Η 30η Ιανουαρίου είναι μια από τις πιο τιμημένες ημερομηνίες του θρησκευτικού και εθνικού μας εορτολογίου, καθώς φορτίζεται από τον κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών και, παράλληλα, υπερφορτίζεται από το συνεορτασμό των Ελληνικών Γραμμάτων.
Ο κοινός εορτασμός του Μεγάλου Βασιλείου, του «ουρανοφάντορος», του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του «επιστήμονα της Ιερωσύνης», και του Γρηγορίου του Θεολόγου, του «Ισοκράτη της Εκκλησίας» ή «της Λύρας του πνεύματος» –παρά την ξεχωριστή εορτή της μνήμης του καθενός- καθιερώθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), προκειμένου να συμφιλιωθούν οι «Ιωαννίτες», οι «Βασιλίτες» και οι «Γρηγορίτες», οι τρεις δηλαδή παρατάξεις στις οποίες είχαν χωριστεί οι Χριστιανοί, εξαιτίας της διαμάχης των διανοούμενων της Κωνσταντινούπολης σχετικά με την αξιολογική ιεράρχηση των μεγάλων αυτών ανδρών. Η λύση αυτή λέγεται ότι προτάθηκε από το Μητροπολίτη Ευχαϊτών Ιωάννη το Μαυρόποδα και έγινε δεκτή από τους Χριστιανούς με μεγάλη ανακούφιση. Από τότε οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται ισάξιοι «κατά τη χάρη, τη σοφία και την αγιότητα».
Το 1841 η Σύγκλητος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ακολουθώντας έθιμο από την εποχή της Τουρκοκρατίας και παλιότερα ίσως, καθιερώνει τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών και ως γιορτή των Ελληνικών Γραμμάτων. Η πολιτεία αργότερα από βαθιά ιστορική συνείδηση επικυρώνει και νομοθετικά την απόφαση αυτή, επεκτείνοντάς τη σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης.
* * *
Ο συνδυασμός των δύο αυτών εορτών «δένει» αρμονικά, γιατί και οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν, καθώς έχει μελωδηθεί, «ανθρώπων χαρά, ιατροί επιστήμονες των νοσημάτων της ψυχής και του σώματος, ποιμένες Χριστομίμητοι, άνθη εύοσμα και μυρίπνοα, επίγειοι άγγελοι, της οικουμένης διδάσκαλοι…» και οι «μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας», που πότισαν όλη την Οικουμένη.
Ο από αιώνες αυτός κοινός εορτασμός εκπέμπει το μεγάλο μήνυμα πως οι γνήσιοι πνευματικοί άνθρωποι πορεύονται ασυμβίβαστοι στον αγώνα της κοινωνικής κατάθεσης με το λόγο και την πράξη τους, που φτάνει μέχρι την αυταπάρνηση.
- Πράγματι και οι τρεις μεγάλοι Έλληνες, θεολόγοι και φιλόσοφοι δεν είναι απλώς οδοδείκτες αλλά και οδοποιοί και οδοιπόροι. Δεν είναι διδάσκαλοι λόγων αλλά και ποιητές έργων ή, καλύτερα, «ποιούντες διδάσκουσιν». Μαστιγώνουν την πολυτέλεια και την ευτέλεια των ισχυρών με την τελειότητα του λόγου και του ασκητικού βίου τους.
- Τίποτε για τον εαυτό τους, όλα για τους άλλους. «Δε φοβούμαι τη φτώχια, δεν επιθυμώ τον πλούτο, δε φοβούμαι το θάνατο, δεν εύχομαι να ζήσω, παρά μονάχα για τη δική σας πρόοδο», γράφει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε μια επιστολή του. Αυτό το πνεύμα κρατά το Βασίλειο αταλάντευτο απέναντι στο Μόδεστο, το Γρηγόριο αμετακίνητο απέναντι στους Αρειανούς και τον Ιωάννη ατάραχο απέναντι στην οργισμένη Ευδοκία.
- Δεν καταλαμβάνουν τα ιερατικά αξιώματα με ανίερους τρόπους, ούτε ως αυτοσκοπούς. Τα αξιώματα είναι απλώς επιβράβευση της αξίας τους και αξίωση του πλήθους που τους λατρεύει. Και τη δύναμη που απορρέει από αυτά δεν την αξιοποιούν ως δημαγωγοί αλλά ως άξιοι παιδαγωγοί, ως φορείς κοινωνικής πρόνοιας και όχι αντικοινωνικής μικρόνοιας. Η ταπεινοφροσύνη τους τούς προστατεύει από κάθε ίχνος αρχομανίας, μεγαλομανίας, φημομανίας. «Όσο είσαι σπουδαίος, άλλο τόσο να είσαι ταπεινός. Όταν ανέβεις ψηλά, έχεις ανάγκη να πάρεις τα μέτρα σου για να μην ξεπέσεις», συμβουλεύει ο Ιωάννης σε μια άλλη επιστολή του.
- Εργάζονται για τη συνένωση των Χριστιανών, αδιαφορώντας για την προσωπική τους εξουθένωση. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος παραιτείται από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης για να προλάβει σχίσμα στην εκκλησία, δείχνοντας με τη μεγαλειώδη του αυτή πρωτοβουλία ποιος είναι πραγματικά Μέγας. Ο δε Ιωάννης αρνείται να δεχτεί τον αρχιεπισκοπικό θρόνο που του προσφέρεται στον τόπο της εξορίας του.
- Δεν είναι λαϊκιστές αλλά φιλόλαοι και γι’ αυτό λαοφιλείς. Δεν είναι τυχαίο που τα φλογισμένα πλήθη ανακαλούν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον Ιωάννη σε πείσμα ων πανίσχυρων διωκτών του, ούτε που στην κηδεία του Βασιλείου σημειώνονται «πλείστοι θάνατοι» λόγω συνωστισμού, ούτε που ο λαός, όταν ο Ιωάννης αναχωρεί για την εξορία του, φωνάζει: «Καλύτερα να μαζέψει ο ήλιος τις ακτίνες του παρά να σιωπήσει το στόμα του Ιωάννη».
- Και οι Τρεις Ιεράρχες δεν είναι απόκοσμοι. Παρά το ότι ασκήτεψαν αρκετά χρόνια και βίωσαν τη μοναξιά μέσα σε απάνθρωπες συνήθως συνθήκες, δε χάνουν το ανθρώπινο, το κοινωνικό πρόσωπό τους. Απεναντίας είναι αξιοθαύμαστα επικοινωνιακοί και συχνά αφήνουν τα συναισθήματά τους να ξεχειλίζουν.
- Και οι τρεις Ιεράρχες, απαλλαγμένοι από τις παρωπίδες της προκατάληψης, συμφιλιώνουν τη χριστιανική σκέψη με το φιλοσοφικό στοχασμό των μεγάλων φιλοσόφων της Κλασικής Αρχαιότητας, θεμελιώνοντας ευρύχωρες και στέρεες γέφυρες της εξελικτικής συνέχειας του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. «Νομίζω ότι το σπουδαιότερο από τα αγαθά μας είναι η μόρφωση και δεν εννοώ μόνο την ευγενέστερη, τη Χριστιανική, αλλά και την Εθνική, που πολλοί από τους Χριστιανούς απορρίπτουν ως “επικίνδυνη”», γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και ο λόγος του αδελφικού του φίλου Μ. Βασιλείου συνηχεί: «Να μελετούμε τα έργα των ποιητών, των πεζογράφων και των ρητόρων και να συναναστρεφόμαστε όλους τους ανθρώπους απ’ όπου πρόκειται να υπάρξει κάποια ωφέλεια για την φροντίδα της ψυχής. Αν πρόκειται να διατηρήσομε ανεξίτηλη τη δόξα του καλού για πάντα, πρέπει να προετοιμαστούμε πρώτα με τη μελέτη των έργων της εξωχριστιανικής παιδείας και κατόπιν ν’ ακούσομε τις ιερές και μυστικές αλήθειες του Ευαγγελίου…».
- Και οι τρεις Ιεράρχες προβάλλουν την ανάγκη της αυτοκριτικής, του αυτοελέγχου και της ανάληψης της ευθύνης μας, υποστηρίζοντας ότι: «Κανείς δεν θα ήταν ειδωλολάτρης, αν είμαστε Χριστιανοί καθώς πρέπει». Ειδικότερα Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει: «Αυτός που επιτίθεται στην πραγματικότητα είσαι εσύ. Γιατί, αν και έρχεσαι τακτικά στην εκκλησία και ακούς τα κηρύγματα μου, στην αγορά προτιμάς το χρυσάφι και τις επιθυμίες σου παρά τις δικές μου προτροπές».
* * *
Σήμερα, με την ευκαιρία της διπλής γιορτής των Τριών Ιεραρχών και των Ελληνικών Γραμμάτων, θα εκφωνηθούν πολλοί λόγοι και θα ακουστούν πολλά μηνύματα (εκτός από τη θετική ή αρνητική κριτική για την κατάργηση της σχετικής αργίας από το Υπουργείο Παιδείας). Μέσα από τα μηνύματα άλλωστε της Επετείου τους δεν φωτίζουν μόνο οι τρεις φωστήρες, αλλά και… φωτίζονται. Όπως ο «δικός μας» Άγιος Βασίλης, ο ασκητικός και ασυμβίβαστος οδοιπόρος των πνευματικών και κοινωνικών ανήφορων, που «έρχεται από την Καισαρεία» και «βαστά πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι», όπως καλάντιζαν τα παιδιά την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, και που καμιά, βέβαια, σχέση δεν έχει με τον «ξένο» (ή, καλύτερα, αντιδάνειο) Santa Claus, την εμπορευματοποιημένη έκδοση του Αγίου Νικολάου Σμύρνης, με τα κάτασπρα γένια, τη μεγάλη κοιλιά, την κόκκινη βασιλική φορεσιά, το έλκηθρο και, τελευταία, με ένα μπουκάλι κόκα – κόλας…
Η Επέτειος αυτή εκπέμπει μηνύματα που λειτουργούν αντιστικτικά και τροχιοδρομικά προς όλες τις κατευθύνσεις.
Και αυτό, γιατί μέσα στον γκρίζο κόσμο της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας του τέταρτου μ.Χ. αιώνα, στον οποίο έζησαν και έδρασαν, οι μεγάλοι αυτοί στοχαστικοί Πατέρες της Χριστιανικής Εκκλησίας ποτέ δεν έβγαλαν από το στόχαστρό τους την εκμετάλλευση των αδύνατων, τη φτώχια, την πείνα, τον πόλεμο, την πλουτομανία, την ανερμάτιστη ευμάρεια, την αρχομανία, την αμορφωσιά, το ρατσισμό, την ανισότητα, την υποκρισία, την ψευδοευλάβεια, τις καταχρήσεις, την ηθική παρεκτροπή εκπροσώπων της εκκλησιαστικής, πολιτικής και κάθε άλλης εξουσίας, την τοκογλυφία, τη βία και γενικά όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής παθογένειας, που δυστυχώς παραμένουν διαχρονικές.
Ειδικότερα, όμως, αποκτά και πάλι δραματική επικαιρότητα στο χώρο της Παιδείας, που είναι και πάλι «καζάνι που βράζει»…