Του ΔΗΜΗΤΡΗ Ζ. ΑΡΧΟΝΤΑΚΗ*
Όταν έντεκα χρονών ήρθα από τον καθαρό αέρα και τον ανοιχτό ορίζοντα του χωριού μου στο Ρέθυμνο για να φοιτήσω στο Γυμνάσιο, εγκαταστάθηκα στην Παλιά Πόλη, στην οδό Κόρακα, δυτικά από την τότε «Ηλεκτρική», το σημερινό ξενοδοχείο «Φορτέτζα». Από την πρώτη κιόλας μέρα έπεσα από τα σύννεφα. Ως χωριατάκι είχα φανταστεί τη «Χώρα» λαμπερή, πλούσια, με φαρδείς δρόμους, πεντακάθαρη και, προς μεγάλη μου έκπληξη, εύρισκα μια στριμωγμένη γειτονιά, μισοσκότεινη, πνιγμένη στη δυσωδία, με λουρίδες ουρανού, όπου η υγρασία έτρεχε από τους τοίχους και τρυπούσε τα κόκαλα και οι άνθρωποι ζούσαν σε οριακή φτώχεια μέσα στην κακοσμία δίδοντας συνεχείς μάχες με τους ποντικούς, τις κατσαρίδες και τα κουνούπια. Η εντύπωσή μου ήταν καταθλιπτική.
Στην παιδική μου σκέψη γεννήθηκε και έμεινε το βίωμα ότι η γειτονιά μου χρειαζόταν ένα γερό ξεβρόμισμα και αυτό το βίωμα αποτέλεσε το έδαφος, πάνω στο οποίο αργότερα, όταν οι ιστορικές μεταπτώσεις της χώρας μας με έφεραν Δήμαρχο του Ρεθύμνου, ρίζωσε η πληρέστερη ιδέα Διάσωσης και Ανάδειξης της Παλιάς Πόλης. Πού να φανταζόταν το χωριατόπαιδο του 1950 ότι η Μοίρα του επεφύλασσε αυτό το καθήκον.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ποια ήταν η Παλιά Πόλη τότε, το 1968, όταν εκτελώντας στρατιωτική εντολή ως έφεδρος αξιωματικός τοποθετήθηκα Δήμαρχος του Ρεθύμνου;
Από πολεοδομική άποψη το Ιστορικό Κέντρο του Ρεθύμνου, η «Παλιά Πόλη», απαρτιζόταν και απαρτίζεται από το τρίπτυχο που συγκροτεί ο παλαιός Οικιστικός Πυρήνας με το Φρούριο και το Λιμάνι του. Έχει έκταση 390, κατά προσέγγιση, στρεμμάτων και εμπεριέχει 2.150 περίπου κτίσματα. Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνεται και σημαντικός αριθμός αξιόλογων μνημείων και μνημειακών κτισμάτων.
Από λειτουργική άποψη οι συνθήκες ήσαν πολύ χειρότερες από ότι ήταν στην εποχή των Ενετών, χωρίς καμιά υπερβολή. Συγκεκριμένα:
Α. Η Αποχέτευση
Το παλιό αποχετευτικό δίκτυο του Ιστορικού Κέντρου είχε κατασκευαστεί από τους Ενετούς πριν από αιώνες, λιθόκτιστο, πλακοσκεπές, μη στεγανό. Αν ληφθεί υπ’ όψη το τεράστιο μήκος του (7 περίπου χιλιόμετρα) και η ανυπαρξία κλίσεων σε μεγάλη έκταση, θα πρέπει να θεωρηθεί πρωτοποριακό τεχνικό έργο για την εποχή του. Ήταν Παντορροϊκό, για τα όμβρια και τα λύματα μαζί.
Όμως λόγω των ελάχιστων κλίσεων του εδάφους, που διευκόλυνε την απόθεση φερτών υλών, κυρίως υλικού επίστρωσης των οδοστρωμάτων, δηλαδή τριμμάτων από την επεξεργασία πωρόλιθου στα λατομεία, «κούμουλης», που ήταν το βασικό οδόστρωμα στην Παλιά Πόλη, καθώς και τις κατά περιοχές ασταθούς προσχωσιγενούς σύστασής του που ευνοούσε την καθίζηση των λιθοδομών, η διατομή των υπονόμων κατά το μέγιστο μέρος είχε αποφραχθεί, σε μεγάλα μήκη μάλιστα εντελώς, η δε ροή των λυμάτων, όταν υπήρχε καθόλου, περιοριζόταν σε μικρές ποσότητες στραγγισμάτων. Έτσι το όλο δίκτυο αποχέτευσης λειτουργούσε, ένας Θεός ξέρει από πότε, σαν τεράστιος σηπτικός και απορροφητικός βόθρος, πάνω στον οποίο «επέπλεε» κατά κάποιο τρόπο η Παλιά Πόλη.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι και της Νέας Πόλης τα λύματα διοχετευόταν στο δίκτυο της Παλιάς, γιατί δεν υπήρχε άλλος αποδέκτης. Έτσι μέχρι πριν από λίγα χρόνια που κατασκευάσαμε τον Κεντρικό Συλλεκτήρα πάνω από το τούνελ της εκτροπής του χειμάρρου «Καμαράκι» στην οδό Μοάτσου, το αποχετευτικό δίκτυο της Παλιάς Πόλης δεχόταν τα λύματα του συνόλου των κατοίκων της πόλης, Παλιάς και Νέας, και επί πλέον τα όμβρια νερά μεγάλου μέρους της τεράστιας υδρολεκάνης των βόρειων κλιτύων του Βρύσινα.
Η εξέλιξη σε σηπτικό και απορροφητικό βόθρο ενός δικτύου υπονόμων μήκους 7 περίπου χιλιομέτρων και αποδέκτη τόσο μεγάλων φορτίων είχε καταλυτικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και τη ζωή των ανθρώπων. Συγκεκριμένα:
α. Διοχέτευε τεράστιες ποσότητες λυμάτων και ομβρίων στα θεμέλια των σπιτιών, με αποτέλεσμα η υγρασία να διαβρέχει τους τοίχους μέχρι και τον τρίτο όροφο, ακόμη και όταν υπήρχε ισχυρή τσιμεντοκονία εσωτερικά και εξωτερικά. Πρέπει να υπογραμμιστεί η σοβαρή αυτή παράμετρος του θέματος. Οποιοδήποτε σημαντικό Πρόγραμμα Προστασίας και Ανάδειξης της Παλιάς Πόλης έπρεπε να ξεκινήσει από τη ριζική αντιμετώπιση της υγρασίας, διαφορετικά όλες οι επεμβάσεις ήταν καταδικασμένες να καταστραφούν μέσα σε 3 ή 4 χρόνια, οπότε δημιουργούταν φαύλος κύκλος αρχικών επισκευών και επισκευών των επισκευασμένων.
β. Ανέδιδε βαριά δυσοσμία σ’ ολόκληρη την πόλη από τα φρεάτια, απ’ όπου διέφευγαν τα αέρια που παραγόταν από την αποσύνθεση των λυμάτων. Εδώ χρειαζόταν η «μύτη χωρίς τρύπες» που ζητούσε ν’ αγοράσει ο δούλος της αριστοφανικής κωμωδίας.
γ. Αποτελούσε εκτροφείο μυριάδων ποντικών, που λυμαινόταν τα σπίτια των κατοίκων, νέφους κουνουπιών, που τρυπούσαν τα κορμιά τους, και ορδών κατσαρίδων που μόλυναν τα πάντα.
δ. Προκαλούσε βαριά μόλυνση της θάλασσας από τα στραγγίσματα των υπονόμων και όσα αυτούσια λύματα παρέσυραν τα όμβρια, όπως μαρτυρούσε η πλούσια χλωρίδα των βράχων και του βυθού της θάλασσας που εκτεινόταν σε μεγάλη απόσταση από τις εκβολές του δικτύου.
ε. Συνέβαλλε και ενίσχυε τις συχνές πλημμύρες στην Παλιά Πόλη, γιατί όχι μόνο αδυνατούσε να παροχετεύσει τα όμβρια νερά, αλλά και ανέβλυζε από τα φρεάτια σε χαμηλότερες γειτονιές ποσότητες που έμπαιναν στο δίκτυο από υψηλότερα σημεία, όταν υπήρχε στο δίκτυο ροή.
Η αέναη πάλη των κατοίκων της Παλιάς Πόλης με την υγρασία ήταν ορατή κυρίως στο εξωτερικό των σπιτιών, γιατί στο εσωτερικό οι συνέπειες της υγρασίας επικαλυπτόταν με συνεχή ασπρίσματα, που βελτίωναν μεν την αισθητική των σπιτιών αλλά όχι και την υγεία των ανθρώπων.
Ποια μέτρα μπορούσαν να ληφθούν για τη θεραπεία αυτού του καθολικού μουλιάσματος; Κανένα αποτελεσματικό. Όταν σε κάποιο δρόμο ξεχείλιζαν τα λύματα στα ισόγεια των σπιτιών από τα φρεάτια του δαπέδου ή από τις τουαλέτες, ένας ή δύο εργάτες του Δήμου άνοιγαν τον πλακοσκεπή υπόνομο έξω από τα σπίτια και τον άδειαζαν μπρος και πίσω από την τομή με φτυάρια και αυτοσχέδια εργαλεία σαν τσάπες με μακριά μεταλλικά στελέχη. Έτσι κερδιζόταν χρόνος μέχρι να ξαναγεμίσει.
Τα προϊόντα της εκκενώσεως των βοθροποιημένων υπονόμων μεταφερόταν έξω από την πόλη με το κάρο της Δημαρχίας και αργότερα με ξεσκέπαστο φορτηγό.
Εδώ τώρα κλείνοντας την παράγραφο αυτή για τη βοθροποιημένη αποχέτευση της Παλιάς Πόλης, τον φυσικό βιότοπο τρωκτικών και εντόμων, είναι επίκαιρο να γίνει μια σύντομη αναφορά για τα ποντίκια, τα οποία οι νεότεροι, επηρεασμένοι από τις παιδικές τηλεοπτικές εκπομπές και εκδόσεις, ίσως να βρίσκουν και συμπαθητικά. Υπήρχαν τότε εκατομμύρια ποντικών στην Παλιά Πόλη, σε μεγάλη ποικιλία μεγέθους και θράσους, έμπαιναν δε στα σπίτια με άνεση από τα φρεάτια του πατώματος, τους νεροχύτες και τις λεκάνες των τουαλετών, που τότε ήταν κατά κανόνα τουρκικού τύπου, και έτρωγαν και μόλυναν καθετί που μπορούσαν να φτάσουν. Καμιά φορά, αν κανείς δοκίμαζε να τους πατήσει ή να τους κλωτσήσει, πηδούσαν και δάγκωναν άσχημα στη γάμπα γυναίκες και παιδιά, που δεν φορούσαν παντελόνια, ενώ οι πιο μεγαλόσωμοι δεν φοβόταν τις γάτες.
Καταγράφω ένα περιστατικό από το φθινόπωρο του 1951: Συνήθως το απόγευμα, όταν έγερνε ο ήλιος και σκιαζόταν το στενό της οδού Κόρακα, όλες οι 5-6 γειτόνισσες ράντιζαν με λίγο νερό που κρατούσαν από το πλύσιμο οσπρίων ή λαχανικών το χωμάτινο οδόστρωμα μπροστά από το σπίτι τους για να φύγει η μεσημεριανή λαύρα, σκούπιζαν το δρομάκι και μετά μαζευόταν έξω από την πόρτα μιας από αυτές, κάθε φορά άλλης, και έπλεκαν, μπάλωναν ρούχα ή κεντούσαν, ενώ έπιναν τον καφέ τους, όταν είχαν. Συγχρόνως σχολίαζαν με πάθος το δημοφιλές πρωινό ραδιοφωνικό σίριαλ «Μικρή πικρή μου αγάπη», με τον ειρηνικό βόμβο που αναδύεται όταν πολλές γυναίκες μιλούν όλες μαζί στον ίδιο τόνο. Σε μια τέτοια ώρα γλυκιάς ανθρώπινης επικοινωνίας η γυναίκα του μακαρίτη Μαρίνου Δρανδάκη, του λιμενεργάτη, απόθεσε στο πεζοδρόμιο, όχι μακριά από την ξένοιαστη ομήγυρη των γυναικών, φαγητό για την πολύχρωμη μικρόσωμη γάτα τους που θήλαζε.
Ξαφνικά βγήκε από το φρεάτιο του υπονόμου που ήταν λίγο πιο πέρα ένας τεράστιος αρουραίος και πήγε στα ίσα να αρπάξει το φαγητό από τη γάτα. Αυτή του επιτέθηκε και ακολούθησε μια θανάσιμη πάλη με εναλλασσόμενες φάσεις που κράτησε περισσότερο από ένα τέταρτο. Οι γυναίκες είχαν σηκωθεί όρθιες και παρακολουθούσαν αμίλητες, όπως κι εγώ από το παράθυρο του ορόφου. Στο τέλος η γάτα έπνιξε τον αρουραίο και ξάπλωσε δίπλα καταματωμένη από τις δαγκωνιές και εξουθενωμένη. Όταν αποκαταστάθηκε η αναπνοή της και συνήλθε, άρχισε να τρώει τον παρ’ ολίγο δολοφόνο της αρχίζοντας από τον λαιμό προς το στήθος.
Συνηθισμένο ήταν να κυκλοφορούν στους δρόμους, ιδίως τη νύκτα, με την ίδια άνεση γάτες και ποντικοί. Τα τρωκτικά εξοντώθηκαν, όταν το υπέδαφος της Παλιάς Πόλης ανασκάφηκε, εξυγιάνθηκε και τοποθετήθηκαν στεγανά δίκτυα Αποχέτευσης Λυμάτων.
Ο τελευταίος ποντικός που είδα στην Παλιά Πόλη ήταν το βράδυ της Τσικνοπέμπτης του 1999, όταν πήγαινα στην πλατεία Τίτου Πετυχάκη για τον εορτασμό και αυτός περιφερόταν κάτω από την Μεγάλη Πόρτα. Τον σκότωσα επί τόπου.
Υ.Γ. Εκτεταμένο ιστορικό φωτογραφικό υλικό από την προηγούμενη κατάσταση και τα έργα της Παλιάς Πόλης βρίσκεται στο βιβλίο μου «Παλιά Πόλη, από υποβαθμισμένο γκέτο μοχλός ανάπτυξης του Ρεθύμνου», στα βιβλιοπωλεία.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης