Έγινε λόγος τελευταία για μια γιγαντόλυρα και κάποιοι σχημάτισαν την εντύπωση ότι δημιουργήθηκε ένα αξιοθέατο για να εμπλουτίζει τα παραδοσιακά γλέντια.
Έτσι είναι άραγε; Και γιατί δημιουργήθηκε αυτή η λύρα;
Η είδηση είναι στις επιβλητικές διαστάσεις της ή μήπως έχει ένα πιο σοβαρό προορισμό;
Γιατί άραγε την ζήτησε ο κ. Πραματευτάκης από τον γνωστό κατασκευαστή κ. Παπαλεξάκη; Και ποιος είναι ο λόγος που την κάνει ξεχωριστή;
Η φιλία και συνεργασία χρόνων με τον κ. Μπάμπη Πραματευτάκη μου επιτρέπει να έχω άποψη επί του θέματος. Κι είναι σημαντικό να μοιραστούμε αυτές τις γνώσεις γνωρίζοντας καλύτερα την αποστολή της γιγαντόλυρας.
Πολλές φορές ο μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης εκτός από τη συνεργασία για κάποιο συμφωνικό έργο, μοιράστηκε με την ταπεινότητά μου σχέδια και ιδέες πάνω σε διάφορα θέματα.
Μια από τις ιδέες αυτές ήταν και η κατασκευή μιας γιγαντόλυρας. Απόρησα στην αρχή. Κι όταν έμαθα τον ουσιαστικό σκοπό του εγχειρήματος αυτού κατάλαβα ότι γίνεται ένα τεράστιο βήμα στην εξέλιξη της παραδοσιακής μουσικής χωρίς να κινδυνεύει από νοθεύσεις με άλλα ηχοχρώματα.
Τη φιλοσοφία του επί του θέματος ο κ. Πραματευτάκης εξηγεί λεπτομερώς στο πανηγυρικό αφιέρωμα του Ιδρύματος Ελευθέριος Βενιζέλος με την ευκαιρία της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Και μεταξύ άλλων ο εκλεκτός μας δημιουργός αναφέρει: «Η Κρητική Μουσική όπως προβάλλεται σήμερα σπάζοντας το φράγμα των συνόρων και των άλλων μουσικών απαιτήσεων μας κάνει περήφανους τους Κρητικούς.
Η ενεργός ανάμειξη νέων κυρίως με μουσικές γνώσεις από σπουδές στα Ωδεία δημιουργεί πλέον και τη βεβαιότητα μιας συνέχειας στη μουσική μας παράδοση.
Κι έτσι έπρεπε. Γιατί τα όποια ακούσματα βρήκαμε από τις παλιότερες γενιές μαρτυρούν την αέναη προσπάθεια του λαού μας σε καιρούς δίσεκτους και σε χρόνια πέτρινα να κρατήσει αλώβητη την εθνική του ταυτότητα.
Από τα βασικότερα είναι βέβαια η μουσική που δεν έπαψε να αποτελεί πηγή έκφρασης, δημιουργίας και πολιτισμού.
Σε φλύαρες αναφορές γύρω από την παράδοση επαναλαμβάνουμε στερεότυπα την ανάγκη προστασίας της. Αλλά τι ακριβώς εννοούμε δεν το προσδιορίσαμε ποτέ. Δεν έχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας αν πρέπει να κρατηθεί η παράδοσή μας στα μουσειακά πρότυπα ή αν μια παρέμβαση με νέα στοιχεία που αποτελεί επιταγή των καιρών είναι απαραίτητη.
Έτσι φθάνουμε στο σημείο να βλέπουμε προσθήκες σε μουσικά σχήματα κρητικής μουσικής με όργανα ξένα στα παραδοσιακά ηχοχρώματα στο όνομα της εξέλιξης του είδους. Και αυτό βέβαια δεν είναι παρά μια κατάφορη νοθεία της παράδοσης όπως την κληροδότησαν οι πρωτομάστορες του είδους».
Επιβάλλεται η συνέχεια
Και ο κ. Πραματευτάκης, συνεχίζει:
«Αυτό δεν σημαίνει ότι θα μείνουμε στάσιμοι στα ήδη γνωστά και αποδεκτά πρότυπα. Αλίμονο αν δεν υπήρχε μια συνέχεια στο μουσικό μας πλούτο. Και ευτυχώς τη διακρίνουμε στην υγιή της μορφή μέσα στο χρόνο υποθέτοντας απλά τους λόγους που την επέβαλαν.
Το λυράκι για παράδειγμα έβαλε την αρχή στα παραδοσιακά μας ηχοχρώματα. Θα πρέπει όμως ο οξύς ήχος του να υποχρέωσε στη δημιουργία της βροντόλυρας. Κι όταν πια το αυτί έγινε πιο απαιτητικό σε ποιότητα ήχου φθάσαμε στη λύρα. Όλα αυτά όμως, το λυράκι, η λύρα η βροντόλυρα ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Δεν είναι ξένα στο παραδοσιακό μας άκουσμα. Και δεν ενοχλούν τους πραγματικούς θεματοφύλακες της παράδοσης.
Μια καινοτομία που δείχνει και δημιουργικό πνεύμα είναι η προσθήκη των γερακοκούδουνων. Πάντα σκεφτόμουν ότι στο σύνολο των ήχων που δίνει αυτό το τρίο των οργάνων, ξεκινώντας από το βαθύτερο ήχο της βροντόλυρας μέχρι τον οξύτερο που μας δίνει το λυράκι, λείπουν οι πολύ βαθείς ήχοι, αυτοί που σ’ ένα μουσικό έργο είναι τα θεμέλια της εναρμόνισής του.
Το πρόβλημά μου ήταν εάν ένα τέτοιο μουσικό όργανο θα έδινε το κρητικό ηχόχρωμα όπως το ήθελα. Τελικά βρήκα τον άνθρωπο που μπορούσε να με βοηθήσει σ’ αυτό το πείραμα. Είναι ο Γιώργος Παπαλεξάκης που κατασκευάζει λύρες. Με κάθε υπευθυνότητα έσκυψε πάνω στο σχέδιο που του έδωσα. Δεν σκέφτηκε ούτε χρόνο ούτε χρήμα. Από τα χέρια του βγήκε ένα νέο μουσικό όργανο. Μια ωραία μπάσα λύρα, ονειρώδης στην όψη, αγγελική στο άκουσμα και απόλυτα πιστή στο κρητικό ηχόχρωμα. Από τα επιδέξια χέρια του κατασκευαστή γεννήθηκε το θεμέλιο όργανο στο τρίο λυράκι, λύρα, βροντόλυρα και από τούδε και στο εξής θα είναι πια όχι το τρίο αλλά το κουαρτέτο, όπως θα χαρακτηρίζεται στην διεθνή ορολογία, του κρητικού ηχοχρώματος. Ο συνθέτης θα έχει, γράφοντας ένα μουσικό έργο, φυσικά στο χαρακτήρα, ύφος, ήθος και ρυθμό της μουσικής μας μια μεγάλη γκάμα ήχων που βαθυστόχαστα εξυπηρετεί κάθε μουσική του σκέψη».
Εντυπωσιακή η αρχή
Η πρώτη εμφάνιση της γιγαντόλυρας έγινε στη συναυλία με το συμφωνικό έργο του Μπάμπη Πραματευτάκη «Ενώσεως Κλέος». Ο Μιχάλης Δασκαλάκης πήρε το βάρος της πρώτης εκτέλεσης. Η μεγάλη αυτή λύρα που με το σωστό σχεδιασμό και την άριστη τεχνική του κ. Παπαλεξάκη αποκτά ήχο μαγικό, ήταν το θεμέλιο του παραδοσιακού κουαρτέτου. Μια ακόμα από τις καινοτομίες του Μπάμπη Πραματευτάκη, στη μουσική έκφραση. Η παρουσίαση του κουαρτέτου αυτού έγινε τη βραδιά που τιμούσε το Ρέθυμνο την επέτειο της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, προσθέτοντας στοιχεία εντυπωσιακά στη μουσική βραδιά με το συμφωνικό έργο που γράφτηκε ειδικά για την περίσταση.
Μέσα στους στόχους συνθέτη και κατασκευαστή είναι μια ευρύτερη παρουσίαση της καινοτομίας αυτής. Για να γίνει σαφής η σημαντικότητα του εγχειρήματος. Κι είναι αξιοσημείωτο ότι ασχολούνται πια με το θέμα εκτελεστές από άλλες χώρες και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον μάλιστα.
Βρισκόμαστε επομένως στην ανατολή μεγάλων εξελίξεων στον τομέα της παραδοσιακής μας μουσικής. Κι αυτό θα πρέπει να τονίζεται περισσότερο σε κάθε αναφορά της εντυπωσιακής πράγματι γιγαντόλυρας.