Ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος, πέραν των άλλων αρετών και προτερημάτων του, είναι και ένας πολυγραφότατος συγγραφέας τριών, τουλάχιστον, δεκάδων βιβλίων. Είναι αυτός που με τα βιβλία του ανέδειξε και έκανε γνωστό ανά τον ορθόδοξο ελληνισμό τον σύγχρονο Ρώσο άγιο Λουκά, Αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και Καθηγητή της Ανατομίας και Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Από τα προαναφερθέντα βιβλία του ένδεκα αναφέρονται στον εν λόγω Άγιο και κυκλοφορούν, εκτός από την ελληνική και στη Γαλλική, Ρουμανική και Αλβανική γλώσσα. Γνωστή, ειδικά, επί του προκειμένου, είναι η «Συνοδοιπορία με τον Άγιο Λουκά» (τόμοι 3), στην οποία ο Μητροπολίτης Αργολίδος ακολουθεί τα βήματα του Αγίου και με τον οικείο και γλαφυρό του λόγο μάς παρουσιάζει λεπτομερώς τα μέρη όπου έζησε, τους τόπους της εξορίας και δοκιμασίας του, αλλά και τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και έζησαν κοντά του. Από την άλλη, είναι πανελλήνια γνωστή η αυτοβιογραφία του Αγίου υπό τον τίτλο: «Αγάπησα το μαρτύριο» (η Ρωσία στα χρόνια της επανάστασης), στην οποία μιλεί και αυτοβιογραφείται ο ίδιος ο άγιος Λουκάς, ο διάσημος χειρουργός αλλά και κατάδικος και μάρτυς του σοβιετικού καθεστώτος.
Αυτή, πάντως, τη φορά ο φίλος Μητροπολίτης άγγιξε ένα θέμα όλως διαφορετικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον για μας τους Κρητικούς, αφού αναφέρεται στην Κρήτη, και, ειδικότερα, στο πρόσωπο του Κισαμίτη νεοφανούς Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού. Έτσι, με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του ο Σεβασμιώτατος καταφέρνει να παντρέψει, με τη συγγραφική του γραφίδα, την Κρήτη με την Μητρόπολή του, το Ναύπλιο και τη λοιπή Πελοπόννησο και όχι μόνο, διά της διάδοσης του βιβλίου. Η έκδοση της μελέτης έγινε, επίσης, στο Ναύπλιο από τις εκδόσεις «Επιστροφή» της Μητροπόλεώς του.
Βέβαια, στο πάντρεμα αυτό, Κρήτης- Αργολίδος, καταλυτική υπήρξε και η συμβολή του οικείου Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλοχίου, ο οποίος σε πρόσφατη συνάντησή του με τον επίσκοπο Αργολίδος, στο Καστέλι, του μίλησε εκτενώς για τον εν λόγω σύγχρονο Άγιο της Μητροπόλεώς του. Η ομιλία του μετέφερε στην ψυχή του Μητροπολίτη Αργολίδος βαθιά συγκίνηση και αισθήματα θαυμασμού για τον Άγιο και ακόμα περισσότερο όταν πήρε στα χέρια του και διάβασε τον βίο του και από την καλαίσθητη έκδοση της Ι. Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου.
Ο σκοπός, στη συνέχεια, της έκδοσης του βίου του οσίου Νικηφόρου του Λεπρού από τον Μητροπολίτη Αργολίδος εξυπηρετεί και μιαν, επί πλέον, ευλογημένη απόφαση των δύο Μητροπολιτών. με την έκδοση, δηλαδή, αυτήν ο εν λόγω Κρητικός Άγιος να γίνει ευρύτερα γνωστός στην Αργολίδα και την Πελοπόννησο, προκειμένου να «ταξιδεύσει», στη συνέχεια, προς προσκύνηση, το ιερό λείψανό του στην Ι. Μητρόπολη Αργολίδος, πιστεύοντας ότι ο σύγχρονος αυτός Άγιος έχει πολλά μηνύματα να προσφέρει σε κάθε άνθρωπο και ιδιαίτερα σε κάθε ψυχή «θλιβομένη και καταπονημένη».
Σημαντικό για την έκδοση υπήρξε, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στον Πρόλογό του, και το πολύτιμο ιστορικό και φωτογραφικό υλικό που ο Σεβασμιώτατος Κισάμου κ. Αμφιλόχιος ευγενώς του παραχώρησε.
Η έκδοση αυτή παρουσιάζει και γενικότερο, περαιτέρω, ενδιαφέρον, γιατί ο συγγραφέας επιχειρεί μια συνολική ανασκόπηση στο θέμα της λέπρας, της «ιερής αρρώστιας», όπως θεωρούνταν από τον λαό του Ισραήλ, γιατί εκδηλωνόταν, πίστευαν, σε εκείνους που περιφρονούσαν τον νόμο του Θεού. Και έτσι, με την ευρύτερη αυτήν ονομασία επιγράφεται και το παρουσιαζόμενο σήμερα βιβλίο: «Η Ιερή Αρρώστια- Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός». Η θεματική ευρύτητα που δίνει ο τίτλος αυτός επιτρέπει στον συγγραφέα να κάνει μια γενική αναδρομή και να δει το θέμα της «ιερής αρρώστιας», τη λέπρα, σφαιρικά, σε όλες τις εποχές και με αρκετές λεπτομέρειες.
Ξεκινά, λοιπόν, τη μελέτη του από την Κ. Διαθήκη με τη γνωστή ευαγγελική περικοπή των Δέκα Λεπρών που θεράπευσε ο Κύριος. Τη μεγάλη ανατροπή που έφερε η διδασκαλία του Κυρίου, στις επικρατούσες μέχρι τότε αντιλήψεις, παρακολουθούμε, στη συνέχεια, στις σελίδες της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, με συγκινητικότατα περιστατικά και παραδείγματα, όπως αυτό του αγίου Ζωτικού του Λεπροκόμου και Ορφανοτρόφου, στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του πρώτου ιδρυτή μεγάλων ευαγών καθιδρυμάτων για τους λεπρούς της Βασιλεύουσας και ακολούθως και του Μεγάλου Βασιλείου, του μεγάλου φίλου των λεπρών και όλων των πονεμένων στη «Βασιλειάδα» του, τους οποίους, μάλιστα, περιποιόταν και φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά. Ο συγγραφέας καταλήγει στον μεγάλο σύγχρονο ανθρωπιστή και φίλο των λεπρών, τον Γάλλο νομικό Ραούλ Φωλερώ, που είχαμε την τύχη, μαζί με τον συγγραφέα, ως φοιτητές, να παρακολουθήσουμε σε ομιλία του, στο Ακαδημίας 45, ενώπιον εκατοντάδων φοιτητών όλων των Πανεπιστημιακών Σχολών της Αθήνας.
Πέραν της ιστορικής αυτής διαχρονικής τριάδας ενθέρμων φίλων και υποστηρικτών των λεπρών ο συγγραφέας κατά την ιστόρηση της ζωής του Οσίου Νικηφόρου του Λεπρού αναφέρεται και σε δύο ακόμη Αγίους λεπρούς, που και οι δύο βρέθηκαν στη ζωή του και του στάθηκαν και τον βοήθησαν γενναιόψυχα. Πρόκειται για τον Χιώτη άγιο Άνθιμο Βαγιανό, της Ι. Μονής Παναγίας της Βοήθειας, και τον, επίσης, Κρητικό πρώην λεπρό π. Ευμένιο Σαριδάκη. Τον πρώτο, τον άγιο Ανθιμο, ο όσιος Νικηφόρος γνώρισε ως εφημέριο και «καλό σαμαρείτη» στην πονεμένη του ζωή, στο λεπροκομείο της Χίου. Τον δεύτερο, τον Κρητικό π. Ευμένιο, από την Εθιά Ηρακλείου Κρήτης, στο Λεπροκομείο της Αγίας Βαρβάρας, Αιγάλεω. Ο π. Ευμένιος νόσησε από λέπρα το έτος 1957 ως στρατιώτης και μεταφέρθηκε στον εν λόγω Αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας. Ήταν η εποχή που ανακαλύφθηκαν τα πρώτα φάρμακα της νόσου και κατάφερε να θεραπευθεί εντελώς. Παρόλα αυτά- κι εδώ φαίνεται η αγιότητα της ψυχής του- δεν απομακρύνθηκε από το Λεπροκομείο, αλλά ευαισθητοποιημένος από τον ανθρώπινο πόνο, παρέμεινα εκεί κοντά στους αγαπημένους του λεπρούς, που δεν είχαν βρει ακόμα τη θεραπεία και πάλευαν με την ασθένεια. Εδώ, στην Αγία Βαρβάρα, ύστερα από σύστασιν του αγίου Ανθίμου της Χίου, θα δεχθεί, μετά την μεταφορά του από τον Αντιλεπρικό Σταθμό της Χίου, ο όσιος Νικηφόρος πλούσιες τις υπηρεσίες του συμπατριώτη του π. Ευμενίου Σαριδάκη. Ο τελευταίος, αντιληφθείς εγκαίρως τη μεγάλη πνευματικότητα και αγιότητα του πρώτου, ανέλαβε να τον υπηρετεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του, γενόμενος υποτακτικός του, όταν πια η αρρώστια τον είχε καταβάλει οριστικά κι αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετείται. Στο σημείο αυτό γίνεται αναλυτική παρουσίαση και της λοιπής ζωής, της κοίμησης και των θαυμάτων του αγίου Νικηφόρου του Λεπρού.
Σημαντική θέση κατέχουν στο εν λόγω βιβλίο και οι γνωστοί χώροι διαβίωσης των λεπρών στην Ελλάδα: η Σπιναλόγκα, η Χίος και η Αγία Βαρβάρα, Αιγάλεω. Στην τελευταία είχα κι εγώ την μοναδική εμπειρία, με μια ομάδα φοιτητών, να την επισκεφθώ το έτος 1970 και να τους παίξω μερικά τραγούδια στο ακορντεόν. Το χειροκρότημα που ακολούθησε από τα χέρια εκείνα με τα κομμένα ή χωρίς καν δάχτυλα θα μου μείνει αξέχαστο!…
Την εγκυρότητα του βιβλίου εγγυώνται η θερμουργός πίστη του συγγραφέα στην Εκκλησία και το επίγειο έργο της και ο κατ’ επίγνωσιν ένθεος ιεραποστολικός του ζήλος. Ο συγγραφέας γράφει απλά και ταπεινά από το περίσσευμα και τον ιερό ενθουσιασμό της ‘φλεγόμενης καρδίας του’ και επιτυγχάνει με τον φιλειρηνικό λόγο του να αναθερμάνει τις ψυχές των αναγνωστών του και να δονήσει τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς τους, δημιουργώντας, με τον τρόπο αυτόν τις αναγκαίες ψυχολογικές προϋποθέσεις, ώστε να καταστούν τα γραφόμενά του μόνιμο βίωμα αυτών
Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αργολίδος και εκλεκτό φίλο, από τα φοιτητικά μας χρόνια, κ. Νεκτάριο Αντωνόπουλο, γιατί, τη φορά αυτήν, έσκυψε τόσο ζεστά και παρουσίασε με την πένα του ένα θέμα καθαρά δικό μας, κρητικό. Του ευχόμαστε να έχει δύναμη, για να συνεχίζει την εργώδη και δημιουργική παρουσία του στον χώρο της Εκκλησίας και της Παιδείας, όπου η μέχρι σήμερα συμβολή του είναι μεγάλη, ενώ η χαρά μας θα είναι ακόμα πιο μεγάλη, αν, και στο μέλλον, αποφασίσει να ασχοληθεί και πάλι και με άλλο θέμα κρητικό από τα πλείστα που προσφέρει η αγιοτόκος Κρήτη, για την οποία καταδείχθηκε το πλήρωμα της αγάπης του με το βιβλίο του αυτό για τον Κρητικό όσιο Νικηφόρο τον Λεπρό.