Πολλά ακούστηκαν τις τελευταίες ημέρες κατά την επίσκεψη-φιέστα της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη στο Ρέθυμνο, ως προέδρου της επιτροπής εορτασμού για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, σχετικά με την υποτονική συμμετοχή των Κρητικών στη συγκεκριμένη επανάσταση και στην έλλειψη σημαντικών πολεμικών γεγονότων εκείνη την επαναστατική περίοδο στο νησί.
Ας κάνουμε όμως μια ιστορική αναδρομή για να γνωρίσουμε καλύτερα και να θυμηθούμε τη νεότερη ιστορία της Κρήτης, που εν πολλοίς, μαζί με την ιστορία των Ιονίων νήσων και των Δωδεκανήσων, διαφοροποιείται από τη γενική ιστορία της Ελλάδας.
Η Κρήτη ήταν μια από τις 64 επαρχίες (Θέματα) της πάλαι ποτέ πανίσχυρης Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά τη Δ’ Σταυροφορία, το 1204, η Κρήτη πουλήθηκε στους Βενετούς, οι οποίοι έμειναν ως κατακτητές μέχρι το 1669, που το νησί κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Σε αυτούς τους 4,5 αιώνες βενετικής κυριαρχίας 27 μικρότερες ή μεγαλύτερες επαναστάσεις συγκλόνισαν την Κρήτη, που είχαν σκοπό την αποτίναξη του σκληρού και απάνθρωπου βενετικού ζυγού.
Η Κρήτη, υπό οθωμανική κυριαρχία, έμεινε μέχρι το 1898, οπότε άρχισε η λαμπρή περίοδος της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας που διήρκεσε μέχρι το 1913 που η Μεγαλόνησος ενώθηκε με την Ελλάδα. Πρώτος μύθος, λοιπόν, τα 400 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς για την Κρήτη, δεν ισχύει, αφού οι Τούρκοι έμειναν ως κατακτητές για λιγότερους από 2,5 αιώνες.
Η πρώτη μεγάλη επανάσταση των Κρητικών εναντίον του τουρκικού ζυγού εκδηλώθηκε το 1770 από τον Ιωάννη Βλάχο, γνωστό ως Δασκαλογιάννη, πλούσιο έμπορο και πλοιοκτήτη από τα Σφακιά. Ο Δασκαλογιάννης προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο εκείνης της περιόδου, προσβλέποντας παράλληλα και σε Ρωσική βοήθεια μέσω των Ρώσων αδελφών Ορλώφ που είχαν παράλληλα υποκινήσει επανάσταση στην Πελοπόννησο. Δυστυχώς, παρά τις πρώτες σημαντικές επιτυχίες η επανάσταση απέτυχε και ο Δασκαλογιάννης θανατώθηκε με φρικτό τρόπο στην ομώνυμη πλατεία του Ηρακλείου.
Ας περάσουμε όμως στην επανάσταση του 1821 που οδήγησε στην απελευθέρωση και δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους. Εδώ, παρενθετικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι το πρώτο ελληνικό κράτος περιελάμβανε την Πελοπόννησο, ένα μέρος της Στερεάς Ελλάδας και την Εύβοια καθώς και τα νησιά των Κυκλάδων.
Η επιτυχία της επανάστασης σε Μοριά και Ρούμελη (Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα) φαινόταν από την αρχή εξασφαλισμένη, γι’ αυτό άλλωστε ξεκίνησε και από εκεί. Η κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου έναντι του μουσουλμανικού, σε συνδυασμό με την ύπαρξη των εμπειροπόλεμων κλεφταρματολών και τη μεγάλη χερσαία απόσταση από το κέντρο της Οθωμανικής Τουρκίας, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και τη δυσχέρεια της θαλάσσιας μετακίνησης δυνάμεων λόγω της υπεροπλίας του στόλου της Ύδρας και των Σπετσών, έδινε μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα στην έναρξη και την εξάπλωση της επανάστασης, στα συγκεκριμένη τμήματα της χώρας, η οποία είχε καλά οργανωθεί από τη Φιλική Εταιρεία. Παράλληλα, δύο καθόλου τυχαία γεγονότα συνέτειναν στην αρχική εδραίωση της επανάστασης του 1821 σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα: Η έναρξη της επανάστασης στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, δημιούργησε αντιπερισπασμό, αναγκάζοντας την Υψηλή Πύλη να μεταφέρει μεγάλο όγκο στρατευμάτων εκεί. Από την άλλη, ο Γενικός Στρατιωτικός Διοικητής της Πελοποννήσου, Χουρσίτ Πασάς, απουσίαζε από την έδρα του, την Τριπολιτσά, σε πόλεμο εναντίον του «αντάρτη» Αλή-πασά των Ιωαννίνων.
Όλα αυτά αναφέρονται για να δούμε συγκριτικά την κατάσταση στην Κρήτη την ίδια περίοδο. Η Κρήτη ήταν η νοτιότερη επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποκομμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν διέθετε εμπορικό στόλο, που να είχε μετατραπεί σε πολεμικό κατά τα πρότυπα των Υδραίων και των Σπετσιωτών. Οπότε ήταν εύκολη η από θαλάσσης μεταφορά και απόβαση τουρκικών στρατευμάτων και πολεμοφοδίων. Ήταν σε απόσταση αναπνοής από την Αίγυπτο, μεγάλο και ισχυρό σύμμαχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αναλογία κρητικού και μουσουλμανικού στοιχείου ήταν περίπου μισή-μισή. Διοικητικά η Κρήτη είχε τρεις πασάδες (σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, με ανάλογο ισχυρό στρατό) σε σύγκριση με τη μεγαλύτερη σε έκταση Πελοπόννησο που είχε μόνον ένα. Τα τάγματα των Γενιτσάρων (Αυτοκρατορικών και Κρητικών) ήταν τα μεγαλύτερα σε πληθυσμό, αλλά και σε αγριότητα από κάθε άλλη τουρκοκρατούμενη περιοχή. Η ιδιότυπη-μοναδική στα ελληνικά δεδομένα της εποχής- ύπαρξη της μεγάλης κοινότητας των Τουρκοκρητικών (Κρητικοί στην καταγωγή, στη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα αλλά μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα) δημιουργούσε μια περίπλοκη κατάσταση. Τέλος, ήταν νωπές ακόμη οι ωμότητες και οι καταστροφές στο νησί από την αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη. Αλλά και σε στρατιωτικό επίπεδο η σύγκριση ήταν άνιση. Στην υπεροπλία των Τούρκων η Κρήτη είχε να αντιτάξει μόλις 1.200 τουφέκια, από τα οποία τα 800 στα Σφακιά, αλλά χωρίς τα ανάλογα πολεμοφόδια (μόλις 40 βαρέλια πυρίτιδα, χωρίς όμως μολύβι και χαρτί για τα φυσέκια).
Παρόλα αυτά κι εδώ φαίνεται το μεγαλείο των Κρητών, δεν έμειναν απαθείς και άπραγοι στην επανάσταση που είχε ξεσπάσει από τον Μάρτη του 1821 στην Πελοπόννησο. Από το 1819 αρκετοί επιφανείς Κρήτες είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία.
Πρώτη επαναστατική Συνέλευση στα Γλυκά Νερά Σφακίων στις 7 Απριλίου και δεύτερη στην Παναγία τη Θυμιανή στις 15 Απριλίου, για να ξεκινήσει, όμως, η επανάσταση στις 14 Ιουνίου, με την πρώτη νικηφόρα μάχη των Κρητικών στο Λούλο Χανίων. Νωρίτερα, τη σημαία της επανάστασης είχε υψώσει ο Ηγούμενος την Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερός στον Κουρκουλό του Ροδακίνου. Η αντίδραση των Τούρκων, αναμενόμενη, άγρια και φοβερή. Απαγχόνισαν ή έσφαξαν όλους σχεδόν τους Επισκόπους της Κρήτης, τους Ηγουμένους των Μοναστηριών και τους καλόγερους και καλόγριες καθώς και τους σπουδαιότερους Κρητικούς. Από τη μανία τους δεν γλίτωσε ούτε η ιστορική Μονή του Αγ. Πνεύματος στον Κισσό Αγ. Βασιλείου που την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά σφάζοντας και τους πέντε καλόγερούς της στις 15 Ιουνίου του 1821. Μόνο σε μια ημέρα στο Ηράκλειο, στον «μεγάλο αρπεντέ», όπως έχει μείνει στη μνήμη του λαού, έχασαν τη ζωή τους πάνω από 800 Κρητικοί στο Μεγάλο Κάστρο και στα περίχωρα από το αφηνιασμένο μουσουλμανικό στοιχείο. Και σίγουρα θα ήταν περισσότεροι αν δεν επενέβαιναν οι Υποπρόξενοι της Αγγλίας και της Ρωσίας για να περιορίσουν το κακό.
Οι επαναστάτες όμως δεν πτοούνται και με επίκεντρο τα Σφακιά η επανάσταση σημειώνει επιτυχίες και εδραιώνεται στη δυτική Κρήτη. Οι αγάδες των χωριών των Χανιών καταφεύγουν στο κάστρο των Χανίων, ενώ μεγάλη νίκη των Κρητικών σημειώνεται στις 15 Ιουνίου στους Λάκκους Κυδωνίας. Όπλα και πολεμοφόδια οπλίζουν τους επαναστάτες. Στα Ρούστικα και στον Αγ. Κωνσταντίνο Ρεθύμνου αποδεκατίζεται τουρκικό εκστρατευτικό σώμα που πήγαινε για βοήθεια στα Χανιά. Ανάλογη νίκη και στο Αμάρι ενάντια των Αμπαδιωτών Τούρκων στον Άγιο Ιωάννη τον Καημένο. Λίγες μέρες αργότερα ξεσπά η επανάσταση και στα Ηρακλειώτικα, στη Μεσαρά, με επικεφαλής τον κρυπτοχριστιανό Χουσεΐν-Μιχαήλ Κορμούλη. Η επανάσταση αρχίζει να κλονίζεται τον Αύγουστο όταν 8.000 Τούρκοι με ιππικό και πυροβολικό εκστράτευσαν εναντίον των Σφακίων που ήταν το κέντρο των επαναστατών. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς τα Σφακιά, όπως και το 1770. Ωστόσο η επανάσταση συνέχισε να έχει επιτυχίες και τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1821.
Οι έριδες και οι αρχηγικές τάσεις ανάμεσα στους Κρήτες οπλαρχηγούς έφεραν τον Ελλαδίτη Μιχαήλ Αφεντούλη ως γενικό αρχηγό της επανάστασης. Ο Αφεντούλης είχε διοικητικές αρετές, αλλά γρήγορα αποδομήθηκε από τους Κρήτες και ουσιαστικά αποπέμφθηκε, αφού είχε αποτύχει στην εκπόρθηση του κάστρου του Ρεθύμνου τον Μάρτιο του 1822, πολιορκία στην οποία σκοτώθηκε και ο Γάλλος φιλέλληνας λοχαγός Βαλέστρα.
Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Δ’ βλέποντας ότι η επανάσταση δεν καταπνίγεται εύκολα, ζήτησε τη βοήθεια του διοικητή της Αιγύπτου Μεχμέτ-Αλή, ο οποίος έστειλε ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην Κρήτη. Ο στόλος του, ανενόχλητος, κατέπλευσε στη Σούδα στα τέλη του Μάη του 1822 και υπό τον γαμπρό του Χασάν πασά άρχισε αμέσως τις επιθέσεις σε θέσεις των Χανίων. Τις ίδιες ημέρες οι Τούρκοι, με ανεβασμένη την ψυχολογία, καταστρέφουν τα Ανώγεια. Οι μάχες, με εκατέρωθεν νίκες, μαίνονται όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1822.
Η τοποθέτηση του Υδραίου Εμμανουήλ Τομπάζη ως Αρμοστή της Κρήτης τον Μάη του 1823, δεν άλλαξε δραματικά τα γεγονότα, παρόλο που ήρθε με μικρό στόλο από πέντε πολεμικά καράβια και με σώμα 600 εθελοντών, κυρίως Ηπειρωτών. Τον Μάρτιο του 1823 σκοτώθηκε ο Χασάν Πασάς, αφού προηγουμένως είχε κατασφάξει 2.000 γυναικόπαιδα και γέροντες που είχαν καταφύγει στο σπήλαιο της Μιλάτου στο Λασίθι. Ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου στέλνει τον άλλο του γαμπρό, Χουσεΐν Μπέη, σαν αρχιστράτηγο, μαζί με 3.000 άντρες και πολλά πολεμοφόδια. Ο Χουσεΐν με 12.000 στρατό υπέταξε τη Μεσαρά το φθινόπωρο του 1823 και στράφηκε εναντίον του Ρεθύμνου. Στο σπήλαιο του Μελιδονίου πολιόρκησε επί τρεις μήνες 370 γυναικόπαιδα, οι οποίοι βρήκαν τραγικό θάνατο από τους καπνούς, τον Ιανουάριο του 1824, αφού ο Χουσεΐν έριξε από το άνοιγμα της οροφής εύφλεκτες ύλες.
Τον Απρίλιο του 1824 ο Τομπάζης, βλέποντας ότι η επανάσταση έχει ουσιαστικά σβήσει αποχωρεί από την Κρήτη. Μερικές ακόμα συγκρούσεις ανάμεσα στους αντιμαχόμενους δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την έκβαση του αγώνα.
Η Επανάσταση στην Κρήτη διήρκεσε τρία σχεδόν χρόνια. Μπορεί το αποτέλεσμα να μην ήταν το επιθυμητό για τους Κρητικούς, όμως η γενναία τους αντίσταση δημιούργησε πονοκέφαλο στην Υψηλή Πύλη, αναγκάζοντάς την να διατηρεί μεγάλο όγκο στρατευμάτων στο νησί, που σε άλλες συνθήκες θα είχε στείλει στην ηπειρωτική Ελλάδα. Επίσης, η επανάσταση στην Κρήτη απασχόλησε για μεγάλο διάστημα και τον αιγυπτιακό στρατό, ο οποίος άργησε να επέμβει στην Πελοπόννησο. Μια επέμβαση που πραγματοποιήθηκε το 1825 με τον Ιμπραήμ, θετό γιο του Μεχμέτ Αλή και είχε οδυνηρά αποτελέσματα για την έκβαση της επανάστασης.
Από όλα τα παραπάνω εύκολα κατανοείται ότι έμμεσα η επανάσταση στην Κρήτη το 1821-1824 συνέβαλε τα μέγιστα στην απελευθέρωση της Ελλάδας.