ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ
Η ανάγκη να γνωρίσουμε καλύτερα το μνημείο της πόλης μας, το άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη, που είχε προκαλέσει τόσες συζητήσεις, μας έφερε κοντά με τον κ. Δημήτρη Παυλόπουλο, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Είναι ο επιστήμονας που έχει μελετήσει ιδιαίτερα το θέμα και τη γενιά των καλλιτεχνών εκείνης της περιόδου και μας δίνει πολύτιμα στοιχεία στα βιβλία και στις εργασίες που έχει φέρει στη δημοσιότητα.
Ο κ. Παυλόπουλος μας υποχρέωσε με την προθυμία να απαντήσει στις ερωτήσεις μας, ρίχνοντας άπλετο φως σε λεπτομέρειες που προκαλούν σύγχυση, επειδή παρεμβαίνει και η προφορική παράδοση.
Όπως αναφέρει και σε άρθρο του, (ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ- Τεχνοϊστορικά- ΤΟ ΗΡΩΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΤΟΥ) το ηρώο Ρεθύμνου εντάσσεται στο ευρύ πρόγραμμα διαγωνισμών ανέγερσης μνημείων σε πολλές ελληνικές πόλεις με πρόθεση να τιμηθεί από το κράτος ο Έλληνας στρατιώτης των πολέμων των χρόνων 1912-22.
Το ηρώο Ρεθύμνου, αναφέρει χαρακτηριστικά, συμβατική παραγγελία του μεσοπολέμου, αφού φιλοτεχνήθηκε το 1929-1930, έχει δεχτεί δριμεία κριτική από ντόπιους τόσο για την εμφάνισή του, όσο και για τη θέση του. Στην τοπική εφημερίδα «Έρευνα» της 4ης Δεκεμβρίου 1930, χαρακτηρίζεται «Ο Γάλλος», λόγω του γαλλικού τύπου στολής του ελληνικού στρατού τότε. Ο Ρεθύμνιος ζωγράφος και γραφίστας Δημήτρης Καλοκύρης τον ψέγει: «Ο οπλίτης στο μάρμαρο, με τα ίχνη της Κριμαίας, των Βαλκανικών τάχατε επιβλέπει απλανής τα παράλια καφενεία, αποκομμένα από κίτρινους μεσότοιχους».
«Άγνωστος» σκαλισμένος, όπως έλεγαν, με το πρόσωπο του χορηγού του, κάποιου υφασματέμπορα, αν θυμάμαι ή βυρσοδέψη» (περ.Το Τέταρτο, τ.χ 21, Ιανουάριος1987, σ. 57).
Καλή η κριτική αλλά οφείλουμε να αναζητήσουμε το δημιουργικό του έργο και να μελετήσουμε τις συνθήκες της ελληνικής γλυπτικής, τη συγκυρία που στήθηκε στο ηρώο, προκειμένου να το κατανοήσουμε βαθύτερα.
Ο γλύπτης του ηρώου Ρεθύμνου ονομάζεται Δημήτριος (Μήτσος) Περάκης, Τηνιακής καταγωγής, πρωτότοκος γιος του μαρμαρογλύπτη Νικολάου Π. Περάκη (1857-1912) και μικρανιψιός του μαρμαρογλύπτη Νικολάου Π. Περάκη (1871- 1946), γεννήθηκε στην Αθήνα το 1893.
Σπούδασε γλυπτική στο Σχολείο των Καλών Τεχνών με καθηγητές τους Γιώργο Βρούτο, Λάζαρο Σώχο και Θωμά Θωμόπουλο. Αποφοίτησε το 1920 με το πρώτο Θωμαίδειο και Χρυσοβέργειο βραβείο, ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του είχε τιμηθεί μια φορά με το δεύτερο και τρεις φορές με το πρώτο Αβερώφειο βραβείο.
Καλλιτεχνικό καφενείο
Όσον καιρό σπούδαζε δούλευε στο πατρικό μαρμαρογλυφείο, που στεγαζόταν μαζί με το κορνιζοποιείο του σπουδαίου μάστορα Κωνσταντίνου Ζαχαρίου, σε μάντρα στη λεωφόρο Αμαλίας 46, απέναντί από την Πύλη του Ανδριανού Μάλιστα διηύθυνε από το 1920, εγκαθιστώντας εκεί και το δικό του εργαστήριο.
Το μαρμαρογλυφείο του Περάκη έγινε γρήγορα στέκι ανθρώπων των γραμμάτων και τεχνών, ένα είδος καλλιτεχνικού καφενείου.
Συγκεντρώνονταν στον χώρο του γλύπτες, ζωγράφοι, λογοτέχνες, ηθοποιοί και ο ιδιόρρυθμος ηθοποιός, λογοτέχνης και εκδότης του καυστικού περιοδικού «Φραγκέλιου» Νίκος Βέλμος.
Μια ανάμνηση του μαρμαρογλυφείου του Νικολάου Περάκη καταγράφει ο εγγονός του, γλύπτης Κώστας Περάκης, ο οποίος είναι γλαφυρός στην περιγραφή επειδή δούλεψε εκεί από το 1920 και ο παρομοίως γλύπτης πατέρας του Μήτσος Περάκης. Αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί τυπική περιγραφή για τα μαρμαρογλυφεία του Μεσοπολέμου: «Η αυλή ήταν γεμάτη με μαρμάρινα αγάλματα, ταφικά μνημεία, επιτύμβιες στήλες, προτομές, κ.λπ., και μεγάλος αριθμός μαρμάρων σε όγκους, πλάκες και καπλαμάδες διαφόρων μεγεθών και προέλευσης».
Το 1938, που η μάντρα του μαρμαρογλυφείου εγκαταλείπεται, προκειμένου να ανοικοδομηθεί το οικόπεδό της, μετέφερε το εργαστήριό του στην οδό Άλυος 7 στα Ιλίσια, όπου εργάστηκε τα τελευταία χρόνια του. Το 1939-40 δίδαξε διακοσμητική στη Σιβιτανείδειο δημόσια σχολή τεχνών και επαγγελμάτων στην Καλλιθέα.
Ήταν ενταγμένος πάντα στις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις. Υπηρέτησε ως σχεδιαστής Α’ τάξεως (1948-52) στις τεχνικές υπηρεσίες του υπουργείου Ανοικοδομήσεως και ύστερα ως συντηρητής) μέχρι το 1963) στην αρχαιολογική υπηρεσία, στα Μουσεία Ακροπόλεως, Χαλκίδας, Δελφών και Αρχαίας Ολυμπίας.
Με τις ποικίλες υποχρεώσεις της δημόσιας υπηρεσίας του και με τις πολλές παραγγελίες στο μαρμαρογλυφείο, δεν κατόρθωσε ν’ αφήσει έργα διαφορετικά από ηρώα, προτομές, ταφικά μνημεία, αναθηματικές στήλες, εκκλησιαστικά έργα (τέμπλα-εικονοστάσια) και διακοσμητικά γλυπτά κηποτεχνίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, βάθρα και στήλες για λογαριασμό συναδέλφων του γλυπτών αναλαμβάνοντας την ανίδρυση των έργων ορισμένων, βοηθώντας και κάποιους στην εκτέλεση έργων που τους είχαν ανατεθεί.
Δεν πήρε εξάλλου μέρος παρά σε λίγες ομαδικές εκθέσεις το 1921 με το Σύνδεσμο Ελλήνων Καλλιτεχνών, το 1926, στη διαρκή έκθεση Ζαπείου, το 1929 στην αίθουσα Ασύλου για τον Γκρέκο, το 1939 στη δεύτερη Πανελλήνιο στο Ζάπειο και το 1943 στην τρίτη καλλιτεχνική επαγγελματική έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Υπήρξε μέλος του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, του σωματείου των Ελλήνων Γλυπτών και της Συνεργατικής του, της Αδελφότητας Μαρμαροεργοστασιαρχών Αθηνών Πειραιώς της Ιδρυτικής Επιτροπής της Ενώσεως Σωματείων Εικαστικών Τεχνών του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου (σημερινού Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος).
Πέθανε στην Αθήνα το 1965. Γλύπτης σπούδασε και ο γιος του Κώστας Περάκης (1928-2004), που ασχολήθηκε εκτός από τη γλυπτική, με τη ζωγραφική, την κεραμεική και τη χαρακτική.
Ο Μήτσος Περάκης στάθηκε αποκλειστικά μαρμαρογλύπτης. Κληρονόμος μακράς οικογενειακής παράδοσης γνώριζε να χειρίζεται και να κατεργάζεται την πέτρα. Εντάσσεται στη χορεία των εφαρμοστών γλυπτών του Μεσοπολέμου, οι οποίοι υπόκεινται σε συγκεκριμένες επεμβάσεις για τα δημόσια μνημεία, κυρίως τους ανδριάντες και τις προτομές που φιλοτεχνούσαν. Φιλολογικός στόμφος στην απόδοση, ηρωική στάση, λεπτομερής πραγμάτευση των επιμέρους στοιχείων, φωτογραφικός ρεαλισμός που έκαναν τις απεικονιζόμενες μορφές έτοιμες να σου μιλήσουν.
‘Έχουμε το μέτρο της υπερβολής στις παρεμβάσεις των επιτροπών για την ανέγερση μνημείων με το παράδειγμα από τις αντιλήψεις της επιτροπής για τον ανδριάντα για τον ποιητή Αθανάσιο Χριστόπουλο στην Καστοριά το 1927 με τα μέλη που απαρτίζουν την επιτροπή για το ηρώο του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών του νομού Ηρακλείου. Την επιτροπή ενδεικτική για το ύψος των μνημείων της περιόδου του Μεσοπολέμου συνέθεταν ο νομάρχης ο διοικητής του συντάγματος ο δήμαρχος, ο Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης, ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Κρήτης, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Νομού Ηρακλείου κι ένας καθηγητής. Κανένας τεχνοκριτικός, κανένας γλύπτης.
Ο ποιητής και τεχνοκρίτης Αναστάσιος Δρίβας δικαίως τόνιζε τον Μάιο του 1930 στο περιοδικό «Πρωτοπορία» (τ.5-6-147) ότι τα ηρώα αυτά φάνταζαν ρητορικά και απαίσια, πραγματικά βαναυσουργήματα.
Για το ηρώο Ρεθύμνου εκφράστηκαν μέσω του τύπου διαμαρτυρίες μερικών κατοίκων της πόλης, αφενός γιατί δεν είχε ετοιμαστεί στις εκδηλώσεις του Αρκαδίου το 1930, αφετέρου γιατί ο στρατιώτης φορούσε γαλλική στολή.
Όμως η έννοια του ηρώου ως μνημείου ισχύει εσαεί ασχέτως αν στην περίπτωση μας τη ηρώο δεν συνδέεται στενά με την τοπική ιστορία …».
Αυτά είχε την καλοσύνη να μας ενημερώσει ο κ. Δημήτρης Παυλόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης.
Μία ακόμα, πιο πρόσφατη, παραπομπή όπως μας σημειώνει είναι του: Νίκου Λογοθέτη, Γλύπτες της τηνιακής οικογένειας Περάκη, 19ος-20ός αιώνας, Αθήνα 2011, σ. 69, 86 (δακτυλογραφημένη έκδοση εκτός εμπορίου).
Τον ευχαριστούμε ακόμα μια φορά για το διαφωτιστικό του άρθρο που είχε δημοσιεύσει και στο περιοδικό ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου (Αύγουστος-Οκτώβριος 2006).
Καλό είναι να ξέρουμε κάθε γωνιά του τόπου μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και η προφορική παράδοση δεν λαμβάνεται υπόψη. Άλλωστε έχει πολλές φορές φωτίσει σκοτεινά σημεία της σύγχρονης ιστορίας.