Η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί ουσιαστικά το κλειδί για τη θεραπεία και την αντιμετώπιση των ατόμων με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ). Η ΔΕΠΥ είναι μια διά βίου διαταραχή, η οποία χωρίς τη σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση δημιουργεί πολλά επιπλέον προβλήματα.
Η διαταραχή δεν είναι σπάνια αφού ένα στα 24 παιδιά και ένα στους 25 ενήλικες στη χώρα μας έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ. Πρόκειται για μια νευροβιολογική πάθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από προβλήματα ελλειμματικής προσοχής, υπερκινητικότητας και δυσκολίας ελέγχου της συμπεριφοράς, η οποία μπορεί ωστόσο να μην εμφανιστεί στην παιδική ή εφηβική ηλικία αλλά μετά την ενηλικίωση.
Η σωστή αντιμετώπιση και θεραπεία και φυσικά η υποστήριξη από το οικογενειακό, το σχολικό και το κοινωνικό περιβάλλον, είναι οι παράμετροι που θα βοηθήσουν τα άτομα με ΔΕΠΥ να αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής τους και να βελτιώσουν την καθημερινότητα τους.
Τα παραπάνω επισημάνθηκαν, μεταξύ πολλών άλλων, σε σχετική ημερίδα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης που διοργάνωσε στο πολιτιστικό κέντρο «ΞΕΝΙΑ» το Πανελλήνιο Σωματείο Ατόμων με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) ADHD HellasADHD Hellas σε συνεργασία με τον Σύλλογο Ψυχολόγων Ρεθύμνου και η οποία ήταν υπό την αιγίδα της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου.
Ειδικότερα, η Χριστίνα Γεωργιάδου, πρόεδρος ADHD Hellas, γραμματέας ADHD Europe μιλώντας για τη ΔΕΠΥ τόνισε ότι το βασικότερο όλων είναι η αναγνώριση των συμπτωμάτων και η επίσκεψη στον ειδικό, προκειμένου το παιδί ή ο ενήλικας να ακολουθήσει την απαραίτητη θεραπευτική παρέμβαση. Η ίδια επεσήμανε τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας, του σχολείου και του κοινωνικού περιβάλλοντος, υπογραμμίζοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει τα άτομα και οι οικογένειες τους να στιγματίζονται και να περιθωριοποιούνται. «Η κίνηση που κάνει το σωματείο μας είναι στο πλαίσιο της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης του κοινωνικού συνόλου για τη διαταραχή. Η διαταραχή είναι συχνή -1 στα 20 παιδιά και 1 στα 25 ενήλικες έχει ΔΕΠΥ. Είναι μια διά βίου διαταραχή, άρα δεν είναι κάτι που επηρεάζει μόνο την επίδοση ενός παιδιού ή ενός εφήβου, συνεχίζεται και μετέπειτα στην ενήλικη ζωή του και στον ακαδημαϊκό στίβο ή στον στίβο των σπουδών του, του δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινότητα του, στην οργάνωση του, στις σχέσεις του με τους φίλους του ή με την οικογένεια του. Όσο λοιπόν καλύτερα μπορούμε να αναγνωρίσουμε χαρακτηριστικά και να τα ερμηνεύσουμε βάσει της γνώσης για τη διαταραχή, μπορούμε να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, να τους αποδεχτούμε και να ξεπεράσουμε αυτά τα θέματα. Τα πυρηνικά συμπτώματα της διαταραχής στα παιδιά είναι η υπερκινητικότητα, η παρορμητικότητα και η διάσπαση προσοχής. Είναι συμπτώματα πολύ συχνά στα παιδιά, ωστόσο επειδή θεωρείται ότι είναι μια φυσιολογική κατάσταση στην παιδική ηλικία δεν δίδεται η σημασία που πρέπει. Πολλοί θεωρούν ότι είναι μικρό παιδί και θα το ξεπεράσει, ότι είναι ένα ζωηρό παιδί ή ότι είναι ένα παιδί που δεν έχει όρια από την οικογένεια, που δεν το έχουν μάθει να υπακούει γι’ αυτό έχει ανάρμοστη συμπεριφορά. Εδώ λοιπόν έχουμε και έναν στιγματισμό της οικογένειας, έναν στιγματισμό του παιδιού. Αυτό δημιουργεί μια εχθρικότητα της οικογένειας προς τις υπόλοιπες οικογένειες, άρα υπάρχουν συγκρούσεις πολλές και κοινωνικοί περιορισμοί» ανέφερε.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στη χώρα σε σχέση με την άγνοια γύρω από τη διαταραχή της ΔΕΠΥ, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η πρόεδρος του σωματείου, είναι αφενός ότι γίνονται καταγγελίες για άγνοια εκ μέρους των εκπαιδευτικών από τη μια και από την άλλη για άρνηση των γονιών να δεχτούν τη διάγνωση του παιδιού και να τα προτρέψουν στη σχετική θεραπεία, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ίδια, σε αρκετές περιπτώσεις να υπάρχει εισαγγελική παρέμβαση. Συγκεκριμένα, μιλώντας στα «Ρ.Ν.», η κ. Γεωργιάδου ανέφερε: «Στο σωματείο δεχόμαστε πολλές καταγγελίες από γονείς για ανεπαρκείς γνώσεις εκπαιδευτικών που στιγματίζουν τα παιδιά, αλλά δεχόμαστε και καταγγελίες από εκπαιδευτικούς, οι οποίοι δεν αποδέχονται τη διάγνωση που έχει το παιδί τους και κατά συνέπεια δεν μπορούν να το υποστηρίξουν. Δυστυχώς υπάρχουν πολύ δύσκολες καταστάσεις που τα παιδιά με εισαγγελική παραγγελία οδηγούνται σε διαγνωστικούς φορείς. Άρα φανταστείτε από πόσο μικρή ηλικία μπαίνουν σε μια βίαιη αντιμετώπιση. Όλα αυτά μας έχουν ενεργοποιήσει σε αυτή τη δράση ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού».
Η κ. Γεωργιάδου εξήγησε πως πολλές φορές η διαταραχή μπορεί να εμφανιστεί στην ενήλικη ζωή ενός ατόμου καθώς, όπως είπε: «Πάρα πολύ συχνά υπάρχουν φοιτητές για παράδειγμα που βλέπουν κάποιες δυσκολίες στην οργάνωση τους στη φοιτητική ζωή, άρα αναζητούν μια βοήθεια. Αυτοί είχαν ένα υποστηρικτικό πλαίσιο στην παιδική και εφηβική ηλικία που ήταν η οικογένεια ή μια οργάνωση στο σχολείο-δομές που στήριζαν την καθημερινότητα του. Όταν κάποιος σαν φοιτητής φεύγει από το σπίτι του και πηγαίνει σε μια άλλη πόλη πρέπει να προσαρμόσει μόνος του την καθημερινότητα του στα μέτρα του. Ο ενήλικας με ΔΕΠΥ διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις συνθήκες».
Σε ότι αφορά τα παιδιά που έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ φοιτούν σε κανονικό σχολείο, όπως εξήγησε η κ. Γεωργιάδου, όμως δεν προβλέπεται γι’ αυτά παράλληλη στήριξη: «Γι’ αυτά τα παιδιά δεν εγκρίνεται παράλληλη στήριξη γιατί υπάρχουν λίγες ώρες και προτεραιότητα δίδεται στο να καλυφτούν οι ανάγκες παιδιών που είναι στο φάσμα του αυτισμού. Θα μπορούσαμε όμως με παράλληλα στήριξη να βοηθηθούν τα παιδιά με ΔΕΥΠΥ στην οργάνωση τους κατά τη μαθησιακή διδασκαλία στο σχολείο. Ωστόσο χρειάζεται δουλειά και στο σπίτι. Η παρέμβαση λοιπόν αφορά και στους γονείς. Να γνωρίζουν τη διαταραχή, να τροποποιούσουν τη δική τους συμπεριφορά, ώστε να μπορέσουν να βοηθήσουν τα παιδιά να αντιμετωπίσουν το θέμα τους. Ο γονιός θα έχει κάποιες ενδείξεις. Με αυτές τις ενδείξεις θα ζητήσει αξιολόγηση είτε από ένα παιδοψυχίατρο ή από ένα παιδίατρο αναπτυξιολόγο, είτε θα απευθυνθεί σε έναν δημόσιο φορέα, διάγνωση που είναι τα κατά τόπους ΚΕΔΔΥ ή τα ιατροπαιδαγωγικά κέντρα ή τα κέντρα ψυχικής υγείας. Μετά τη διάγνωση θα χρειαστεί να ακολουθήσει κάποιες θεραπευτικές παρεμβάσεις. Οι πρώτης γραμμής παρεμβάσεις που δίνονται είναι η ψυχοεκπαίδευση του γονιού και του παιδιού, κάποιες εργοθεραπείες που θα το βοηθήσουν στην οργάνωση του χώρου και του χρόνου του. Μπορεί να χρειαστούν και λογοθεραπείες γιατί μπορεί να έχει σαν συνυπάρχουσα κατάσταση μια δυσλεξία, άρα θα το βοηθήσει η λογοθεραπεία, γι’ αυτό λέμε ότι είναι πολλαπλές οι παρεμβάσεις που απαιτούνται. Το πολύ σημαντικό είναι η συνεργασία γονιών και εκπαιδευτικών για να μην στιγματιστεί το παιδί με ΔΕΠΥ, να μην έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση γιατί αυτό χαρακτηρίζει και τους ενήλικες με ΔΕΠΥ. Έχουν συσσωρευμένες απογοητεύσεις και αυτό τους δημιουργεί χαμηλή αυτοεκτίμηση. Από την άλλη οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν για τη διαταραχή, γιατί με δεδομένα τα ποσοστά κάθε χρόνο θα έχουν τουλάχιστον έναν μαθητή στον οποίο πρέπει να φερθούν με τον κατάλληλο τρόπο για να τον βοηθήσουν, να μην τον τιμωρούν, να μην το περιθωριοποιούν».
Ο Νίκος Βαράκης, παιδίατρος, μίλησε στα «Ρ.Ν.» για τον ρόλο του παιδιάτρου στην έγκαιρη ανίχνευση και παραπομπή σε ειδικούς και μεταξύ άλλων τόνισε: «Η ιατρική παρέμβαση είναι πολύπλευρη. Δεν είναι μόνο το φάρμακο έχει και άλλες θεραπείες που μπορούμε να δοκιμάσουμε, όπως είναι η συμπεριφορική παρέμβαση με παιδοψυχολόγο για παιδιά ή ψυχολόγο για ενήλικα. Υπάρχουν και οι πρώιμοι δείκτες -πριν τα 4 έτη- που δεν πρέπει να τους αγνοούμε, γιατί όσο πιο έγκαιρη είναι η παρέμβαση τόσο καλύτερη θα είναι η πορεία μετά και βέβαια επειδή ακριβώς έχει παθολογία η συγκεκριμένη διαταραχή έχει θέση και η φαρμακευτική αγωγή όπου μπαίνει η διάγνωση της ΔΕΠΥ και οι πρώτες παρεμβάσεις ψυχολογίας ή συμπεριφορικές δεν έχουν αποτέλεσμα. Η ΔΕΠΥ έχει διάφορες διαβαθμίσεις σοβαρότητας. Όταν έχουμε πραγματικά ΔΕΠΥ δεν είναι εύκολο να το «χάσει». Είναι μεν δύσκολο να διαγνωστεί με την έννοια ότι πρέπει να επηρεάζει τη λειτουργικότητα του παιδιού σε διάφορους τομείς. Δηλαδή, δεν αρκεί μόνο στην οικογένεια να κάνει τον χαμό, το παιδί ή στο σχολείο. Πρέπει όταν μπει η διάγνωση να ελεγχτεί όλο το περιβάλλον του παιδιού και από την πλευρά της οικογένειας και του σχολείου και των υπολοίπων δραστηριοτήτων και όταν σε αυτά τα πεδία παρουσιάζει συμπτωματολογία τότε μπαίνει η διάγνωση. Γιατί μπορεί σε ένα τομέα -στο σχολείο να διαμαρτύρεται η δασκάλα ότι το παιδί δεν κάθεται φρόνιμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει ΔΕΠΥ το παιδί. Ο γονιός αν τυχόν του πουν από το σχολείο ή από τον παιδικό σταθμό ότι βλέπουν κάτι περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά είναι προτιμότερο να το ελέγξει παρά να στρουθοκαμηλίζει και να λέει ότι δεν έχει τίποτα το παιδί, ούτε όμως και το ανάποδο, να αποδίδει τα πάντα εκεί πέρα».
«Δύσκολη η διάγνωση στους ενήλικες»
Η ΔΕΠΥ στους ενήλικες δεν είναι ακόμα ιδιαίτερα γνωστή στους ειδικούς επαγγελματίες υγείας και αυτός είναι ο κύριος λόγος που είναι δύσκολη η διάγνωση και η θεραπευτική αντιμετώπισή της. Στην Ελλάδα οι εξειδικευμένοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι είναι ελάχιστοι, ενώ ο αριθμός των ενηλίκων που υποψιάζονται πως έχουν τη διαταραχή αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς.
«Σε περίπτωση που η ΔΕΥΠΥ διαγνωστεί σε ενήλικα θα τον βοηθήσει η γνωσιακή συμπεριφορική σαν θεραπεία όπου αναγνωρίζει ποιες συμπεριφορές του, του δημιουργούν πρόβλημα. Άρα μπαίνει στη διαδικασία να τις τροποποιήσει για να έχει καλύτερη καθημερινότητα, μαθαίνει κάποια «κόλπα» να οργανώνεται. Δυστυχώς στη ΔΕΠΥ ενηλίκων δεν υπάρχουν πολλοί ειδικοί. Στην Κρήτη υπάρχει το ιατρείο στο ΠΑΓΝΗ υπεύθυνη η ψυχίατρος Ευγενία Χουρδάκη και στην Αθήνα είναι το Αιγινίτειο» είπε η κ. Γεωργιάδου.
Η Ευγενία Χουρδάκη, ψυχίατρος, διευθύντρια ψυχιατρικού τομέα ΓΝΗ «Βενιζέλειο» στον χαιρετισμό της, στη διάρκεια της εκδήλωσης, μεταξύ άλλων τόνισε: «Παλιότερα όλοι θεωρούσαμε ότι είναι ένα πρόβλημα που αφορά τα παιδιά ή τους εφήβους. Πρόκειται για μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή με νευροβιολογικές αλλοιώσεις που σημαίνει αλλοιώσεις σε διαφορετικά σημεία του εγκεφάλου και αντίστοιχα με το που είναι το κάθε πρόβλημα έχουμε και τα αντίστοιχα συμπτώματα, όπως εκτελεστικές λειτουργιές ή αναστολές κινητικής παρόρμησης ή παρόρμησης γενικά ή διαταραχές συγκέντρωσης. Η ΔΕΠΥ είναι μια χρόνια διαταραχή, ξεκινά από την παιδική ηλικία αλλά συνεχίζεται στο ένα τρίτο με ήπια συμπτώματα, τα οποία μπορεί να μην φαίνεται και να μην δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στο ίδιο το άτομο και το ίδιο άτομο να βλέπουμε ότι προσπαθεί να επιλύσει τις δυσκολίες του, χωρίς να ζητά βοήθεια από κάποιο ειδικό, το ένα τρίτο συνεχίζεται με μέτρια συμπτώματα, όπως είναι τα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις, οι εργασιακές αποτυχίες, οι καταχρήσεις όπως είναι το αλκοόλ και στο ένα τρίτο των ατόμων που έχουν ξεκινήσει με ΔΕΠΥ από την παιδική ηλικία η πρόγνωση είναι αρκετά κακή αν μείνουν χωρίς βοήθεια γιατί παρουσιάζουν σοβαρή δυσλειτουργικότητα σε πολλούς τομείς, όπως η εργασία, η οικογένεια βλέπουμε άτομα να καταλήγουν με εξαρτήσεις από αλκοόλ ή άλλες ουσίες να καταλήγουν στις φυλακές και να παρουσιάζουν εγκληματική συμπεριφορά».
Από την άλλη ο Νίκος Σχετάκης, εμψυχωτής, επεσήμαινε πως τα άτομα με ΔΕΠΥ είναι παρεξηγημένα: «Τα άτομα με ΔΕΠΥ έχουν πολύ καλά στοιχεία και δυστυχώς στο πλαίσιο που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στη χώρα αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες. Δεν υπάρχει αρκετή ενημέρωση και οι δυσκολίες αυτές έχουν να κάνουν σε όλους τους τομείς, εργασία, συντροφική σχέση, φιλική σχέση και στα οικονομικά του. Παλαιότερα θεωρούσαμε ότι τα συμπτώματα για τη ΔΕΠΥ είναι η διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα, τώρα βέβαια γνωρίζουμε ότι τα συμπτώματα έχουν να κάνουν με τη δυσκολία στην οργάνωση του χώρου, του χρόνου, στη δυσκολία στη βραχυπρόθεσμη μνήμη ή στην κινητοποίηση. Μπορεί να δυσκολεύεται κάποιος να ξεκινήσει μια εργασία ή να την ξεκινάει και να την αφήνει στη μέση και βεβαίως για όλα αυτά υπάρχουν λύσεις απλώς χρειάζεται κάποιος να τις μάθει».
Όταν κάποιος διαγνωστεί με ΔΕΠΥ, σύμφωνα με τον κ. Σχετάκη, η εκπαίδευση αποτελεί την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση: «Σε αυτό θα βοηθούσε το coaching για τη διάσπαση προσοχής και γενικά όσο γίνεται καλύτερη ενημέρωση ώστε να ξέρουν οι ίδιοι να χειριστούν τη διαταραχή αλλά και οι γύρω τους και να μην παρεξηγούνται, για παράδειγμα κάποιος μπορεί να αργήσει στο ραντεβού του και οι άλλοι το εκλαμβάνουν ως αδιαφορία ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ίαση δεν υπάρχει, ωστόσο μαθαίνει κάποιος να ζει με αυτό και μπορεί να ζήσει πάρα πολύ καλά. Σε ότι αφορά τη φαρμακευτική αγωγή εξακολουθεί να αποτελεί ταμπού όμως βοηθά πολύ, όπως επίσης η καλή διαχείριση του ύπνου, η σωστή διατροφή, από την άλλη απαιτείται εκπαίδευση των ειδικών».