Κάποτε σε έπαιρνε το μάτι μου να μιλάς στο τηλέφωνο.
Πόσο αλλιώτικη φαινόσουν τότε… Έλαμπες ολόκληρη. Μπορούσα να ακούσω
ακόμα και τη φωνή σου. Υπέθετα ότι θα μίλαγες με κάποιο από τα παιδιά
σου. Δεν μπορεί άλλωστε να μην είχες παιδιά στην ηλικία σου. Τα χρόνια
επάνω σου είχαν βαρύνει τόσο …όσο και η βαριά ζακέτα που έριχνες στους
ώμους σου όταν ο καιρός ψύχραινε τα μοναχικά εκείνα φθινοπωρινά
απόβραδα. Δεν είχαμε ανταλλάξει ποτέ ούτε μια κουβέντα. Δεν έτυχε… Όμως
δεν μπορούσα να μη διακρίνω τη αβάσταχτη μοναξιά που αντανακλούσε
…εκείνο το μικρό μπαλκόνι, με τη λιγοστή «πραμάτεια» του.
Μόνο μια φορά θυμάμαι είχες επισκέψεις… από κάποιους συγγενείς σου.
Έτσι φαντάστηκα… Και τότε, κουτσαίνοντας, αλλά με τόση λαμπερή διάθεση,
κέρναγες με χαρά και περίσσια αγάπη κάποιο γλυκό του κουταλιού που
υπέθεσα πως είχες φτιάξει μόνη σου και που ….δεν τέλειωνε στο βάζο, αφού
όλοι έλειπαν …πήραν το δρόμο τους …μοιράστηκαν εδώ κι εκεί, έτσι όπως
μοίραζες τα τραπουλόχαρτα στο μικρό σου τραπέζι με το πλαστικό
λουλουδάτο τραπεζομάντηλο…
Σήμερα, λίγο πριν το μεσημέρι, το μάτι μου έπεσε επάνω σε ένα μεγάλο
φορτηγό μεταφορών που είχε παρκάρει ακριβώς στην είσοδο του διώροφου που
έμενες. Εκείνου του διώροφου που φιλοξενούσε εκτός από σένα και ένα
νεαρό ζευγάρι που είχε έρθει πρόσφατα στη γειτονιά για να στεγάσει εκεί
τον έρωτα του και το νέο του ξεκίνημα. Κάποιες φορές είχατε ανταλλάξει
μερικές κουβέντες …ιδίως όταν η σιλουέτα της κοπέλας έδειξε ότι
κυοφορούσε τον πρώτο «βλαστό» της.
Πρόσεξα τότε πως το μπαλκόνι του ζευγαριού ξαφνικά, γέμισε από
γλάστρες και όμορφα λουλούδια. Την θυμάμαι αυτή την υποσυνείδητη…
επιθυμία της εγκυμοσύνης. Έτσι κι εγώ όταν έμαθα ότι ήμουν έγκυος ήθελα
να φυτεύω και να αγγίζω φυτά και σπόρους …ήθελα να κοιτάζω ομορφιές …και
άνθη. Να παραχώνω στο χώμα καρπούς που θα παρακολουθούσα να βλασταίνουν
και να αναπτύσσονται, όπως ακριβώς και το ….φασολάκι που μεγάλωνε μέσα
μου.
Το δικό σου μπαλκόνι όμως ήταν τελείως άδειο. Όσο και αν προσπαθούσα
…μόνο το βάζο με τις ψεύτικες μαργαρίτες μπορούσα να διακρίνω.
Πώς να μην κάνω τον συνειρμό τότε; Η ζωή αυτοπροσώπως, ζωγραφισμένη
στα πέντε μέτρα απέναντι. Δυο μπαλκόνια… δυο αντιφάσεις… δυο πορείες. Η
μια ανθισμένη στο ξεκίνημα. Η άλλη στο λιόγερμα …λίγο πριν τη δύση,
πλαστικοποιημένη όπως η τράπουλα και τα άνθη στο βάζο σου, γλυκιά μου
γιαγιά… γειτόνισσα.
Σήμερα με συγκίνησες… σε είδα να κάθεσαι εκεί στο πεζοδρόμιο… μόνη
χωρίς κανένα δικό σου, επάνω σε μια ψάθινη καρέκλα που κάποιος καλός
γείτονας σου πρόσφερε… μήπως και λυγίσεις… μέχρι ν’ αδειάσει τελείως το
σπίτι από τα λιγοστά σου παλιά και μισοφαγωμένα από το σαράκι έπιπλα
…εκείνα που έβλεπες να προσγειώνονται μ’ εκείνο τον ξερό γδούπο, επάνω
στο φορτηγό.
Καθόσουν εκεί..σκυφτή και μόνη, με την ίδια πλεκτή ζακέτα στους
ώμους, ακουμπισμένη επάνω στο μαύρο λοξό μπαστούνι, που έγερνε
…αποκαμωμένο λες κι αυτό, από το χρόνο.
Κρατούσες μια μικρή δερμάτινη τσάντα και μια πλαστική στο άλλο χέρι,
ίσως με τα φάρμακα ή το κινητό σου, που κάποιο από τα παιδιά σου θα είχε
φροντίσει να σου δώσει …μήπως και συμβεί τίποτα …να αισθάνεσαι μια
κάποια ασφάλεια …εκείνα τα βράδια τα μοναχικά, παρέα με το βάζο και τα
τραπουλόχαρτα…
Μια τούφα από λευκά μαλλιά, ατίθασα ξέφευγαν από τον πρόχειρο κότσο.
Το βλέμμα σου «ισχνό» …κοιτούσε απέναντι αλλά δεν έβλεπε. Ήταν χαμένο
στο απόλυτο κενό …που χάραζε μια γραμμή αντί για χείλη, απ’ όπου
ξεπηδούσε μια θλίψη τέτοια, που …ποτέ δε θα ξεχάσω.
Και έτσι απλά, όπως πέφτει ένας χάρτινος πύργος από τραπουλόχαρτα
…έτσι έπεσε στο φορτηγό και το τελευταίο σου έπιπλο. «Τελειώσαμε κυρία…»
ακούστηκε βαριά η φωνή του εργάτη που ήρθε να σε διακόψει από τις
σκέψεις σου. Κι εσύ τότε έπρεπε να σηκωθείς. Να αποχαιρετήσεις το σπίτι
αυτό που σε φιλοξένησε για χρόνια …τη γειτονιά αυτή που παρατηρούσες
εκείνες τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς, παρέα με τους γάτους και την ψηλή
αροκάρια… ν’ ανέβεις με κόπο τα σκαλιά του φορτηγού και να αναχωρήσεις
…ποιός ξέρει για πού γιαγιάκα …σκυφτή.
Σε χαιρέτησα νοητά μέσα από τη καρδιά μου. Σου κούνησα το λευκό
μαντήλι του αποχαιρετισμού… του μόνιμου κι ευχήθηκα μέσα από τη ψυχή μου
να πήγαινες κάπου καλύτερα …με ένα από τα παιδιά σου ίσως …και όχι σε
κάποιο άλλο φτωχότερο σπίτι, ή ακόμα χειρότερα …σε κάποιο από εκείνα τα
ψυχρά ιδρύματα. Ναι. Είναι σκληρή η ζωή για τους ηλικιωμένους. Σε κάθε
εποχή, σε κάθε κοινωνία, πολιτισμένη ή μη, τα άτομα της τρίτης ηλικίας
δοκιμάζονται ποικιλοτρόπως. Γι’ αυτό και κρύβω ιδιαίτερη ευαισθησία για
τους απόμαχους της ζωής. Ιδιαίτερα όταν η ανημποριά είναι αβάσταχτη, η
θέληση στο να μπορείς να ελπίζεις και να έχεις φωτεινό χαμόγελο στα
χείλη …κρύβει απίστευτου βαθμού δυσκολία στην κλίμακα διαβάθμισης του
καθημερινού αγώνα της ύπαρξής μας.
Στο καλό γλυκιά μου… γιαγιά γειτόνισσα. Εγώ θα σε θυμάμαι κι ας μην
έτυχε να γνωριστούμε ποτέ …γιατί απλά σε κράτησα μέσα μου, όπως κράτησα
για πάντα και τη δική μου γιαγιά… έτσι σκυφτή με τα λευκά της τα
μαλλάκια που ξέφευγαν από τις φουρκέτες, τις μαύρες χονδρές κάλτσες… κι
εκείνη τη βαριά πλεχτή ζακέτα που βάραινε τόσο όσο και τα χρόνια της, μα
που η καρδιά της έδειχνε πως ήταν ανάλαφρη σαν πεταλούδας και σαν
κοπέλας στο ξεκίνημα της νιότης της, έτσι όπως είναι η άλλη μου
γειτόνισσα που περιμένει υπομονετικά το βλαστό της …και κάθε μέρα
βγαίνει και ποτίζει και χαϊδεύει και παρατηρεί …τη ζωή που ανθίζει μέσα
και έξω της…
Βράδιασε νωρίς κι απόψε …όλο και πιο αχνά τα φώτα της γειτονιάς μετά
βίας μου επιτρέπουν να διακρίνω τις σκοτεινές φιγούρες από τα
σφραγισμένα πορτοπαράθυρα του μικρού μπαλκονιού που, μόνο του πια,
αναζητούσε… έστω και αυτή την ανάλαφρη παρουσία του μικρού τραπεζιού με
το πλαστικό λουλουδάτο τραπεζομάντηλο….
Είναι το φθινόπωρο που ευθύνεται, σκέφτηκα.
….Ή μήπως όχι;
(Αφιερωμένο σε όλες τις μοναχικές γλυκές γιαγιάδες του κόσμου… που κάθε φορά μου θυμίζουν τη δικιά μου να με επισκέπτεται…).