχή, οι οποίες όμως οφείλονταν στις «ατελείωτες ραδιουργίες των κουλάκων.
Οι κουλάκοι δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να καταδικάσουν χιλιάδες ανθρώπους στην πείνα. Άλλωστε, το όπλο της πείνας υπήρξε προσφιλές σε αυτούς όλα τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να πιέσουν και να εκβιάσουν τη σοβιετική εξουσία (αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους έγινε η κολεκτιβοποίηση). Η αποτυχία της σοδειάς οφειλόταν στη σκόπιμη παρακώλυση ή καταστροφή της συγκομιδής από τις δυνάμεις της αντεπανάστασης (όπως, άλλωστε, οι ίδιοι υπερηφανεύονται και ομολογούν), στη μαζική σφαγή των ζώων και βεβαίως στην ένοπλη αντίδραση, που δε θα μπορούσε να ηττηθεί δίχως την υποστήριξη και την κινητοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας του σοβιετικού λαού. Δεν είναι τυχαίο πως, με το που νικήθηκαν οι δυνάμεις της αντίδρασης, η σοδειά του 1933 υπήρξε μια από τις καλύτερες, ακολουθούμενη από μια επίσης εξαιρετική συγκομιδή το 1934.
Τα «εγκλήματα του κομμουνισμού» στην Ουκρανία «ανέδειξαν» πρώτοι οι ναζί το 1933. «Από τη στιγμή που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία», αναφέρει σχετική σοβιετική έκθεση της εποχής, «η χιτλερική κυβέρνηση μέσω των παγγερμανικών της οργανώσεων εκτόξευσε μέσα από το φασιστικό Τύπο μια εκτεταμένη αντισοβιετική καμπάνια περί λιμού στην Ουκρανία, οργάνωσε εκθέσεις φωτογραφιών λιμοκτονούντων Ουκρανών και δημοσίευσε προβοκατόρικες δηλώσεις του γερμανικού πληθυσμού της Ουκρανίας που ζητούσε βοήθεια». Η καμπάνια, που τιτλοφορούνταν «Αδέρφια σε Ανάγκη», εκτός από τη γενικότερη δαιμονοποίηση του κομμουνισμού, είχε σκοπό τη δημιουργία ανάλογου κλίματος στην κοινή γνώμη (ντόπια και διεθνή) ενόψει της επερχόμενης επίθεσης κατά της χώρας των Σοβιέτ.
Στις αρχές του 1935 τη «διεθνή» προβολή και νομιμοποίηση της ναζιστικής προπαγάνδας ανέλαβε το δημοσιογραφικό συγκρότημα του Αμερικανού μεγιστάνα του Τύπου W. Hearst. Ο Hearst, που στις ίδιες τις ΗΠΑ θεωρείται ως ο «πατέρας» της κίτρινης δημοσιογραφίας, υπήρξε γνωστός υποστηρικτής των «λύσεων» που προσέφερε ο φασισμός στην οικονομική και πολιτική κρίση του Μεσοπολέμου (μεταξύ άλλων ήταν επί χρόνια χρηματοδότης του Μουσολίνι). Μήνες πριν από την καμπάνια περί «σοβιετικού λιμού», ο Hearst είχε επισκεφτεί τη ναζιστική Γερμανία, όπου συναντήθηκε με κορυφαία στελέχη του ναζισμού, και με τον ίδιο τον Χίτλερ.
Ακολούθως, το Φλεβάρη του 1935, οι εφημερίδες του Hearst άρχισαν να δημοσιεύουν σειρά άρθρων καταγγέλλοντας μια ανθρωπιστική καταστροφή άνευ προηγουμένου στη σοβιετική Ουκρανία με τουλάχιστον 6.000.000 θύματα: Συνέπεια ενός σκληρού, απάνθρωπου, ανθρωποφάγου κομμουνιστικού καθεστώτος.
Η αρθρογραφία του λιμού, που συνοδευόταν από ανάλογες φωτογραφίες φρίκης (σκελετωμένα παιδιά, πτώματα κ.λπ.), έφερε την υπογραφή ενός Thomas Walker. Ο Walker παρουσιαζόταν στους αναγνώστες ως «διακεκριμένος δημοσιογράφος, μελετητής των ρωσικών ζητημάτων, που ξόδεψε πολλά χρόνια περιοδεύοντας στη Σοβιετική Ένωση». Παράλληλα, τονιζόταν πως ο ίδιος «ρίσκαρε τη ζωή του για να τραβήξει τις φωτογραφίες του λιμού».
Η αρθρογραφία του λιμού, που συνοδευόταν από ανάλογες φωτογραφίες φρίκης (σκελετωμένα παιδιά, πτώματα κ.λπ.), έφερε την υπογραφή ενός Thomas Walker. Ο Walker παρουσιαζόταν στους αναγνώστες ως «διακεκριμένος δημοσιογράφος, μελετητής των ρωσικών ζητημάτων, που ξόδεψε πολλά χρόνια περιοδεύοντας στη Σοβιετική Ένωση». Παράλληλα, τονιζόταν πως ο ίδιος «ρίσκαρε τη ζωή του για να τραβήξει τις φωτογραφίες του λιμού».
Ωστόσο, το «σενάριο» ήταν τόσο κακότεχνα φτιαγμένο που δεν άργησε να καταρρεύσει: Καταρχάς, αποδείχθηκε πως ο T. Walker δε βρέθηκε ποτέ στις περιοχές που υποτίθεται ότι είδε, κατέγραψε και φωτογράφισε τα «γεγονότα». Κατά δεύτερον, οι φωτογραφίες «που τράβηξε με ρίσκο της ζωής του» ήταν εξόφθαλμα ετεροχρονισμένες, αφού σε άλλες οι στρατιώτες που απεικονίζονταν φορούσαν στολές του τσαρικού ή ακόμα και του αυστροουγγρικού στρατού (είχαν δηλαδή τραβηχτεί από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), ενώ άλλες ήταν από το λιμό του 1921-1922 στην περιοχή του Βόλγα (αποτέλεσμα, της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και του εμφυλίου).
Το «κερασάκι» στην όλη υπόθεση ήρθε τον Ιούλη του 1935, όταν ο Walker βρέθηκε έγκλειστος στις φυλακές της Νέας Υόρκης. Ο T. Walker δεν ήταν καν T. Walker. Ηταν ο Robert Green, «ένας κατάδικος φυγάς από τις Κρατικές Φυλακές του Κολοράντο, απ’ όπου δραπέτευσε… ενώ εξέτιε 8ετή ποινή κάθειρξης για πλαστογραφία»! Ο R. Green παραδέχτηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι οι φωτογραφίες δεν ήταν δικές του και ότι η όλη ιστορία δεν ήταν παρά μια απάτη.