Το ερώτημα που πλανάται ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών είναι πως γίνεται και «Έξι χρόνια μετά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Ευρώπη εξακολουθεί να μην παρέχει μια λύση στο χάος του τραπεζικού τομέα». Το ερώτημα αυτό ακολουθείται από την αντικατάσταση ενός άλλου ερωτήματος «Πώς η Ε.Ε. έχει καταστεί ένα εργαλείο που επέτρεψε στη Γαλλία και στη Γερμανία να μετατρέψουν σε αποικίες τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Στο σημερινό μας σημείωμα θα επιχειρήσουμε μια μικρή, έστω, αναφορά στα στοιχεία που ήλθαν στο φως με βάση ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στους New York Times, από τον πρώην σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο.
Ο πρώην σύμβουλος του προέδρου Μπαρόζο κ. Λεγκραίν δημοσίευσε στου Τάιμς της Νέας Υόρκης ένα άρθρο με τίτλο «Euro-Zone Fiscal Colonialism». Με απλή μηχανή αναζήτησης οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν το πλήρες κείμενο.
Τα σημεία που αναπτύσσει ο πρώην Ευρωπαίος αξιωματούχος είναι όλα αυτά που κατά καιρούς θίγουμε στα σημειώματά μας από τη στήλη αυτή, πιστεύουμε δε, ότι είναι καιρός να αρχίσει μια συνειδητοποίηση από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, ώστε να μην προχωρήσει το απόστημα αυτό περαιτέρω. Ο κ. Λεγκραίν αναφέρεται στην υιοθέτηση πριν λίγες μέρες, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενός μηχανισμού για την αναδιάρθρωση των προβληματικών τραπεζών στη ζώνη του ευρώ, αλλά αυτός ο μηχανισμός δεν θα είναι σε θέση πριν από το 2015, να λειτουργήσει λόγω της πολυπλοκότητάς του και λόγω της ευκαιρίας για εθνικό βέτο, που δίνεται στις κυβερνήσεις.
Η υγιής χρηματιστηριακή αγορά, έχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα που παραμένει στην Ευρώπη: πρόκειται για τις λεγόμενες τράπεζες-ζόμπι που εξακολουθούν να περιορίζουν τη χορήγηση δανείων σε επιχειρήσεις στη Νότια Ευρώπη, σε εκατομμύρια των ανθρώπων που έχουν χάσει τη δουλειά τους ή έχουν να αντιμετωπίσουν μειώσεις μισθών, ή αύξηση του χρέους και των φόρων για να χρηματοδοτήσουν τις δημόσιες υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας. Και προχωρεί παραπέρα ο αρθρογράφος, δυστυχώς στη χιλιοειπωμένη πρότασή μας ότι «Πολλοί έχουν χάσει το πολυτιμότερο των αγαθών: την ελπίδα ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο». Και οι ευρωπαϊκές εκλογές απειλούν να προκαλέσουν πολιτικό σεισμό. Μακάρι λέμε εμείς, μακάρι για να σταματήσει ο κατήφορος της αναλγησίας των ισχυρών (κυρίως της Γερμανίας και δευτερευόντως της Γαλλίας). Παραθέτουμε δυο σχήματα που δείχνουν την αναλγησία αυτή: Όταν οι τράπεζες αδυνατούν να χρησιμεύσουν στην οικονομία και τουλάχιστον στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις οι πτώσεις της γραμμής που αφορά το δανεισμό παίρνει την άθλια μορφή, όπως φαίνεται στα ακόλουθα σχήματα:
Σχήμα εξέλιξης δανείων στα νοικοκυριά του νότου της ευρωζώνης
Σχήμα εξέλιξης δανείων στις επιχειρήσεις εκτός χρηματοπιστωτιμού τομέα, του νότου της ευρωζώνης
Με «απερισκεψία» γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, χρηματοδοτούν άμεσα ή έμμεσα ισπανικούς και ιρλανδούς δανειολήπτες που αναζητούν να αγοράσουν ένα ακίνητο, οι Πορτογάλοι καταναλωτές και η ελληνική κυβέρνηση είναι η βασική αιτία αυτής της κρίσης. Αλλά υπό την πίεση της Μέρκελ, στις Βρυξέλλες, τα συμφέροντα των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών σε βάρος των Ελλήνων, Ιρλανδών, Πορτογάλων και Ισπανών φορολογούμενων είναι τεράστια!
Εμείς πληρώνουμε την τραπεζική κρίση και το Βερολίνο ήταν πάντα απρόθυμο να αναγνωρίσει την ύπαρξη αθέτησης των δανείων των τραπεζών της ευρωζώνης!
Η γερμανική κυβέρνηση, από κοινού με την Επιτροπή και την ΕΚΤ, αμφισβήτησε τη δημοσιονομική ασωτία της νότιας Ευρώπης, όπως την προέλευση της κρίσης. Η λανθασμένη αυτή διάγνωση επέφερε οικονομική ζημία και σημαντική και διαρκή κατρακύλα, που χρησιμοποιεί την πολιτική μιας τεράστιας λιτότητας που επιβάλλεται για να λυθεί το θέμα. Αυτό προκάλεσε σοβαρές υφέσεις και εκτίναξη της ανεργίας, ενώ αποσταθεροποίησε τα ήδη «διεστραμμένα» δημόσια οικονομικά.
Η οικονομία της ζώνης του ευρώ τείνει να σταθεροποιηθεί μέσω της δράσης της ΕΚΤ, και της χαλάρωσης των πολιτικών λιτότητας. Όμως η καταστροφή έχει γίνει και το πρόβλημα είναι οξυμένο σε περιοχές, όπως η χώρα μας. Τα ημίμετρα και οι ασπιρίνες δε θεραπεύουν τις σοβαρές ασθένειες που κληρονομήσαμε.
Για το λόγο αυτό, ίσως έχει αξία το άρθρο του κ. Λεγκραίν που λέει ότι «Η απόφαση το Μάιο του 2010 για τη διάσωση της Ελλάδας, βάζοντας ουσιαστικά τις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες να δανείζουν χρήματα σε μια αφερέγγυα Ελλάδα, αντί να ακυρώσουν τα χρέη της, έχει αφήσει βαθιά σημάδια στην ευρωζώνη, που φτάνει μέχρι την παραβίαση της νομικής βάσης επί της οποίας διαμορφώθηκε το ευρώ.
Αυτή η κατάσταση είναι στη βάση της ισχυροποίησης της Γερμανίας και η συγκέντρωση των φορολογικών εξουσιών δεν είναι μόνο οικονομικά επικίνδυνη, είναι επίσης από πολιτική σκοπιά εντελώς τοξική.
Και φτάνουμε στο ζητούμενο των εκλογών:
Αν άνθρωποι όπως ο Όλι Ρεν, τσιράκια και οσφυοκάμπτες της Μέρκελ, όπως έχω σημειώσει αρκετές φορές, συνιστούν να ακολουθήσουν πολιτικές λιτότητας αυτό σημαίνει ότι ο γραφειοκράτης αυτός των Βρυξελλών, μη εκλεγμένος και ασύδοτος, βλέποντας εξ αποστάσεως τα πράγματα, μπορεί να αρνηθεί στους Ευρωπαίους ψηφοφόρους το δικαίωμα να αποφασίζουν νόμιμα για τη φορολογική πολιτική και τις δαπάνες του προϋπολογισμού και να αποξενώσει τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι, λέει ο κ. Λεγκραίν «Μια κρίση που θα μπορούσε να ενώσει την Ευρώπη σε μια κοινή προσπάθεια να περιορίσει τη δύναμη των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ, δυστυχώς κατανέμεται μεταξύ των πιστωτριών χωρών και των κρατών-δανειστών, στο να μετατραπούν τα επισφαλή δάνεια των τραπεζών σε διακυβερνητικές υποχρεώσεις. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν γίνει μέσα να επιτρέπουν στους πιστωτές να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους δανειολήπτες, υποτάσσοντας την «περιφέρεια» στο «σκληρό πυρήνα: Η σχέση Βορρά και εξαρτημένου Νότου τείνει προς μια σχεδόν αποικιακή σχέση».
Αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι επικείμενες εκλογές πρέπει να είναι ο άξονας πάνω στον οποίο θα συνθλιβούν οι άθλιες αυτές πρακτικές. Κάθε δημοκράτης πολίτης έχει το δικαίωμά του να ψηφίσει προς τα κόμματα και τους σχηματισμούς εκείνους που του εγγυούνται όχι τη διατήρηση της υπάρχουσας άθλιας κατάστασης, αλλά την έναρξη μιας διαδικασίας εξυγίανσης των αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων μέσα στους οποίους είμαστε και εμείς.
* Ο Γιώργος Μαρκατάτος είναι οικονομολόγος