Ένα από τα τελευταία –χρονικά– αλλά τα πρώτα –αξιολογικά– βιβλία της εύφορης –εκδοτικά– χρονιάς που σε λίγο μας αποχαιρετά είναι αναμφισβήτητα και αυτό με τον τίτλο «Η εκπαίδευση στο Ρέθυμνο (1795-1940). Σχολικό και διδακτηριακό δίκτυο» (Έκδοση «Γραφοτεχνική Κρήτης, Ρέθυμνο 2017, σχ. 22Χ24, σελ. 336).
Συγγραφέας του, ο εκπαιδευτικός Χάρης Στρατιδάκης, πασίγνωστος για το πολύχρονο, πολύμοχθο, πολύπτυχο, πολυσύνθετο, πολύτομο και πολύτιμο έργο του με το οποίο υπηρέτησε και εξακολουθεί μετά την αφυπηρέτησή του ως δασκάλου και σχολικού συμβούλου να υπηρετεί –«ποτέ από το χρέος μη κινών»– την τοπική ιστορία μας.
Πρόκειται για το καταστάλαγμα της ομότιτλης διδακτορικής διατριβής του από τη Σχολή Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όπου ερευνάται και αποτυπώνεται με επιστημονική δεοντολογία το σχολικό και διδακτηριακό δίκτυο του Ν. Ρεθύμνου από την ίδρυση του πρώτου σχολείου, το 1795, μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», δηλαδή η ιστορία διακοσίων πενήντα εφτά σχολείων όλων των βαθμίδων, που λειτούργησαν στο διάστημα αυτό του ενάμιση αιώνα (Αναλυτικότερα: εκατόν ογδόντα εφτά δημοτικών σχολείων, σαράντα εφτά κατώτερων παρθεναγωγείων, δεκατεσσάρων ελληνικών σχολείων, δύο Γυμνασίων, δύο ημιγυμνασίων, έξι νηπιαγωγείων, έξι ιδιωτικών σχολείων, και περισσότερα των πενήντα γραμματοδιδασκαλείων).
Το έργο αποτελεί σπονδή μνήμης και τιμής σε κάθε επώνυμο και ανώνυμο εκπαιδευτικό που είδε την ενασχόλησή του με το έμψυχο «αντικείμενό» του όχι απλώς ως ένα βιοποριστικό επάγγελμα αλλά ως λειτούργημα και αναλώθηκε σαν το κερί, για να φωτίσει τα παιδιά και τους νέους, προικονομώντας έτσι καθοριστικά όχι μόνο το μέλλον τους αλλά και την ιστορική-πολιτιστική συνέχεια της κοινωνίας, ακόμη και σε αντίξοες εποχές, που κάποτε ευνοούν τις αποχές.
Το βιβλίο προσφέρει τη βάση όχι μόνο για μια νοσταλγική μετάβαση στο παρελθόν της εκπαίδευσης αλλά και για σύγκρισή της με το παρόν της, για κριτική και αυτοκριτική θεώρηση ή αναθεώρηση. Και αυτό, σε επίπεδο και πολιτείας και εκπαιδευτικών και μαθητών.
Είναι συγκινητική η αφιέρωση του βιβλίου, εκτός των άλλων, σε όλα τα παιδιά, που, όπως γράφει, στην κατάλληλη θέση, «…ρακένδυτα, ξυπόλητα, προφυματικά, με το σώμα τους να συνταράσσεται από ελώδεις πυρετούς και με πρόσωπα αλλοιωμένα από το φύμα της Ανατολής, φοίτησαν σε υγρά κι ανήλια διδακτήρια, μορφώθηκαν, πίστεψαν στην εκπαίδευση και κατόρθωσαν να ανορθώσουν τον κατεστραμμένο από τις επαναστάσεις και τους πολέμους τόπο τους».
Πέρα από αυτά, η ποιότητα του έργου του επιτρέπει να λειτουργήσει τροχιοδεικτικά για ανάλογες εργασίες και σε άλλους χώρους, εκπαιδευτικούς ή μη. Καταληκτικά και ανεπιφύλακτα, πρόκειται για μια καλοσκαρωμένη και καλλωπισμένη «κιβωτό» -με όλες γενικά της προδιαγραφές της σύγχρονης, θα έλεγα, «ναυπηγικής»-, που διέσωσε από τον κατακλυσμό της λήθης πολυτιμότατο αρχειακό αλλά και πρωτότυπο υλικό. Μια «κιβωτό» που προσφέρεται για ασφαλή, χρήσιμη και ευχάριστη περιήγηση.
Για όλα αυτά και άλλα πολλά ο δημιουργικός κατασκευαστής της είναι αυτοδίκαια άξιος των θερμών συγχαρητηρίων και ευχαριστηρίων όλων μας και ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών.