Του Γιάννη Τσαχπίνη*
Πριν πολλά χρόνια στη χώρα μας, ο άνθρωπος, αφού δεν υπήρχανε διάφορα μέσα για την καλλιέργεια, προκειμένου να διαβιώσει, προχώρησε στην κατασκευή αυτοσχέδιων μέσων, ανάλογο για κάθε εργασία.
Έτσι όσο περνούσανε τα χρόνια, προχωρούσε και στην βελτίωση αυτών, επιτυγχάνοντας καλύτερη πρόοδο.
Πιστός στο χάρισμα της νοημοσύνης που του έδωσε ο δημιουργός Θεός, να κατοικεί στην γη, να εργάζεται και να επιβάλλεται σε όλα τα δημιουργήματά του.
Μεταξύ αυτών που κατασκεύασαν για τη διαβίωσή του, την ενδυμασία του και την μεταφορά αυτών και για την αξιοποίηση όλων προς το καλύτερο και περισσότερο, προχώρησε και σε αυτοσχέδια μέσα, προστασίας αυτών, αλλά και του ίδιου. Ένα από αυτά και το σπουδαιότερο της εποχής, ήτανε και η κατσούνα.
Η κατασκευή αυτής προέρχεται, από ένα ευθύγραμμο ξύλο, κανονικού μεγέθους, προερχόμενο συνήθως από άγρια δέντρα, όπως: από πρινάρι, ελιά, ασφένταμο, λωτό κ.λπ. Την άνοιξη ή το καλοκαίρι, το έκοβε από το δέντρο του και με ανάλογη επεξεργασία το διαμόρφωνε, έτσι, ώστε στο ένα άκρος αυτού, να σχηματιστεί, στρογγυλός γάντζος σε μήκος 1,10 μ.
Μετά από την κατασκευή της, στην Κρήτη, πήρε τ’ όνομα κατσούνα, ενώ σε άλλα μέρη της χώρας μας, έχει άλλες, αλλά παρόμοιες ονομασίες.
Όπως στο κάθε επάγγελμα, υπάρχουν διάφορες ειδικότητες, έτσι και η κατσούνα είχε διάφορες υποχρεώσεις, απέναντι του αφεντικού της, που την είχε για την καθημερινή του εξυπηρέτηση, όπως: ο κτηνοτρόφος να πιάνει τα πρόβατά του, όταν ήτανε ανάγκη, ο γεωργός, να μαζεύει τα διάφορα φρούτα (σύκα, αχλάδια, δαμάσκηνα, κ.λπ.), να την χρησιμοποιεί ο κάτοχός της για το περπάτημά του, όταν ήτανε σε μεγάλη ηλικία, όπως και σήμερα, να τον προστατεύει σε τυχόν επίθεση και να την έχουν στο σπίτι τους για ενθύμιο οι νεότεροι.
Μια ημέρα που περνούσε ο αγροφύλακας του χωριού από τον δρόμο, στην άκρη ενός αμπελιού πρόσεξε τον άγριο λωτό να έχει ένα κατάλληλο ευθύγραμμο ξύλο για κατσούνα.
Το έκοψε και στο σπίτι του το διαμόρφωσε σε μία ωραία κατσούνα και μετά την τοποθέτησε στην αποθήκη του μαζί με πολλές άλλες που είχε.
Ξέρανε οι χωριανοί ότι τις πουλούσε για να παίρνει τα τσιγάρα του ή τις δώριζε σε φίλους του.
Μια οικογένεια του χωριού είχε προβλήματα. Η μάνα και τα παιδιά τους, ήτανε ενάντια του πατέρα. Αυτός πάντα εργατικός και τους πήγαινε τα πάντα να διαβιώνουν πάντοτε καλύτερα, αλλά δεν μένανε ευχαριστημένοι και όλο παράπονα εναντίον του. Δεν μπορούσε να τους αντέξει από την αχαριστία τους. Αποφάσισε και πήρε μία κατσούνα από την αποθήκη όταν απουσιάζανε και την τοποθέτησε στο σπίτι, δίπλα στο τζάκι, με σκοπό αν ξανά του βγάλουνε γλώσσα και αν του κάνουνε παράπονα, ότι δεν περνούνε καλά, να τους χτυπήσει όλους με την κατσούνα να σταματήσουν. Όταν μπήκανε στο σπίτι και την είδανε, καταλάβανε ότι ο πατέρας είχε κακές διαθέσεις γι’ αυτούς. Οπότε κανείς τους δεν μίλησε από εκείνη την ημέρα και όλοι τους αλλάξανε συμπεριφορά σε όλα.
Επίσης όταν κάποιος στο χωριό, ήτανε ανάποδος και έκανε συνέχεια φασαρίες με το παραμικρό και δεν έπαιρνε από τα λόγια των χωριανών, λέγανε μόνο με δυο κατσουνιές στην πλάτη θα στρώσει. Πράγματι όταν τον χτυπούσανε, αμέσως άλλαζε συμπεριφορά. Γι’ αυτό είχανε συνήθεια να λένε: όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος και είναι αλήθεια και για σήμερα, έπρεπε, αλλά δεν γίνεται.
Ακόμα λέγανε στο χωριό, όταν βλέπανε ότι κάποιος χωριανός δεν πήγαινε καλά ή στο καφενείο μεθούσε ή δεν δούλευε και δεν είχανε ψωμί στο σπίτι τους να φάνε: μόνο με δυο κατσουνιές θα κοπούνε όλα αυτά.
Η κατσούνα, ειδικά στην Κρήτη, ήτανε το μοναδικό, προστατευτικό εργαλείο (όπλο) ατομικό και οικογενειακό. Προστάτευε τον ανδρισμό του ατόμου που την κρατούσε.
Τα παλιά χρόνια, όλοι οι νέοι στα χωριά, πάνω από τα 15 χρόνια τους, κρατούσανε κατσούνες, ενώ σήμερα έχει περιοριστεί, μόνο στους μεγάλους σε ηλικία και διατηρείται επίσης μόνο στα ορεινά χωριά και συνεχίζει να τους εξυπηρετεί σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.
Τελειώνοντας, ένας χωριανός ήτανε ο μόνος που αναγνώρισε όλα τα παραπάνω που του προσέφερε η κατσούνα του και την αγαπούσε σαν να ήτανε, ένα από τα έξι παιδιά που είχε. Ως ένδειξη αυτών, μία ημέρα του καλοκαιριού, πήρε την κατσούνα του και πήγε με την παρέα του στην βρύση του χωριού, καθίσανε στην σκιά ενός πλατάνου και το στρώσανε στις ρακές. Μετά από λίγο κέφι τους τραγούδησε τις παρακάτω μαντινάδες για την κατσούνα του, που κρατούσε:
Κατσούνα όταν σε χρειαστώ
να έχεις ψυχραιμία
του αφεντικού σου η ζωή
έχει πάντα αξία.
Κατσούνα ν’ έχει ο βοσκός
ράσο, τσιφτέ και σκύλο
βουργιάλι ν’ έχει φαγητό
ποτέ δεν κάνει πίσω.
Κατσούνα μου, κοπέλι μου
δείξε την αφεντιά σου
όταν γεράσω και πονώ
θέλω την συντροφιά σου.
Όταν γεράσουμε κι οι δυο
θα φύγουμε αντάμα,
στου Άδη τις βουνοκορφές
θα ζήσουμε για πάντα.
* Ο Γιάννης Τσαχπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός