Τα παλιά χρόνια ο άνθρωπος περνούσε πολλές δοκιμασίες για να φθάσει σε μια καλύτερη ζωή προκειμένου να επωφελείται περισσότερο στη διατροφή και στη διαβίωσή του. Αν συναντούσε αποτυχίες τις επαναλάμβανε με περισσότερες προσπάθειες μέχρι να επιτύχει αυτήν που θα τον ωφελούσε να κρατηθεί στη ζωή αλλά και να δημιουργηθεί. Ήτανε πάντα αισιόδοξος ότι κάποτε θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία του και οι κόποι του δεν θα πάνε χαμένοι.
Στην εποχή αυτής της βιοπάλης μετά από τα ξύλινα αυτοσχέδια μέσα που είχε στη διάθεσή του έκανε την εμφάνισή του και ο σίδηρος που τον είχε απόλυτη ανάγκη για να κατασκευάζει από αυτόν τα διάφορα εργαλεία και μέσα που θα τον εξυπηρετούσανε περισσότερο και πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες του.
Ο ίδιος έκανε την επεξεργασία της κατασκευής αυτών χωρίς να έχει τα αναγκαία μέσα εκτός μόνο τον σίδηρο και τη θέρμανση από τα ξύλα και τα κάρβουνα. Έτσι επάνω στη φλόγα αυτών τοποθετούσε τα τεμάχια του σιδήρου μέχρι να κοκκινίσουν (βράσουν) και μετά τα τοποθετούσε επάνω σε σκληρή επιφάνεια πάλι από σίδηρο και με ένα βαρύ σφυρί που είχε φτιάξει από πριν τα χτυπούσε μέχρι να διαμορφώσει το εργαλείο ή το μέσο που επιθυμούσε και το είχε ανάγκη για τις διάφορες εργασίες του. Αυτό το επαναλάμβανε μέχρι την πλήρη του κατασκευή και αν απαιτούσε πάλι το έβαζαν στη φλόγα να ζεσταθεί. Το ίδιο έκανε και όταν ήθελε να ενώσει δύο σίδερα μαζί για μεγαλύτερο αυτοσχέδιο, οπότε έπρεπε να είναι και τα δύο βρασμένα (κόκκινα) για να κολλήσουν.
Με αυτόν τον τρόπο την παλιά εποχή φτιάχνανε τα διάφορα αυτοσχέδια εργαλεία του αγρότη. Όπως διάφορες τσάπες, τη μακαροσκαλίδα, το τσεκούρι (μανάρι), τον κασμά, το αλέτρι με τα διάφορα εξαρτήματά του, σφυριά και πολλά άλλα. Με όλα αυτά είχε καλύτερες επιτυχίες από πριν σε όλες τις εργασίες του και επιβίωνε ακόμα καλύτερα και προχωρούσε σε μελλοντική ακόμα καλύτερη δημιουργία.
Όσο περνούσανε τα χρόνια τόσο και καλύτερες βελτιώσεις έκανε ο άνθρωπος με τον σίδηρο και δεχότανε πολλές ανέσεις εις τη ζωή του και προχωρούσε ακόμα για περισσότερες. Η επεξεργασία του με τη θέρμανση πήρε ευνοϊκές διαστάσεις και προς τον ίδιο όταν μεταξύ των θέλανε να προβούν σε διάφορες συγκεκριμένες συμφωνίες ή αγορές που θα κάνανε μελλοντικά με τους συγγενείς, χωριανούς, φίλους ακόμα και με την πολιτεία.
Η επεξεργασία του σιδήρου που μόνο όταν ήτανε ζεστός «βρασμένος» κολλούσε μεταξύ του έτσι και στις συναλλαγές τους οφείλανε άμεσα να τις εκτελούν και οι δυο, τότε μόνο έφερνε καλό αποτέλεσμα. Εάν αφήνανε για ορισμένες ώρες ή ημέρες αργότερα τότε η συμφωνία ίσως να μην γινότανε ποτέ όπως και ο σίδηρος όταν κρύωνε δεν κολλούσε. Γι’ αυτό και επικράτησε να λέγεται μέχρι και σήμερα ότι στη βράση κολλάει ο σίδηρος και η συμφωνία.
Οι διάφορες πράξεις της παλιάς εποχής μας επιβεβαιώνουν το νόημα της συνήθειας που έγινε παροιμία και χρειάζεται σήμερα να τις εκτελούμε με σεβασμό για να έχουμε το καθαρό πρόσωπο να κυκλοφορούμε στην κοινωνία με τους συνανθρώπους μας. Αυτό το λέγανε συνέχεια οι γονείς στα παιδιά τους για να τους έχουν εμπιστοσύνη όταν μεγαλώσουν.
Οι ολίγοι ηλικιωμένοι που υπάρχουν σήμερα στη ζωή δεν ξεχνούν αυτά που βιώσανε και μάθανε στην εποχή τους και συχνά όπου βρεθούν τα περιγράφουν σαν μια ιστορία το καθένα όπως τα ζήσανε στην πράξη στο χωριό που κατοικούσανε.
Ένας από αυτούς που συναντήσαμε και τον ρωτήσαμε για την παροιμία: «στη βράση μόνο κολλάει ο σίδηρος μεταξύ του» μας περιέγραψε ένα πραγματικό παράδειγμα που είχε συμβεί στην οικογένειά του όταν ήτανε 15 χρονών. Είχαμε, είπε, ένα γάιδαρο που μας εξυπηρετούσε στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες και ξαφνικά απόθανε. Ο αφέντης μου αμέσως έφυγε για το διπλανό χωριό που είχε ακούει ότι κάποιος είχε δύο γαϊδάρους και πουλούσε τον έναν. Τον βρήκε στο καφενείο και του λέει: έμαθα ότι πουλείς ένα γάιδαρο είναι αλήθεια; Και του απαντά: ναι, αλλά είχανε έρθει χθες δύο, ο ένας μετά του άλλου και μου τον ζητήσανε και δεν φανήκανε ακόμα οπότε άμα τον θέλεις να τον πάρεις. Ο πατέρας μου τον ρώτησε: πόσο χρονών είναι, εάν τσινά (κλωτσά) και πόσο τον πουλάς; Του απαντά: είναι τεσσάρων χρονών και άμα θέλεις κοίταξε τα δόντια. Δεν τσινά, τα κοπέλια μου περνούνε από κάτω του και του πιάνουνε την ουρά και δεν τα κλωτσά. Όσο για τα λεφτά θα μου δώσεις τέσσερα χιλιάρικα χωρίς παζάρια και θα σου κάνω δώρο το σαμάρι του.
Αμέσως έβγαλε τα χρήματα από την τσέπη του και τον πλήρωσε λέγοντάς του καλορίζικος και καλό δρόμο. Έκανε καβάλα και έφυγε ορεξάτος για το σπίτι μας και όταν ήρθε μας είπε όλο το ιστορικό της αγοράς για να μαθαίνουμε και εμείς.
Μετά από καιρό συναντήθηκε ο πωλητής με τον πατέρα μου και του είπε: Την ίδια μέρα όταν έφυγες ήρθε στο καφενείο ο ένας από τους δυο που ήθελε τον γάιδαρο και μου είπε: Άμε φέρε μου τον γάιδαρό σου και τώρα ίδια θα τον πάρω. Αμέσως γέλασα και του είπα: τώρα που ξύπνησες είναι αργά. Σήμερα το πρωί τον πούλησα δεν μπορούσα να σε περιμένω άλλο γιατί είχα ανάγκη, τα χρήματα. Ακόμα του πρόσθεσε ότι οι παλιοί μας λέγανε: όταν θέλεις να κάνεις αγορά να την κάνεις αμέσως. Στη βράση κολλάει ο σίδηρος, το ίδιο είναι και η αγορά. Εσύ δεν το τήρησες και έχασες ένα καλό ζώο μόνο να προσέχεις σε άλλες αγορές σου.
Τελειώνοντας ο 88χρονος ηλικιωμένος είπε: Υπάρχουν και πολλά άλλα που έχουν συμβεί από πολλούς στο χωριό μας και στα γύρω χωριά της περιοχής μας τα χρόνια της κατοχής με τις διάφορες συναλλαγές που είχανε μεταξύ τους.