Το να γράψεις για τον αείμνηστο Μίκη Θεοδωράκη δεν είναι εύκολο. Είναι τέτοιο το μέγεθος του εκλιπόντος, που δεν αφήνει χώρο για ταξινομημένη σύνθεση. Αναγκαστικά, λοιπόν, ένα πρόχειρο σημείωμα, ακολουθώντας μια σειρά που προκύπτει μόνη της, έχοντας απλά κατά νου κάποια κεντρική ιδέα.
Ο Μίκης υπήρξε κείνος που κατεξοχήν διέδωσε την ποιοτική ελληνική γλώσσα, μέσα από μελοποίηση κορυφαίων Ελλήνων ποιητών. Για να μην πούμε, πως οι τελευταίοι ακριβώς χάρη στον Μίκη χρωστούν τη γνωριμία και αποδοχή τους από το ευρύ κοινό. Με τον τρόπο αυτόν υπήρξε ο κύριος στυλοβάτης της εθνικής συνείδησης στην Ελλάδα για πολλές δεκαετίες, μια και η γλώσσα είναι το κύριο όχημα της εθνικής ταυτότητας.
Όμως, τις τελευταίες δεκαετίες το θέμα της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων έχει διολισθήσει σε ανεπίστρεπτες ατραπούς. Ένα μωσαϊκό εθνοτήτων έχει κατακλύσει την χώρα. Τι το μεμπτό επ’ αυτού, θα μπορούσε κάποιος να διερωτηθεί.
Η απάντηση είναι, η εγκληματικότητα, η κακογουστιά, η παραφθορά της γλώσσας, ο ευτελισμός της ποιότητας επί πάντων…
Η εθνική οντότητα πια οικοδομείται σε άλλες βάσεις. Η νεολαία ανήκει, πλέον, στα κινητά τηλέφωνα, στους αργιλέδες, το διαδίκτυο, την κακόγουστη, άθλια «μουσική»… Πού τώρα μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί. Μέσα σε παρακμή -φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. Πού πιά καιρός για τα τραγούδια και τη μουσική του Μίκη, και αυτή η ακοή μας έχει πλέον αλλοιωθεί.
Πάντως, η μουσική του αείμνηστου Μίκη Θεοδωράκη θα παραμείνει. Φορέας της ελληνικής γλώσσας, της ποίησης και των αξιών γενικότερα. Για όσους έχουν το κουράγιο να συγκρίνουν το χθες με το σήμερα, την ποιότητα με τη χυδαιότητα, τον λυρισμό και την ευαισθησία με την κακογουστιά και τον τομαρισμό. Για κείνους που δεν αντέχουν να κλείνουν μάτια και αυτιά ούτε καταδέχονται να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους. Έχει τη δύναμη του κλασσικού, του άφθαρτου. Ενός μεγάλου ανθρώπου, που αγάπησε και τίμησε την ελληνικότητα όσο άλλος κανείς και ταυτόχρονα πάλεψε για πανανθρώπινα ιδεώδη, που θα παραμείνει έτσι άσβεστο, αθάνατο σύμβολο όλων αυτών στην αιωνιότητα.