Δεν μας χρειάζονται οι πυρηνικοί σταθμοί και το οπλοστάσιο του Πούτιν
Η εντυπωσιακή επίσημη επίσκεψη Πούτιν στην Άγκυρα έφερε στην επικαιρότητα το ζήτημα των σχέσεων της Ελλάδας με τη Ρωσία. Η ελληνική κοινή γνώμη είναι παραδοσιακά φιλική προς τη Ρωσία και την ηγεσία της, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του σοβιετικού ή του ρωσικού καθεστώτος και τις προτεραιότητες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.
Λάθος μοντέλο
Το μοντέλο συνεργασίας που πρόβαλαν ο Πούτιν και ο Ερντογάν δεν έχει καμία σχέση με τις ανάγκες της Ελλάδας, ούτε πρέπει να μας προβληματίζει ιδιαίτερα. Η κατασκευή ρωσικού σταθμού παραγωγής ατομικής ενέργειας στην Τουρκία είναι μία προβληματική επένδυση ύψους 20 δισ. ευρώ, η οποία δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθεί στη χώρα μας παίρνοντας υπόψη κάποιες αδυναμίες στη ρωσική τεχνολογία στην κατασκευή και λειτουργία πυρηνικών σταθμών και πως η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει, όπως άλλωστε και η Τουρκία, σεισμογενής.
Ούτε η προμήθεια ρωσικών πυραυλικών συστημάτων είναι συμφέρουσα για τη χώρα μας εφόσον θα δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα συνεννόησης με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. και δεν είναι βέβαιο ότι αυτού του είδους ο εξοπλισμός μπορεί να γίνει απόλυτα συμβατός με τα Νατοϊκής προέλευσης οπλικά συστήματα που διαθέτουμε.
Θα πρόσθετα πως και η ενεργειακή συνεργασία με την Ρωσία είναι υπερτιμημένη, γιατί υπάρχουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας πολύ πιο ενδιαφέρουσες από οικονομική ή γεωστρατηγική άποψη -για παράδειγμα Κύπρος και Ισραήλ- ενώ στόχος μας δεν πρέπει να είναι η διατήρηση ενός τεράστιου εμπορικού, οικονομικού ελλείμματος στις σχέσεις μας με τη Ρωσία αλλά η διεκδίκηση πλεονάσματος.
Η συνταγή της Λευκωσίας
Οι οικονομικές σχέσεις μας με τη Ρωσία πρέπει να αναπτυχθούν σε τέσσερα επίπεδα.
Πρώτον, στις επενδύσεις, όπου όπως δείχνει η περίπτωση του κ. Σαββίδη υπάρχει σοβαρό ρωσικό ενδιαφέρον. Δεν πρέπει να μας φοβίζουν οι ρωσικές επενδύσεις, ούτε οι κινεζικές, ούτε οι αμερικανικές ή οι γερμανικές, αρκεί να υπάρχει μία ισορροπία με βάση τις στρατηγικές επιλογές που έχουμε κάνει και να ξεχωρίζουμε τις επενδύσεις από ενδεχόμενες διαπλεκόμενες προεκτάσεις τους.
Δεύτερον, οι τουριστικές υπηρεσίες δείχνουν τον δρόμο προς το μέλλον εφόσον είναι φανερό ότι όσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων τόσο πιο κοντά σε αυτούς θα έρχονται οι ελληνικοί τουριστικοί προορισμοί.
Τρίτον, υπάρχει μεγάλη δυνατότητα αύξησης των ελληνικών εξαγωγών, για παράδειγμα αγροτικά προϊόντα, πρώτες ύλες αλλά και προϊόντα μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας, αρκεί βέβαια να δημιουργηθεί το κατάλληλο οικονομικό, επιχειρηματικό πλαίσιο και να είμαστε ανταγωνιστικοί στην τιμή και στην ποιότητα των προϊόντων.
Τέταρτον, οι Κύπριοι θριάμβευσαν σε ό,τι αφορά τη συνεργασία τους με την Ρωσία, μετατρέποντας την χώρα τους σε διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο που δίνει ευρωπαϊκή έξοδο στο ρωσικό κεφάλαιο. Ένας από τους λόγους για τους οποίους επιβλήθηκε στις κυπριακές τράπεζες το λεγόμενο bail-in από τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές, ήταν επειδή ήθελαν να περάσουν το μήνυμα της δυσαρέσκειας με ένα χρηματοπιστωτικό κέντρο που λειτουργούσε ανταγωνιστικά με άλλα, όπως το Λουξεμβούργο και το Λονδίνο. Οι Κύπριοι απορρόφησαν με ευκολία το σοκ και έχουν αναπτύξει ακόμη περισσότερο την προσφορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στο εξαιρετικά σημαντικό ρωσικό κεφάλαιο.
Αντί λοιπόν να εντυπωσιαζόμαστε από τη ρωσοτουρκική συνεργασία, η οποία έτσι όπως εξελίσσεται δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς, καλά θα κάνουμε να αλλάξουμε μυαλά και οικονομική πολιτική και να εφαρμόσουμε δημιουργικά το μοντέλο της εξαιρετικά επιτυχημένης ρωσοκυπριακής συνεργασίας.