Του ΜΑΝΟΛΗ Ι. ΚΟΥΝΟΥΠΑ
Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου τέσσερις μεγάλες πόλεις προσέβαλαν σθεναρή αντίσταση έναντι του γερμανικού πολεμικού γίγαντα. Η αντίδραση των συμμαχικών δυνάμεων έναντι της γερμανικής πολεμικής μηχανής και τεράστιας επιθετικής κρούσης, υπήρξε δυναμική και ηρωική. Οι συμμαχικές δυνάμεις σ’ αυτές τις πολύνεκρες μάχες πόλεις στάθηκαν, αμύνθηκαν και πρόβαλαν δυναμική αντίσταση για να επιτύχουν και επέτυχαν ένα νικηφόρο αποτέλεσμα. Αυτή η κρίσιμη καμπή και αμφίρροπη φάση υπήρξε για τους συμμάχους καθοριστική για μια αίσια έκβαση του πολέμου. Οι γερμανικές δυνάμεις μετά από ραγδαία προέλαση είχαν φτάσει στα πρόθυρα αυτών των πόλεων. Στο Στάλινγκραντ διαδραματίστηκαν αιματηρές μάχες ακόμα και μέσα στην πόλη από σπίτι σε σπίτι με οδομαχίες και πολύνεκρες, αδυσώπητες, δραματικές συγκρούσεις. Η αντίσταση των γενναίων Ρώσων στρατιωτών υπήρξε ένα από τους ουσιώδεις και αποφασιστικούς παράγοντες της νίκης των Συμμάχων με την έναρξη της υποχώρησης των δυνάμεων του Άξονα. Η παράδοση αύτανδρης της στρατιάς του Φον Πάουλους μαζί με τον ίδιο και το Επιτελείο του μετά από κύκλωση, εγκλωβισμό, αποκοπή από τον ανεφοδιασμό και αιχμαλωσία, υπήρξε για τους Ρώσους ένα τεράστιο εγχείρημα υψίστης σημασίας, η έκβαση του οποίου δικαίωσε τις επιλογές των Ρώσων στρατηγών και πρωτίστως τον αρχιστράτηγο διοικητή της 6ης Στρατιάς Τιμοσένκο.
Το Στάλινγκραντ είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για τους δύο εμπολέμους. Η κατάληψή του από τους Γερμανούς θα τους επέτρεπε να ελέγχουν τη μεγαλύτερη υδάτινη οδό της χώρας, το Βόλγα, για τον απαραίτητο, ασφαλή μέσω αυτού ανεφοδιασμό τους και θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την κύκλωση και κατάληψη της Μόσχας και την εν συνεχεία κατάρρευση και διάλυση ολόκληρου του ρωσικού μετώπου.
Ο Τιμοσένκο και οι στρατηγοί τους γνώριζαν καλά ότι έπαιξαν το τελευταίο του χαρτί. Αν υποχωρούσαν στο Στάλινγκραντ θα ακολουθούσε η καταστροφή και κατάρρευση όλου του μετώπου. Τον Ιανουάριο του 1943 οι Ρώσοι εξαπέλυσαν με προγραμματισμένη στρατηγική, μια σφοδρή αντεπίθεση με όλες τους τις δυνάμεις. Ήταν η 5η Φεβρουαρίου εκείνη η σημαδιακή ημέρα που ανάγκασαν τους Γερμανούς να παραδοθούν. Οι επιζήσαντες κάτοικοι του Στάλινγκραντ αντίκριζαν την επόμενη ημέρα ένα οικτρό θέαμα με την παρέλαση των εξαθλιωμένων Γερμανών αιχμαλώτων στρατιωτών στη μεγάλη κεντρική λεωφόρο της πόλης ανάμεσα στα ερείπια με επικεφαλής τον Φον Πάουλους και το επιτελείο του.
Στη Μόσχα δεν αναρτήθηκε τελικά η ναζιστική σημαία. Οι κάτοικοι απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης ξεσηκώθηκαν, αντιστάθηκαν και απέκρουσαν αποτελεσματικά τη ναζιστική λαίλαπα. Γυναίκες, γέροι και παιδιά δούλευαν μερόνυχτα για να στήσουν αυτοσχέδια οχυρώματα, αποκλείοντας τους δρόμους. Σ’ αυτά τα οδοφράγματα διαδραματίστηκαν πολύνεκρες οδομαχίες που είχαν αποτέλεσμα να αναχαιτιστεί η σιδερόφρακτη στρατιά των Γερμανών.
Η 6η Στρατιά ήταν η αιχμή του δόρατος σε όλο το ευρύ μέτωπο των δύο αντιπάλων. Εξ’ άλλου όλοι αυτοί οι απρόβλεπτοι χιλιάδες εθελοντές έσκαψαν βαθιά μεγάλα χαντάκια, τα οποία σταμάτησαν την ακάθεκτη προέλαση των γερμανικών αρμάτων μάχης (πάντσερ). Παρά τις γερμανικές προβλέψεις η στρατιά τους σταμάτησε έξω από τη Μόσχα. Στις 5 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί πλησίασαν σε απόσταση μόλις 35 χλμ. το Κρεμλίνο, όμως την ίδια ώρα ο αναγκαίος ανεφοδιασμός σε καύσιμα και τρόφιμα είχε γίνει ανέφικτος, εφ’ όσον η χιλιομετρική απόσταση μιας χιονισμένης διαδρομής ήταν τεράστια, αλλά και λόγω του σαμποτάζ με την καταστροφή των αποθηκών τροφίμων και την αχρήστευση των καταληφθέντων από τους Γερμανούς ρωσικών αεροδρομίων και με κάθε άλλη δολιοφθορά. Εκείνες τις ημέρες των μαχών στη Μόσχα θυμάμαι ότι επικρατούσε σ’ όλο το σχολείο απόλυτη βουβαμάρα. Στην αίθουσα της τάξης βασίλευε η ίδια νεκρική σιγή. Οι καθηγητές έμπαιναν κι έβγαιναν αμίλητοι. Πέρα από το μάθημα που λες κι ήταν γι’ αυτούς αγγαρεία δεν μιλούσαν, δεν είχαν να μας πουν τίποτα.
Αλλά και γενικά στο Ρέθυμνο το περιβάλλον είχε γίνει ψυχρό και καταθλιπτικό. Όλοι οι συμπολίτες άκουγαν στα ραδιόφωνα και περίμεναν ότι από μέρα σε μέρα θα ‘φτανε μια μεγάλη ατέλειωτη νύχτα με την κατάληψη της Μόσχας.
Όμως τελικά οι Γερμανοί Ναζί έπαθαν αναπάντεχα το ίδιο το φιάσκο του Ναπολέοντα ο οποίος επέτυχε «καδμεία νίκη» κατά του ρώσου αρχιστράτηγου Κουτούζωφ. Όταν έφτασαν έξω από τη Μόσχα οι Γάλλοι ευρισκόμενοι στην καρδιά της Ρωσίας εστερούντο των πάντων. Ο Ναπολέων τότε αποφάσισε εξ’ αντικειμένου να αποχωρήσει και επιθυμούσε, να συνάψει ειρήνη αλλά ο Τσάρος απέρριψε κάθε διαπραγμάτευση. Ήταν 18 Οκτωβρίου του 1812. Ο πρόωρος δριμύτατος χειμώνας ο οποίος ενέσκηψε με το βαθύτατο ψύχος και τα χιόνια αποδεκάτισε τη στρατιά του Ναπολέοντα.
Την ίδια ταπεινωτική αποτυχία έπαθαν και οι Γερμανοί, όταν πλησίαζαν μέσα σ’ ένα χιονοσκέπαστο σκηνικό και αντίκριζαν την κατάλευκη Μόσχα αναμένοντας μια πολυπόθητη νίκη με την κατάληψη της απόρθητης πόλης. Και βέβαια στο άκουσμα της νίκης στα ραδιόφωνα ακολούθησαν στο Ρέθυμνο γλέντια και χαρές αλλά «εν κρυπτώ και παραβύστω» μέσα στα σπίτια. Η Μόσχα είχε για τους Γερμανούς τεράστια στρατηγική σημασία. Η κατάληψή της θα άνοιγε το δρόμο για τους Γερμανούς, να προελάσουν και πέραν αυτής, καθώς και να ελέγχουν τη μεγαλύτερη υδάτινη οδό διακίνησης προϊόντων και ανεφοδιασμού της Χώρας τον Βόλγα με τις αυξημένες πολύτιμες μεταφορές μέσω αυτού.
Στις 5 Φεβρουαρίου οι Ρώσοι εξαπέλυσαν μια σφοδρή αντεπίθεση ενισχυμένοι τώρα και με τις σιβηριανές εφεδρικές στρατιές, τις ξεκούραστες αυτές κολοσσιαίες δυνάμεις με τους ρωμαλέους άνδρες τους εγκλιματισμένους στην παγωμένη στέπα. Υπό την πίεση των ρωσικών δυνάμεων ή οπισθοχώρηση των Γερμανών υπήρξε στο εξής επονείδιστη, συνεχής και ασταμάτητη μέχρι το Βερολίνο.
Η μαρτυρική πόλη Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη) βομβαρδίστηκε ανελέητα κατ’ επανάληψη από τη Λουφτ-βάφε (Γερμανική πολεμική αεροπορία) και άντεξε σε μια αδιάλειπτη σε διάρκεια ασφυκτική πολιορκία από τον Ιούλιου του 1941 μέχρι τον Ιανουάριο του 1943. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης με τη ζωή στερημένη και αβάσταχτη από την ασύλληπτη πείνα, τις κακουχίες, το δριμύ κρύο παράλληλα με το βομβαρδισμό είχαν αποτέλεσμα το θάνατο 1.250.000 κατοίκων. Είναι ένα θαύμα πως έζησαν, όσοι επέζησαν μέσα από αυτήν την θλιβερή κόλαση.
Κατά τις λεγόμενες μάχες της Ερήμου ο στρατάρχης Ρόμελ είχε προελάσει στη Βόρεια Αφρική και είχε φθάσει λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αλεξάνδρεια. Εκεί καθηλώθηκε μη δυνάμενος να προχωρήσει λόγω απομάκρυνσης από τον ανεφοδιασμό με συνέπεια την έλλειψη σε καύσιμα και τρόφιμα.
Την εποχή εκείνη η Αλεξάνδρεια είχε πληθυσμό 500.000 με 300.000 Ευρωπαίους εκ των οποίων 50.000 Έλληνες. Στο άκουσμα της είδησης ότι οι Γερμανοί πλησιάζουν και έφτασαν σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από την πόλη επεκράτησε σ’ αυτήν πανικός. Ο τρόμος των κατοίκων επέφερε τέτοια αναστάτωση, ώστε οι κάτοικοι ιδίως όσοι Ευρωπαίοι είχαν οικονομική ευχέρεια, σήκωναν τις καταθέσεις από τις τράπεζες και έφευγαν άρον άρον για το Σουδάν που ήταν όπως και η Αίγυπτος αγγλική αποικία. Την αναστάτωση αυτή επέφερε μεταξύ άλλων η συνταρακτική είδηση, όταν μαθεύτηκε για τις χιλιάδες εκτελέσεις αμάχων κατά τη Μάχη της Κρήτης.
Ο στρατηγός Μοντγκόμερυ ενώπιον ενός απευκταίου θανάσιμου κινδύνου επιστράτευσε όλη το διαθέσιμο εξοπλισμό, κινητοποίησε και έθεσε επί ποδός την πολεμική μηχανή των Άγγλων στην Αίγυπτο. Παρέταξε χιλιάδες άρματα μάχης από τις ακτές της Μεσογείου μέχρι βαθιά στην έρημο μπροστά στις αντίπαλες δυνάμεις του Ρόμελ, τις καταπονημένες, εξουθενωμένες και καθηλωμένες στην έρημο. Η αναπάντεχη συγχρονισμένη επίθεση του Μοντγκόμερυ υπήρξε ανελέητη, κεραυνοβόλα και ασυγκράτητη. Οι Γερμανοί μέσα στη νύχτα τα ‘χασαν. Η απρογραμμάτιστη εσπευσμένη υποχώρησή τους του αήττητου Γερμανικού Ράιχ κατέληξε σ’ ένα εξευτελιστικό φιάσκο.