– Λευτέρης
Μάνα το αποφάσισα δε με κρατάνε οι τόποι,
θα πάω για διαπραγμάτευση στην άχαρη Ευρώπη.
Δεν το μπορώ μάνα γλυκιά, τώρα και τόσα χρόνια,
να μη τα βρίσκουν οι θεσμοί, να ζούμε με… καψόνια.
Λες και δε φτάνουνε αυτά, μας κάνουνε και πλάκα,
περνούνε μάνα το λαό, για ψώνιο, για μα… @,
Λένε: το αρνί το … αλλήθωρο, πως ‘πήρε τον κατήφορο
κι από τα γέλια κλαίνε,
… αλλά ποιος έφαγε τ’ αρνί, «μούγκα», λέξη δε λένε!
Θα πάρω πούλμαν με ότο στοπ, να πάω στη Λιέγη,
τον δέκατο τέταρτο μισθό, να ξεμπερδέψουν Βέλγοι.
Είναι στη διαπραγμάτευση οι πρώτοι στην Ευρώπη,
υπερτερούν οι πρακτικοί και έξυπνοι τους τρόποι.
Μετά πάλι με οτο στοπ, θα πάω στο Λουξεμβούργο,
τον δέκατο τρίτο μισθό, να τον εισπράξω ούλο!
Να κάτσω με το Eurogroup, να τους τα πω ‘να χέρι,
κύριοι μας δουλεύετε, και δη ως σας συμφέρει.
Εσείς δεν είστε σύντροφοι, εταίροι και σινάφι,
είστε μονάχα άρπαγες, κουρσεύετε όποιο λάχει.
Ευθύς αμέσως εν σπουδή, θα πάω στη Φρανκφούρτη,
να καθαρίσω μ’ ΕΝΦΙΑ, μ’ όρους και… μπαλαμούτι.
Κι αν δε γυρίσω μάνα μου τσι απόκριες το βράδυ,
να ξέρεις πως με φάγανε του Σόιμπλε οι μπράβοι.
Κι αν δε με δεις πρωί, πρωί, τση καθαράς Δευτέρας,
μάνα μου με καθάρισαν με πολυβόλου σφαίρας.
Κι αν δε γυρίσω μάνα μου, μέσα σε λίγους μήνες,
να ξέρεις πως με φάγανε οι Ολλανδοί κηφήνες.
Κι αν δε με δεις να έρχομαι, σε κάνα δύο χρόνια,
μάνα μου με σκοτώσανε τση Μέρκελ τα… κανόνια.
– Μάνα
Πως πας γιε μου στην ξενιθιά, δίχως ψωμί και λάδι,
δίχως ‘να ντάκο κρητικό κι αφράτο παξιμάδι;
Πως θέλεις γιε μου στα στεγνά, χωρίς το λαδωτήρι,
να φας σαλάτα κρητική, μ’ αγνό τουλουμοτύρι;
Χωρίς κλαδί βασιλικού, στ’ αυτί σου να μυρίζεις,
πως θέλεις γιε μου ν’ ακουστείς, να τους βαγιοκλαδίζεις.
Μετά εσύ δε δούλεψες παιδί μου στη ζωή σου,
πως θα εισπράξεις αμοιβές, χωρίς τη δούλεψη σου;
– Λευτέρης
Μάνα δεν είναι όπως τα λες κι ως τα υπολογίζεις.
Εις το κουρμπέτι είμαι παλιός και δεν τ’ αναγνωρίζεις.
Χρόνια και χρόνια μαθητής ήμουν του γυμνασίου
και άλλα τόσα κάθισα στις τάξεις του Λυκείου.
Στο δε δεκαπενταμελές, ήμουν πρώτος στην τάξη
«κι οι δάσκαλοι με είχανε μη βρέξει και μη στάξει».
Αυτά αν δεν είναι δούλεψη ίντα θαρρείς πως είναι;
Ν’ ακούς κύριε υπάλληλε, καρπαζοθεατρίνε;
Εξάλλου μάνα μου γλυκιά θα πάω οργανωμένος
και θα μιλήσω παστρικά και ξεκαθαρισμένος.
Και θα τους πω το πρόβλημα, όλων των συνανθρώπων,
που χάσανε τα έχη τους, στο κλαμπ των… κερδοσκόπων.
Κι ακόμα δεν ξοφλήσανε, τους φάγανε οι τόκοι,
οι τοκογλύφοι τους μυζούν, σαν μέλι, σαν σιρόπι.
Βιώνουμε στενότητα, χωρίς ρευστό και χρήμα,
να καταντήσουμε φτωχοί, μάνα δεν είναι κρίμα;
Ζούμε σε μα λιτότητα, χωρίς ψωμί και άλλα…
κι οι τοκογλύφοι μας κλωτσούν, μάνα μου σαν την μπάλα!
Θα πάρω στα μπαγκάζια μου, τσι τσικουδιές μπουκάλια
και θα μεθύσω τσι σκληρούς, που κάνουν τα παζάρια!
Θα πάρω δε θρούμπες ελιές και τσακιστές τσουνάτες,
να τσι μασάνε οι εταίροι μας, γλυκές και μυρωδάτες.
Να με ρωτούν ποια ήπειρος τσι βγάζει αυτές Λευτέρη,
να λέω με περηφάνια, τση Αμπαδιάς τα μέρη.
Άσε κι απ’ τ’ Ατσιπόπουλο, θα πάρω κουλουράκια,
να γεύονται οι εταίροι μας, με γεύσεις από… απάκια.
Θα πάρω και καλό κρασί, μάνα απ’ το Γαράζο
κι απ’ τσι Κουρούτες κούμαρα και μέλι κάνα βάζο.
Να πάρω και καλό τυρί, μια κεφαλογραβιέρα,
από τα Μυριοκέφαλα, τση Παναγιάς τη χέρα,
να δοκιμάσουν να ρωτούν, σε ποιο χωριό τη βγάζουν,
να λέω Μυργιοκέφαλα και όλοι να θαυμάζουν.
Και τότες σας θε να τους πω, κρατώ σας κι άλλες γεύσεις,
αρκεί να με βοηθήσετε στις διαπραγματεύσεις.
Και σαν τελέψει η δουλειά, θα πω και μιαν ατάκα,
κερνώ σας μια μουρνόρακη, με μιαν οφτή πατάτα!
Και σα την πιούνε και γευτούν και βγούνε στα μεράκια,
θα τους τρατάρω για μεζέ ξιδάτα χοχλιδάκια.
Και ασκρολήμπρους θα κρατώ, μέσα απ’ την Κυριάνα,
γουλάτους να τους τρων’ παιδιά και να ζηλεύγει η μάνα!
Κι α θες και στύφνο θα κρατώ και σκόρδα απ’ τη Λούτρα,
να δω γκριμάτσες και ρωγμές, στα άσκημα τους μούτρα!
Και αν μ’ όλα αυτά δε βρω «γιατρειά», στήριξη ως το λένε,
μάνα λυπάμαι, θα στο πω, πολλά μάθια θα κλαίνε.
Θα το τραβήξω το χαλί, ‘πο κάτω από τα πόδια,
να δούμε πόσοι θα γελούν, πόσα θα σπάσουν ντόδια.
Παπόρια, υποβρύχια, τανκς και αεροπλάνα
και στα οπλικά συστήματα, θα βάλω φρένο μάνα!
Τη ζήμενς μάνα μια ζωή, που κλέβει, εξαγοράζει
και λέει μετά δεν το ‘θελα, σόρι το πράμα… φτιάζει!
Θε να τη στείλω έξω από ‘δω, σε μακρινούς μας τόπους,
πιο κάτω απ’ τον αγύριστο, μακριά απ’ τσι ανθρώπους!
Αυτό είναι το πρόγραμμα στην τάξη των πραγμάτων,
φραγμός στα εισαγόμενα, είδη μέχρι εδεσμάτων!
Να καταλάβουν δηλαδή πως αν σφιχτεί η ζώνη,
πελάτες πλέον θα θωρούν, μόνο με… μακαρόνι!
Κι αν τύχει και το σχέδιο κάπου αλλού σκοντάψει,
τότε θα ‘ρθω μάνα διπλός, με προσοχή και τάξη.
Με νύφη μάνα θα σου ‘ρθω, με στιλ και φρονιμάδα
και θα ‘μαστε εις το χωριό τη μεγαλοβδομάδα!
Θα ναι κομψή, πανέμορφη, κούκλα ίδια … λελέγκο,
μα και δεινή χορεύτρια, πρώτη εις το φλαμέγκο!
Και τότε σας θα δεις χαρές, χορούς και πεντοζάλια,
και θα κρατούμε και παρά σε κρητικά βουργιάλια!
Είναι τση νύφης ο μπαμπάς, κλειδούχος εις το χρήμα
κι από τσι μίζες φουλ παρά, τσεπώνει κάθε μήνα.
Καθώς στέλεχος σε πολλές, τυγχάνει σε οργανώσεις,
στις κυβερνητικές τις μη, και να το σημειώσεις.
Στα χέρια του θα πάω βοηθός, μόνο για λίγες μέρες,
να φτιάξω ένα κομπόδεμα, για δίσεκτες ημέρες.
Μετά μια σύντομη ματιά θα ρίξω στην Ευρώπη,
να δω τι σόι άρχοντες, είναι εκεί οι ανθρώποι.
Καθότι ως ακούγεται, για τι γροικιέται η Ευρώπη,
του συνδικάτου όλοι ωχριούν, οι μαφιόζοι ανθρώποι.
Πάντα ‘ναι ευρηματικοί κι επιστρατεύουν τρόπους,
κομπίνες, μίζες, λάδωμα, ρεμούλες και… προσκόπους,
που εισπράττουν για καλό σκοπό, δήθεν για κάποιο… θύμα,
για μετανάστες, πρόσφυγες, σ’ Ελλάδα και Αθήνα.
Και σαν μαζέψουν τον παρά και του ΟΗΕ την πάρτη,
μάνα μου εξαφανίζεται, τελείως απ’ το χάρτη!
Με κόλπο πάντα μαγικό το χρήμα εξαφανίζουν,
που πήγε και τι έγινε, μετά δεν το γνωρίζουν!
Όπως τ’ ακούς μάνα γλυκιά, σε κάποια μπαίνει… τσέπη,
καθώς το χρήμα το «ζεστό», όλο τον κόσμο τέρπει!
Και άκρη δεν μπορείς να βρεις, βρίθουν οι οργανώσεις,
αυτές οι παρακρατικές κι είναι να πελαγώσεις.
Θέλουν να σώσουν τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους
κι έχουν κοσμάκη και φορείς καλά «καπελωμένους»!