4o
Άλλη σημαντική δυσχέρεια στο θέμα της διάσωσης της Παλιάς Πόλης ήταν ότι δεν υπήρχε συνδρομή, αλλά συνήθως έλειπε ακόμη και η αποδοχή του προγράμματος εκ μέρους των τοπικών αρχών, αφ’ ενός γιατί δεν ήξεραν από τέτοια θέματα και αφ’ ετέρου γιατί, περαστικοί από εδώ και συχνά ξένοι προς τα προβλήματα του τόπου, είχαν καλύτερα να εμφανίζονται ως υπέρμαχοι των πολλών παρά του δήμου. Ασφαλώς δεχόταν και αντίθετες καταγγελίες και πιέσεις από συμπολίτες, γεγονός πάντως είναι ότι τίποτε καλό δεν είχα να περιμένω από τη διοίκηση. Αργότερα έμαθα ότι είχαν κάμει ερώτημα στην κυβέρνηση αν πρέπει να μου επιτρέψουν να προχωρήσω το πρόγραμμα διάσωσης της Παλιάς Πόλης, που προκαλούσε ισχυρές αντιδράσεις, αλλά το υπουργείο Πολιτισμού, από το οποίο ζητήθηκε εισήγηση, τάχθηκε υπέρ των απόψεών μου κι έτσι δεν μου το απαγόρευσαν.
Άλλο πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε κατάλληλη στελέχωση στον δήμο. Όλη κι όλη η τεχνική του υπηρεσία ήταν ένας άξιος και αξιόπιστος μεν αλλά εμπειροτέχνης επιστάτης με γνώσεις δημοτικού, ο Μανώλης Παπαδάκης, και αργότερα αποκτήθηκε ένας υπομηχανικός, ο ικανός και ακούραστος Δημήτρης Φοβάκης. Και στη διοικητική υπηρεσία ο μόνος που είχε εμπειρία από τη σύνταξη εγγράφων ήταν ο αλησμόνητος Μανός Αστρινός, αλλά και αυτού η πείρα περιοριζόταν στα υπηρεσιακά πλαίσια, που δεν είχαν σχέση με την ανάπτυξη. Έτσι ήμουν αναγκασμένος να κάνω προσωπικά όλους τους σχεδιασμούς και να συντάσσω τα σχετικά έγγραφα με την όποια λογική μου και την εκπαίδευση που είχα αποκτήσει ως έφεδρος αξιωματικός στρατολογίας. Το μόνο θετικό ήταν το γεγονός ότι το λιγοστό προσωπικό του δήμου ήταν εξαίρετοι υπάλληλοι, πρόθυμοι να υιοθετήσουν νέες ιδέες και να εργαστούν με αγάπη προς την πόλη.
Επίσης δεν υπήρχε καμιά εμπειρία από ανάλογης φύσεως και κλίμακας θέματα ούτε στον δήμο, ούτε αλλού στο Ρέθυμνο, και το χειρότερο απ’ όλα, δεν υπήρχαν στον δήμο ούτε τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα. Με δυσκολία πλήρωνε τους υπαλλήλους του, συχνά δίδοντάς τους έναντι. Τα πάντα έπρεπε να ενταχθούν σε περιφερειακά, εθνικά ή, αργότερα, ευρωπαϊκά προγράμματα.
Από την άλλη μεριά, απέναντι σ’ αυτή την απογοητευτική γυμνότητα, ορθωνόταν η επιτακτική ανάγκη να μην καταστραφεί αλλά να διασωθεί και να αξιοποιηθεί το πιο βασικό πολιτιστικό και τουριστικό κεφάλαιο του τόπου για τις παρούσες και για τις μελλοντικές γενιές των Ρεθεμνιωτών. Τίποτε άλλο.
Μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα δεν επέλεξα την εύκολη και ευχάριστη οδό να δρέψω τα βραχυπρόθεσμα χειροκροτήματα των παλαιοπολιτών που απαιτούσαν «την απελευθέρωση της Παλιάς Πόλης από την αιχμαλωσία της Αρχαιολογίας» και το γκρέμισμα των «τουρκομαχαλάδων», αλλά έκλεισα τα μάτια στις τεράστιες δυσκολίες του θέματος και με αίσθημα ιστορικής ευθύνης προσήλωσα τη σκέψη μου στο μακροπρόθεσμο και δυσπρόσιτο Όραμα μιας Παλιάς Πόλης λυτρωμένης από τη σήψη και πολύπλευρα ανεπτυγμένης.
Εθεώρησα λοιπόν το όραμα αυτό εξ αρχής θεμέλιο του αναπτυξιακού προγράμματος της πόλης, που κατάρτισα, με το πρόσθετο σκεπτικό ότι η ανατολική Κρήτη, Ηράκλειο και Λασήθι, είχε αδιαμφισβήτητη υπεροχή στα προϊστορικά -μινωικά μνημεία, ενώ η δυτική, Ρέθυμνο και Χανιά, υπερείχε συντριπτικά στα μεσαιωνικά- αναγεννησιακά και επομένως το φρόνιμο θα ήταν στον αρχαιολογικό τομέα να προωθήσουμε μια γόνιμη συμπληρωματική σχέση με την ανατολική Κρήτη και όχι να αποδυθούμε σ’ ένα άκαρπο ανταγωνισμό, στον οποίο το Ρέθυμνο θα ήταν χαμένο από χέρι. Η Κνωσός, η Φαιστός και άλλες προϊστορικές αρχαιότητες είναι εκτός ανταγωνισμού, όπως εξ άλλου και η δική μας μεσαιωνική – αναγεννησιακή Παλιά Πόλη και των Χανίων.
Στο τέλος του κρίσιμου έτους 1968, τον Δεκέμβριο, όταν ο δήμος ενεργούσε για την υλοποίηση της επιλογής του να διασώσει την Παλιά Πόλη και ο Σύλλογος Ιδιοκτητών επαναστατούσε και ξεσήκωνε τον κόσμο, ήρθε μια ευπρόσδεκτη ηθική στήριξη της απόφασης του δήμου: Ο αείμνηστος φιλόλογος Χρίστος Μακρής έκαμε την πρώτη του διάλεξη για την Παλιά Πόλη και αργότερα, τον Μάϊο του 1969, τη δεύτερη. Και στις δύο ανέπτυξε με πολύ σωστό τρόπο την πολύπλευρη αξία της Παλιάς Πόλης επισύροντας την μήνη του Συλλόγου Ιδιοκτητών. Ήταν η μόνη έγκυρη φωνή που ακούστηκε εκ μέρους των δημοτών υπέρ των απόψεων και των αποφάσεων του δήμου. Τις απόψεις του Χρίστου Μακρή επικρότησαν πολλά σωματεία της πόλης, αλλά η αντίδραση του Συλλόγου παλαιοπολιτών εντάθηκε, πολλοί απέσυραν τις υπογραφές τους και οι δημοτικοί σύμβουλοι, δεχόμενοι απειλές και πιέσεις, κλονίστηκαν. Ο μακαρίτης Βαγγέλης Δελήμπασης πριν από μια κρίσιμη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου με ρώτησε αγωνιώντας: «Δήμαρχε, είσαι βέβαιος πως είναι σωστό αυτό που μας λες να ψηφίσουμε; Θα μας κάψουν τα σπίτια μας». Κι εγώ του απάντησα: «Είμαι βέβαιος, Βαγγέλη, Πέτυχε στην Ευρώπη, πέτυχε στη Ρόδο και στην Κέρκυρα, γιατί να μην πετύχει και σε μας»; Ο αείμνηστος Βαγγέλης, άνθρωπος με πρακτική αντίληψη και αυτοδημιούργητος, πείσθηκε και υποστήριξε τις απόψεις μου.
Η μόνη επίσημη στήριξη που υπήρχε μέχρι τότε ήταν από την αρχαιολογική υπηρεσία και συγκεκριμένα από τους αείμνηστους εφόρους αρχαιοτήτων Μανώλη Μπορμπουδάκη, των βυζαντινών, και Χρυσούλα Τσομπανάκη των νεωτέρων μνημείων. Τους θυμούμαι με ευγνωμοσύνη. Επίσης ευπρόσδεκτη υπήρξε η διακριτική ανοχή απόψεων συναφών προς τις απόψεις του δήμου από τους εκπροσώπους του ΤΕΕ δυτικής Κρήτης, τους αείμνηστους Μανώλη Λουκάκη και Γιάννη Σπανδάγο, τον Στέλιο Χουρδάκη κ.α., οι οποίοι ισορροπούσαν μεταξύ των απόψεων του δήμου για τη διάσωση της παλιάς πόλης και της αντιπολιτευτικής θέσης τους απέναντί μου. Πολλές φορές πάντως κάτω από την πίεση των πραγμάτων αναγκάσθηκα να ελιχθώ και να κάμω διάφορους χειρισμούς και υποχωρήσεις, προκειμένου να επιτευχθεί ο αμετακίνητος κεντρικός στόχος, η διάσωση της Παλιάς Πόλης.
Ας έρθομε τώρα στη δεύτερη ενότητα δράσεων για τη διάσωση της Παλιάς Πόλης, «τις λειτουργικές υποδομές στο σύνολό τους», που ανέφερα προηγουμένως. Αυτό στη δική μου αντίληψη εσήμαινε κυρίως δύο πράγματα:
1. Αντικατάσταση του συνόλου των απηρχαιωμένων, δυσλειτουργικών και επικίνδυνα ανθυγιεινών Υποδομών της Παλιάς Πόλης με νέες σύγχρονες και πολιτισμένες και, επομένως, γενική εξυγίανση, το «ξεβρόμισμα» των παιδικών μου χρόνων, και
2. Οι νέες υποδομές να είναι εναρμονισμένες με τον ιστορικό χαρακτήρα της, ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί μελλοντικά σε τουριστικό κέντρο.
Στην πράξη, καθώς η αρχική αυτή φάση προχωρούσε, η έννοια διευρύνθηκε και η Παλιά Πόλη διαμορφώθηκε, εκτός από περιοχή κατοικίας που ήταν, σε πολιτισμικό και τουριστικό κέντρο. Τις πολιτισμικές δραστηριότητας προωθούσε ο δήμος, το πανεπιστήμιο, το υπουργείο Πολιτισμού και άλλοι, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα δυναμικό πολιτισμικό κέντρο, στο οποία περιελήφθηκαν:
– Η Δημοτική Πινακοθήκη – Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας.
– Τα Εικαστικά Εργαστήρια του δήμου.
– Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Ερευνών του πανεπιστημίου Κρήτης.
– Το «Σπίτι του τομέα της Φιλοσοφικής» του πανεπιστημίου Κρήτης.
– Το «Σπίτι της Ευρώπης» του πανεπιστημίου Κρήτης.
-Το Σπίτι του Πολιτισμού του δήμου.
– Οι υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού.
– Η υπηρεσία του δήμου για την προγραμματική σύμβαση της Παλιάς Πόλης.
– Το Εργαστήριο Επισκευής Αρχαιοτήτων της 13ης Ε.Β. – Μ.Β. Αρχαιοτήτων.
-Το Ιστορικό – Λαογραφικό Μουσείο της Φαλής Φογιατζάκη.
– Το Κέντρο Κρητικής Χειροτεχνίας.
– Το Εργαστήριο Επισκευής Προϊστορικών – Κλασικών Αρχαιοτήτων.
– Η Συλλογή Παραδοσιακών Στολών του Λυκείου Ελληνίδων.
-Το θέατρο «Ερωφίλη» στη Φορτέτζα.
-Οι αίθουσες εκδηλώσεων του Λυκείου Ελληνίδων, της Περιηγητικής Λέσχης κ.λπ.
Το σκεπτικό μου για την ισόρροπη λειτουργία της Παλιάς Πόλης ήταν: «Απέναντι σε κάθε καφετέρια ένα πολιτιστικό στοιχείο».
Εξ άλλου τις τουριστικές δραστηριότητες ανέλαβαν φυσικά οι ιδιώτες επιχειρηματίες, οι οποίοι θα υλοποιούσαν τη δραστική στροφή της ρεθεμνιώτικης οικονομίας από τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στον τριτογενή, δηλαδή τις υπηρεσίες. Έτσι στην πορεία ολοκληρώθηκε ένας ενιαίος σχεδιασμός για το τεράστιο αυτό εγχείρημα, ο οποίος εξειδικεύτηκε σε επί μέρους έργα. Φαίνεται σωστό να εκτεθεί ο σχεδιασμός αυτός όχι χρονολογικά αλλά συνολικά στην τελική του μορφή, ώστε να δώσει μια συνοπτική εικόνα του μετασχηματισμού της Παλιάς Πόλης σε σύγχρονο κέντρο κατοικίας, πολιτισμού και τουρισμού.
Υ.Γ. Εκτεταμένο ιστορικό φωτογραφικό υλικό από την προηγούμενη κατάσταση και τα έργα της Παλιάς Πόλης βρίσκεται στο βιβλίο μου «Παλιά Πόλη, από υποβαθμισμένο γκέτο μοχλός ανάπτυξης του Ρεθύμνου», στα βιβλιοπωλεία.
* O Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης