(Συνέντευξη στον τ. Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Γιάννη Πυργιωτάκη)
του Δημήτρη Ζ. Αρχοντάκη
Φιλολόγου – τ. Δημάρχου Ρεθύμνης
Γ‘
Αρχοντάκης: Δεν ξέρω αν μπορώ να πω περισσότερα.
Πυργιωτάκης: Ασφαλώς και μπορείτε. Όλα αυτά είναι μέσα στο θέμα μας.
Αρχοντάκης: Συνεχίζω λοιπόν. Μετά την ορκωμοσία μου στο γραφείο του Νομάρχη, οι δημοσιογράφοι μου ζήτησαν μια δήλωση κι εγώ έκανα μια λιγόλογη ανακοίνωση, το κεντρικό νόημα της οποίας ήταν το εξής: «Προτίθεμαι να αφιερώσω το σύνολον των δυνάμεων μου δια την ευσυνείδητον και εντός των πλαισίων των νόμων και των παρασχεθησομένων δυνατοτήτων εκτέλεσιν των καθηκόντων μου απέναντι του Δήμου ως οργανισμού και των δημοτών ως κοινωνικού συνόλου». Το αναφέρω, γιατί αυτό έκαμα σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς θητείας μου στον Δήμο. Κατόπιν με παρέλαβε ο μετέπειτα αλησμόνητος φίλος και πολύτιμος συνεργάτης Κώστας Χαμαράκης, Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, και με μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο Δημαρχείο, όπου γνώρισα, εκτός από το ίδιο το κτήριο, τον άλλο μετέπειτα στενό φίλο και πολύτιμο συνεργάτη Μανό Αστρινό, Προϊστάμενο του προσωπικού του Δήμου, ο οποίος με παρουσίασε στους υπαλλήλους του.
Μετά την παρουσίαση, ο ίδιος μου έκαμε μια αναλυτική ενημέρωση για τη δομή και τη λειτουργία του Δήμου. Ήθελα πολύ να μάθω τι ακριβώς έκανε ο Δήμος, ποιο ήταν το έργο του και επομένως ποιος θα ήταν ο δικός μου ρόλος εκεί που με είχαν στείλει. Η διάθεσή μου ήταν, αφού βρέθηκα που βρέθηκα εκεί, να προσπαθήσω να κάνω ότι καλύτερο μπορούσα μέχρι να μου πουν να πάω στο σπίτι μου. (Δεν μου το είπαν, αντίθετα μετά από τρία περίπου χρόνια ήρθε στο Ρέθυμνο ο υφυπουργός Εσωτερικών Αθ. Τσαρμακλής και μου μετέφερε πρόταση της Κυβέρνησης να αναλάβω ένα Υφυπουργείο σε πρώτη φάση και αργότερα ένα Υπουργείο. Αρνήθηκα άμεσα και απάντησα: «Δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες, για το Ρέθυμνο κάθομαι να δουλέψω, αλλού δεν πηγαίνω» και η Κυβέρνηση δεν επέμεινε).
Η λεπτομερής και ουσιαστική ενημέρωση του κ. Αστρινού μου δημιούργησε καταθλιπτική εντύπωση, καθώς:
Ο Δήμος (14 διοικητικοί και οικονομικοί υπάλληλοι με μοναδικό πτυχιούχο τον κ. Αστρινό και 2 κλητήρες) στριμωχνόταν στον πρώτο όροφο ενός παλιού κτηρίου, στην οδό Αντωνίου Μελιδόνη.
– Δεν είχε τεχνική υπηρεσία, ένα μόνο εργοδηγό απόφοιτο δημοτικού, πολύ σωστό υπάλληλο και δουλευτή, χωρίς γραφείο.
– Ένας επιστάτης καθαριότητας και μερικοί οδοκαθαριστές «στεγαζόταν» σ’ ένα ανοιχτό τσίγκινο παράπηγμα κολλητά στο ΤΟΛ της Μ. Πόρτας και τα καροτσάκια τους κάτω από την εκεί κρεβατίνα.
– Ένας επιστάτης υδρεύσεως και μερικοί υδραυλικοί «στεγαζόταν» σε άλλο ανοιχτό παράπηγμα στο οικόπεδο που είναι σήμερα ο ΟΤΕ, απέναντι από το Παλαιοντολογικό Μουσείο.
– Το παλιό αρχείο του Δήμου, από τη σύστασή του, βρισκόταν στον Οικίσκο Λιπαντικών στην ακροθαλασσιά της Σοχώρας και η πόρτα του ήταν δεμένη μ’ ένα σκοινάκι.
– Η παροχή νερού βασιζόταν στη βενετσιάνική υδρομάστευση, της «Μάνας του Νερού» στον Ευληγιά και τη σύγχρονή της δεξαμενή στον Μασταμπά καθώς και σ’ ένα μικρό αντλιοστάσιο στον Κουμπέ και ένα ακόμη αντλιοστάσιο στον Πλατανιά, που αντλούσε υφάλμυρο νερό. Ένας υδρονομέας μοίραζε το νερό στους διάφορους κλάδους του φθαρμένου δικτύου, ώστε να παίρνουν όλες οι συνοικίες από λίγες ώρες ημερησίως, αλλά στα ψηλότερα σημεία συνήθως δεν έφτανε.
– Τα σκουπίδια μαζευόταν με ένα ανοιχτό φορτηγό και γκρεμιζόταν στο φαράγγι του Αγίου Αντωνίου στην τελευταία στροφή του δρόμου προς Ατσιπόπουλο, που σήμερα έχει ενσωματωθεί στο Στρατόπεδο «Θεοδωράκη».
– Η αποχέτευση γινόταν στο βενετσιάνικο παντορροϊκό δίκτυο, που είχε προ πολλού μπαζωθεί και λειτουργούσε σαν τεράστιος σηπτικός και απορροφητικός βόθρος. Ελάχιστα στραγγίσματα έφταναν στις εκβολές του στη θάλασσα, αρκετά όμως για να τη μολύνουν βαριά, τα πολλά λύματα τα απορροφούσαν οι τοίχοι των κτισμάτων, που μούλιαζαν εσωτερικά και εξωτερικά μέχρι και τον τρίτο όροφο.
– Μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης πλημμύριζε κάθε χειμώνα από όμβρια νερά και ολόκληρη σχεδόν η πόλη κάθε δέκα περίπου χρόνια από υπερχείλιση των χειμάρρων που τη διασχίζουν.
– Το ηλεκτρικό φως τρεμόσβηνε και υπήρχαν ελάχιστα τηλέφωνα.
Ως επιστέγασμα της ενημέρωσής του ο Μανός πρόσθεσε χαριτολογώντας ότι παλιότερα η περιοχή του δημαρχείου λεγόταν «Χαλάστρα» και ότι ο μακαρίτης Λυκούργος Καφάτος, ιδρυτής και εκδότης του «Βήματος», χαρακτήριζε τον Δήμο σκωπτικά «Δήμο Χαλαστραίων». Σε μένα όμως η λέξη πήρε άλλη σημασία και επιβάρυνε την καταθλιπτική εντύπωση που είχα ήδη.
Συνεχίζοντας πρέπει να πω ότι δεν αρκέστηκα στην ενημέρωση του κ. Αστρινού. Μέσα σε λίγες μέρες, ή μάλλον νύχτες, διάβασα όλους τους φακέλους του ενεργού αρχείου, που δεν ήσαν και πολλοί και αφορούσαν γραφειοκρατικά, κυρίως υπαλληλικά και δικαστικά θέματα.
Στην ενημέρωση του Μανού πρόσθεσα τα οικονομικά δεδομένα που ζήτησα και πήρα από τη στατιστική υπηρεσία για τους τέσσερις νομούς της Κρήτης και συνολικά της χώρας. Ήταν απογοητευτικά: Το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα του Ρεθύμνου ήταν 424 δολάρια έναντι 840 της χώρας, μόλις το μισό. Κι επειδή ήξερα ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι ο μέσος όρος μεταξύ πλούσιων και φτωχών, κατάλαβα ότι το εισόδημα των κατοίκων της Παλιάς Πόλης ήταν ίσως το μισό του μισού της χώρας, οι άνθρωποι ζούσαν, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση εκείνης της εποχής , «με το μεσοκούκι της φακής». Αυτό εξηγούσε όλες τις εικόνες ακραίας φτώχειας που είχα αποκομίσει από τη μαθητική μου ζωή στην Παλιά Πόλη.
Αυτό εξηγούσε και την κίνηση του πληθυσμού που ζήτησα και πήρα από τη Στατιστική Υπηρεσία: Την τελευταία δεκαετία η πόλη του Ρεθύμνου είχε χάσει -2% των κατοίκων της, ενώ η πόλη των Χανίων είχε αύξηση κατά +5%, του Ηρακλείου αύξηση κατά +21% και του Αγ. Νικολάου κατά +34%. Το Ρέθυμνο ήταν η μόνη πρωτεύουσα νομού της Κρήτης που αδυνατούσε να συγκρατήσει τον δικό της πληθυσμό, όχι να τον αυξήσει ενσωματώνοντας τον μετακινούμενο από την ενδοχώρα του νομού αγροτικό πληθυσμό, όπως οι άλλες τρεις πρωτεύουσες της Κρήτης.
Φυσικά ήξερα και τις φυσικές καλλονές του Ρεθύμνου, η κυριότερη των οποίων ήταν, και είναι, οι απέραντες ωραίες αμμουδιές του.
Αυτό ήταν σε πολύ γενικές γραμμές το αρχικό εμπειρικό και γνωστικό υλικό που επεξεργάστηκα τις πρώτες εβδομάδες της δημαρχίας μου με δημοσιογραφικό πνεύμα, π ου ήξερα, και όχι με αυτοδιοικητικά κριτήρια, που δεν είχα, και σύντομα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η πόλη βρισκόταν σε τροχιά κατάπτωσης και εκμηδένισης, ήταν παγιδευμένη στο βενετσιάνικο και το τουρκικό παρελθόν της, αποτελματωμένη σε μορφές ζωής και δραστηριότητες που εξελικτικά είχαν ξεπεραστεί. Συγκεκριμένα:
α. Από οικιστική άποψη ο πληθυσμός ζούσε κυρίως στην Παλιά Πόλη, η οποία είχε δομηθεί επί Βενετών και Τούρκων και η επιβάρυνση των αιώνων είχε δημιουργήσει δραματικές οικιστικές συνθήκες, επέπλεε στις ακαθαρσίες των 15.000 κατοίκων της.
β. Από οικονομική άποψη, η ζωή κινιόταν με βάση τον Πρωτογενή και Δευτερογενή Τομέα, δηλαδή την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία των γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων, όλα σε χαμηλό επίπεδο. Στην εποχή που σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο ο Τριτογενής Τομέας, ο Τουρισμός και οι άλλες Υπηρεσίες, κατακτούσε μια από τις πρώτες θέσεις στην απασχόληση και στην παραγωγή πλούτου, το Ρέθυμνο έμενε καθηλωμένο στις ίδιες δραστηριότητες που ασκούσε και πριν από αιώνες. Ο κόσμος προχωρούσε μπροστά και το Ρέθυμνο έμενε πίσω, παγωμένο στο παρελθόν, και κινούσε τον παγκρήτιο οίκτο που εκφράζει ο χαρακτηρισμός «Παντέρμο Ρέθεμνος». Χαρακτηριστικό είναι ότι μια ελπιδοφόρα προσπάθεια της περασμένης γενιάς για την ανάπτυξη βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη, με την επιτυχή λειτουργία αρκετών μονάδων σαπωνοποιίας, πυρηνελαιουργείων, ραφιναρίας, βυρσοδεψείων, μακαρονοποιίας κλπ τελικά ναυάγησε, γιατί απέτυχε να επωφεληθεί από νεότερα τεχνολογικά επιτεύγματα. Για παράδειγμα, από τις ανθούσες σαπωνοποιίες δεν προέκυψε καμιά μονάδα απορρυπαντικών, αλλά με την εμφάνισή τους στην αγορά όλες έκλεισαν. Το Ρέθυμνο της δεκαετίας του ’60 μαστιζόταν από ανεργία και τη συνακόλουθη δυσπραγία.
γ. Ο Δήμος δεν είχε συνειδητοποιήσει την προϊούσα κατάπτωση της πόλης, που την οδηγούσε σε θέση οπισθοδρομικού προμηθευτή ανθρώπινου δυναμικού του Ηρακλείου και της Αθήνας. Μάζευε τα σκουπίδια, μοίραζε το λιγοστό νερό, άδειαζε τα ξεχειλισμένα σημεία των υπονόμων, που ξαναγέμιζαν σύντομα, αλλά δεν επηρέαζε την πορεία της πόλης, δεν είχε κανένα απολύτως σχέδιο για τη ριζική αντιμετώπιση των προβλημάτων, δηλαδή για τον εκσυγχρονισμό του Ρεθύμνου. Σε ένα φωριαμό αναπαυόταν μακάρια κάτω από ένα παχύ πάπλωμα σκόνης η μελέτη Πικιώνη για την ανάδειξη της Φορτέτζας, την οποία είχε προσφέρει στον Δήμο ο αείμνηστος Παύλος Βαρδινογιάννης. Ο Δήμος βρισκόταν πίσω από την αποτελματωμένη πόλη, ουραγός, δεν ήταν μπροστά από αυτήν, αρχηγός και οδηγός της.
δ. Πριν περάσει ένας μήνας είχα καταλάβει ότι ο δικός μου ρόλος στον Δήμο θα ήταν να ενταχθώ στη νοσηρή ακινησία της πόλης και να υπογράφω πιστοποιητικά. Ο ρόλος αυτός δεν συμβιβαζόταν καθόλου με τα βιώματα και τον χαρακτήρα μου, δεν μου ταίριαζε. Θα άξιζε να εμπνεύσω στον Δήμο ένα Νέο Ρόλο, με νέες ιδέες και καινοτόμες πρωτοβουλίες, καθαρά αναπτυξιακό, ώστε να μπει μπροστά από την πόλη, να γίνει Οδηγός της και να τη ρυμουλκήσει προς μια αυτόνομη ανάπτυξη και ματαίωση του εφιάλτη της σταδιακής απορρόφησης του ισχνού δυναμικού της από δυναμικότερες πόλεις. Αυτή ήταν η επιλογή μου: Ή θα άλλαζε ρόλο ο δήμος ή θα άλλαζε ο δήμαρχος. Η δημαρχία ως αξίωμα δεν με ενδιέφερε, με ενδιέφερε η φιλολογία και το φροντιστήριό μου, ενώ στον Δήμο εκτελούσα διατεταγμένη υπηρεσία. Αν δεν άρεσε στην εξουσία η σκέψη μου, ας με έστελνε στο σπίτι μου ή έστω πίσω στο 619 Τάγμα Πεζικού στα Γρεβενά να κάνω πάλι «αέρα» με τους στρατιώτες μου στους γνώριμούς μου λόφους.