Του ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΡ. ΚΑΣΩΤΑΚΗ*
Μέρος Β’
Τουρκική κυριαρχία (1669 – 1898)
Οι Τούρκοι παράλληλα ζητούσαν αφορμή για να επιτεθούν στη Κρήτη. Η αφορμή αυτή τους δόθηκε το 1644 όταν ο Σουλτάνος έστελνε στη Μέκκα πλοίο με Επίσημους προσκυνητές και με αναθήματα. Το πλοίο αυτό κυριεύθηκε από τους Ιππότες της Μελίτου (Μάλτας). Το οδήγησαν στη Κρήτη και πουλούσαν τα αναθήματα και τα άλλα αντικείμενα.
Ο Σουλτάνος μόλις το πληροφορήθηκε, ετοίμασε στόλο και ισχυρό στρατό για την κατάκτηση της Κρήτης. Προ πολλού δε είχε καταλάβει τις Ελληνικές χώρες, πλην της Επτανήσου και Κρήτης.
Στις 24 Ιουνίου 1645 στρατός από 50.000 άνδρες υπό τον Ιμβραήμ αποβιβάστηκε δυτικά των Χανίων στο μοναστήρι Γωνιά. Κατάλαβε το νησάκι Θοδωρού, οπότε ο φρούραρχος του νησιού έβαλε φωτιά και ανατίναξε την πυριταποθήκη με θύματα Τούρκους και υπερασπιστές. Οι Τούρκοι συνέχισαν για τα Χανιά και στις 12 Αυγούστου 1645 μετά από ισχυρό βομβαρδισμό έγιναν κύριοι των Χανίων, κακοποίησαν τους Χριστιανούς, γκρέμισαν τις εκκλησίες και άρπαξαν όσες γυναίκες μπόρεσαν.
Τον Σεπτέμβριο του 1646 πολιορκούν το Ρέθυμνο και στις 3 Νοεμβρίου τους παραδόθηκε. Η πορεία των Τούρκων συνεχίζεται και φθάνουν στον Χάνδακα.
Αποτυγχάνουν στην πρώτη πολιορκία και τον πολιορκούν το 1649 με επικεφαλής τώρα των Τούρκων τον μέγα Βεζίρη Αχμέτ Κιουπριλή και των Βενετών αρχηγός ήταν ο Φραγκίσκος Μοροζίνης. Τρία χρόνια γινόταν μάχες στα τείχη του Χάνδακα. Όλη η Ευρώπη είχε στραμμένη την προσοχή της στη πόλη αυτή. Τα τείχη πλέον είχαν γίνει ερείπια. Ο Μοροζίνης όταν είδε ότι η αντίσταση πλέον ήταν αδύνατη παραδόθηκε υπό έντιμούς όρους.
Έγινε δε και ειρήνη μεταξύ Τούρκων και Βενετών, οι οποίοι κρατούσαν τα φρούρια της Σούδας, Σπιναλόγκας και Γραβούσας. Αυτός ονομάστηκε «Κρητικός πόλεμος».
Στις 4 Οκτωβρίου 1669 ο Κιουπριλής μπήκε στην Χάνδακα που ήταν σωρός ερειπίων. Σε 30.000 νεκρούς Βενετούς υπολογίζεται η πολιορκία του Χάνδακα και σε 100.000 των Τούρκων, χωρίς τις χιλιάδες που φονεύθηκαν ή επνίγησαν στις ναυμαχίες που οι Τούρκοι έχαναν από τους Βενετούς.
Το 1715 οι Βενετοί παράδωσαν και τα τρία προαναφερόμενα φρούρια που κρατούσαν στην Κρήτη. Χιλιάδες δε Κρητικοί έφυγαν για τα Επτάνησα, ως επί το πλείστο μετά την άλωση του Χάνδακα.
Οι Τούρκοι μετά την κατοχή της Κρήτης, την διαίρεσαν σε τρεις Διοικήσεις με έδρες τον Χάνδακα (Μεγάλο Κάστρο), Ρέθυμνο και Χανιά. Μόνο τα Σφακιά έμειναν σχεδόν ανεξάρτητα και αυτοδιοικούμενα πληρώνοντας μικρό φόρο στη Βαλιδέ Σουλτάνα (Βασιλομήτορα).
Το 1692 ο ναύαρχος των Βενετών Μοτσενίγος κάλεσε τους Κρητικούς σε επανάσταση, αφού αποβίβασε στρατό. Πράγματι πολλοί και μάλιστα Σφακιανοί έσπευσαν με αρχηγό τον Ιωάννη Μαχαιριώτη. Κυρίεψαν το Καστέλι Κισάμου και πολιόρκησαν τα Χανιά. Ξαφνικά όμως ο Μοτσενίγος πήρε το στρατό του και έφυγε από την Κρήτη. Οι Τούρκοι τότε σκότωσαν όλους τους ύποπτους Κρητικούς, ενώ άλλοι Κρητικοί έφυγαν για βουνά.
Η Κρήτη μοιράσθηκε στους πασάδες, τους μπέηδες και οι πρώην Χριστιανοί έγιναν δουλοπάροικοι των τιμαρίων καλλιεργητές, πληρώνοντας κατ’ αρχάς το 1/5 και αργότερα το 1/7 των εισοδημάτων τους στους Τιμαριούχους και οι υπόλοιποι Χριστιανοί κεφαλικό φόρο.
Όσον αφορά τις εκκλησίες στο Χάνδακα από τις 125 Ορθόδοξες και Λατινικές οι μεγαλοπρεπέστερες έγιναν τζαμιά και οι άλλες αποθήκες και στάβλοι των Τούρκων ή λουτρά. Σε κάθε πόλη, μόνο στις τρεις επιτρεπόταν οι Χριστιανοί να έχουν ένα μικρό ναό. Οι καμπάνες των εκκλησιών κατέβηκαν. Αν γινόταν καμιά ιεροτελεστία, γινόταν κρυφά. Γινόταν εξισλαμισμός των Χριστιανών με πιέσεις και βασανισμούς.
Εδώ μια μικρή σημείωση στην παρένθεση:
(Ένας περιηγητής, μετά από 30 χρόνια, αναφέρει ότι 60.000 Χριστιανοί για να αποφύγουν την τυραννία εξισλαμίσθησαν. Οι δε Τούρκοι μέχρι το 1821 σε αριθμό πλησίασαν τους Χριστιανούς. Σιγά – σιγά όμως οι χριστιανικές οικογένειες με εργατικότητα και αφοσίωση, αύξησαν τους Χριστιανούς και κατά την τελευταία επανάσταση του 1896 – 1897 οι Τούρκοι ήσαν μόλις το 1/4 και μετά την μετανάστευση οι Τούρκοι αριθμούσαν το 1/10 των Χριστιανών. Μετά δε την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, όλοι οι Τουρκοκρήτες εγκατέλειψαν την Κρήτη).
Το νησί, για να επανέλθουμε στη κατάσταση μετά την κατάκτηση, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Οι αγγαρείες πολλαπλασιάζονταν, η γεωργία δεν υπήρχε, διώξεις των Χριστιανών καθημερινές και κάθε πνευματική ζωή σταμάτησε. Μόνο οι Σφακιανοί διέθεταν λίγα πλοία και διατηρούσαν τα όπλα για υπεράσπιση της ελευθερίας τους.
Στην επανάσταση που έκανε ο Δασκαλογιάννης το 1770 βασιζόμενος και στις υποσχέσεις της Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας, μόνη συμμετοχή ήταν αυτή των Σφακιανών. Κατά την επανάσταση αυτή η επίθεση έγινε στις επαρχίες Αποκόρωνα, Κυδωνίας και Αγ. Βασιλείου εναντίον των Τούρκων και είχε επιτυχία πολλούς Τούρκους σκότωσαν και άλλους έδιωξαν.
Η βοήθεια που περίμεναν όμως από τη Ρωσία δεν ερχόταν. Οι πασάδες των Χανίων, Ρεθύμνης και Μεγάλου Κάστρου άρχισαν τις επιθέσεις εναντίον των Σφακιανών που ήσαν όλοι – όλοι 800. Οι Τούρκοι με 25.000 στρατό τους ανάγκαζαν να υποχωρούν και η όλη επανάσταση κατεστάλη. Ο αρχηγός Δασκαλογιάννης με εξαπάτηση παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι τον έγδαραν ζωντανό, οι κάτοικοι των Σφακίων είτε εφονεύθησαν είτε αιχμαλωτίσθηκαν και όσοι πρόλαβαν έφυγαν.
Μετά τον θάνατο του Δασκαλογιάννη και μέχρι το 1821, υπήρξε η τρομερότερη περίοδος της Τουρκοκρατίας. Δολοφονίες, ατιμώσεις, αρπαγές γυναικών, ύβρεις και εξευτελισμοί γινόταν κάθε μέρα. Οι Γενίτσαροι βασάνιζαν και τιμωρούσαν κατά το δοκούν.
Ο Σουλτάνος πληροφορήθηκε για τα συμβάντα αυτά και έστειλε και στην Κρήτη τον Χατζή Οσμάν το 1812 με εντολή να περιορίσει το κακό. Πράγματι στα Χανιά θανάτωσε τους φοβερούς αγάδες που κινούσαν και παρακινούσαν τις κακοποιήσεις. Στο Ρέθυμνο κρέμασε τους αμείλικτους και φοβερούς αγάδες. Το ίδιο έγινε και στο Μεγάλο Κάστρο που πήγε ο Κιουταχής.
Το 1821 η Κρήτη βρισκόταν σε δεινή κατάσταση. Όπλα είχαν μόνο οι Σφακιανοί. Για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους οι Τούρκοι απηγχόνησαν στα Χανιά τον Μάιο 1821 τον Επίσκοπο Μελχισεδέκ και τον δάσκαλο Καλλίνικο. Στα Χανιά και Ρέθυμνο άρχισαν οι σφαγές των Χριστιανών.
Στο Μεγάλο Κάστρο στις 23/24 Ιουνίου εφόνευσαν τους Επισκόπους: Κνωσού, Χερρονήσου, Λάμπης, Διουπόλεως, Σητείας, που προσκλήθηκαν πονηρά από τον πασά, επίσης πολλούς Ηγουμένους και τον γιατρό Ελευθεραίο. Στη Σητεία ο Τούρκος Αφεντάκης αφού μάζεψε στην οικία του περίπου 300 Χριστιανούς από τα περίχωρα. Τους έσφαξε με τους ανθρώπους του.
Μετά τα γεγονότα αυτά δεν υπήρχε άλλη λύση εκτός ο ένοπλος αγώνας. Οι πρώτες εχθροπραξίες άρχισαν από τα Χανιά και είχαν όλες σχεδόν επιτυχίες από τους Χριστιανούς. Επαναστατικά σώματα σχηματίσθηκαν και μάχες γινόταν σε πολλά μέρη του νησιού και παντού νικούσαν τους Τούρκους. Μόνο τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι πέτυχαν να καταλάβουν τον Αποκόρωνα.
Τον Νοέμβριο Συνέλευση στους Αρμένους Αποκόρωνα αποφάσισε την οργάνωση της Κρήτης με οργανωτή που ήλθε με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης τον Μιχ. Αφεντούλη.
Το 1822 η επανάσταση είχε διαδοθεί σ’ όλο το νησί και οι Τούρκοι είχαν περιορισθεί στα φρούρια. Ο Σουλτάνος ασχολούμενος με την επανάσταση στην Ελλάδα δεν μπορούσε να βοηθήσει και ζήτησε την βοήθεια τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου.
Τον Μάιο του 1822 κατάπλευσε στη Σούδα ο Αιγυπτιακός στόλος με 6.000 άνδρες υπό τον Χασάν πασά, με τους περισσότερους να είναι Αλβανοί μισθοφόροι. Ο αγώνας άρχισε με αμφίρροπα αποτελέσματα. Ο Χασάν ενώ κυρίεψε τις Ανατολικές επαρχίες οι 5.000 Χριστιανοί επαναστάτες επικράτησαν στη Δυτική Κρήτη και ανάγκασαν τους Τούρκους να κλειστούν στο φρούριο, στο Καστέλλι, Κισάμου.
Μετά τα γεγονότα που συνέβησαν στην Ελλάδα, τον Μάιο του 1823 έφθασε ως Αρμοστής στη Κρήτη, αντί του Αφεντούλη, ο Εμμ. Τομπάζης και αποβιβάστηκε με εθελοντές στο Καστέλλι που είχαν κλειστεί οι Τούρκοι, μετά εμφάνισή τους και παραδόθηκαν. Ο Τομπάζης εξεστράτευσε στο Σέλινο και κατέλαβε τον Κάντανο. Τον Απρίλιο του 1824 ο Χουσεϊν, νέος αρχιστράτηγος της Αιγύπτου, υπέταξε όλη σχεδόν την Κρήτη και παρά την αντίσταση των Σφακίων. Το 1824 όλη η Κρήτη φαινόταν υποταγμένη. Ο Τομπάζης έφυγε από τη Κρήτη και ο Χουσεΐν επίσης που πήγε στον Ιμπραήμ που μαχόταν στην Ελλάδα.
Το 1825 αποβιβάστηκαν στην Κρήτη 900 Κρητικοί σε διάφορα σημεία γύρω από την Γραβούσα και με στρατήγημα την κατάλαβαν. Την ίδια μέρα άλλοι καταλάμβαναν το φρούριο της Κισάμου. Έτσι η επανάσταση ανανεώθηκε σ’ όλο το νησί.
Τον Νοέμβριο τον 1827 αποβιβάστηκαν επίσης 1.500 εθελοντές και Κρητικοί στον Άγιο Νικόλαο Μεραμπέλλου και στην αρχή του 1828 ο Χατζής Μιχάλης Ταλιάνος με 100 ιππείς και 600 πεζούς κατάλαβε το Φραγκοκάστελλο στα Σφακιά και το Ρέθυμνο, αλλά σκοτώθηκε στις 17 Μαΐου.
Νέες συγκρούσεις και νέες νίκες των επαναστατών στο Ροδάκινο και γενικά στην Κρήτη και μόνο φρούρια κατείχαν οι Τούρκοι (1828). Η μόνη επαρχία που κατείχαν οι Τούρκοι ήταν η Σητεία, γιατί Αγγλικά και Γαλλικά πλοία εμπόδισαν την απόβαση Αιγυπτιακών στρατευμάτων στο νησί.
Το οριστικό πρωτόκολλο των Δυνάμεων που υπογράφηκε στις 22 Ιανουαρίου 1830 παρ’ όλο που, όλη σχεδόν η Κρήτη, εκτός από τα φρούρια ήταν στα χέρια των Ελλήνων, δεν συμπεριλήφθηκε στην απελευθερωθείσα Ελλάδα. Παρά τα υπομνήματα των Κρητών και τις διαμαρτυρίες, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Τα Ευρωπαϊκά πλοία μάλιστα επέβαλαν την Ειρήνη και η Κρήτη παραχωρήθηκε στον Αιγύπτιο Αντιβασιλέα με την σύμφωνη γνώμη του Σουλτάνου, για την υποστήριξη που του έκανε.
Ο Μεχμέτ Αλής της Αιγύπτου αφού παρέλαβε την Κρήτη διόρισε τον Μουσταφά Πασά γενικό διοικητή. Αφόπλισε τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους και τιμωρούσε όσους Τούρκους βιαιοπραγούσαν κατά των Χριστιανών. Κατάρτισε σώμα χωροφυλακής από Αλβανούς και εξασφάλισε την ησυχία. Άρχισε να εκτελεί έργα, δρόμους, γέφυρες, λιμάνια και επέβαλε φόρους. Ήθελε και το μονοπώλιο του ελαίου και σαπουνιού, αύξησε το κεφαλικό φόρο, εδήμευσε τις περιουσίες και εμπόδισε όσους ήθελαν να πωλήσουν τα υπάρχοντά τους για να μεταναστεύσουν. Όπως ήτανε επόμενο υπήρξε δυσαρέσκεια και έγινε μεγάλη συνάθροιση 7.000 αόπλων χριστιανών στις Μουριές της Κυδωνίας που ζητούσαν ανακούφιση από του φόρους και την επέμβαση των τριών Δυνάμεων.
Ο Μεχμέτ Αλής τότε έστειλε στρατό και στόλο υπό τον Οσμάν Πασά και κατάστειλε το κίνημα. Μέχρι το 1841 υπήρχε αυτή η κατάσταση. Ο Μεχμέτ Αλής αναγκάσθηκε από άλλα περιστατικά να φύγει από την Κρήτη και πριν δώσει πάλι το νησί στο Σουλτάνο προσπάθησαν οι Κρητικοί από την Ελλάδα να κάμουν νέα Επανάσταση. Αλλά δεν υπήρξε καμιά διάθεση ούτε από τους κατοίκους, ούτε από την Κυβέρνηση. Το κίνημα αυτό ονομάστηκε «επανάσταση του Χαιρέτη».
Ο Μουσταφά Πασάς έμεινε γενικός διοικητής της Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο, όπως λέγεται από τότε αντί Μεγάλο Κάστρο και το 1850 ανακλήθηκε και διορίσθηκε νέος γενικός διοικητής ο γιος του Μουσταφά Βελή πασάς. Η διοίκησή του όμως απέτυχε λόγω της φορολογίας, των αυθαιρεσιών και των τιμωριών που επέβαλλε. Οι κάτοικοι ζήτησαν την ανάκλησή του και το αίτημα έγινε δεκτό. Δόθηκε αμνηστία, εκηρύχθηκε ανεξιθρησκεία, καταργήθηκαν οι φόροι και έγινε η λεγόμενη Δημογεροντία για υποθέσεις του κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου των Χριστιανών.
Από το 1861 γενικός διοικητής στη Κρήτη ήταν ο Ισμαήλ πασάς, ο οποίος έφερε την τάξη, υποστήριξε την παιδεία και γεωργία. Αναμείχθηκε όμως σκανδαλωδώς στο Μοναστηριακό ζήτημα και φυλάκισε όσους ήθελαν να φάνε στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1866 άρχισαν οι συναθροίσεις και στη μονή της Αγίας Κυριακής στα Χανιά συνήλθε Συνέλευση από όλη την Κρήτη και υπόβαλε αναφορά στο Σουλτάνο και Προξένους με τα παράπονα των Χριστιανών. Τον Ιούλιο 1866 ήλθε αρνητική απάντηση από την Πύλη. Τότε συνήλθε Επαναστατική Συνέλευση στον Ασκύφου των Σφακίων και κήρυξε την Ένωση στις 21 Αυγούστου και κάλεσε τον λαό να υποστηρίξει αυτό το Εθνικό πρόγραμμα.
Άρχισαν να σχηματίζονται επαναστατικά σώματα. Οι Τούρκοι ζήτησαν και ήλθε από την Αίγυπτο ενίσχυση. Οι Σελινιώτες εμπόδιζαν τους Τούρκους στην επαρχία τους και έκοψαν την συγκοινωνία με τα Χανιά στους Αιγύπτιους που ήταν στις Βρύσες. Λόγω των στερήσεών τους και τις συνεχείς προσβολές από τους επαναστάτες την 31 Αυγούστου ύψωσαν λευκή σημαία και συνθηκολόγησαν με τους επαναστάτες. Εν τω μεταξύ αποβιβάστηκε στα Σφακιά ο Ιωάννης Ζυμβρακάκης με αξιωματικούς και έγινε γενικός αρχηγός.
Επίσης την επανάσταση στη Δυτική Κρήτη ενίσχυσε ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης με τους Λακιώτες. Οι δύο αδελφοί του όμως σκοτώθηκαν. Καμία Ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν βοήθησε τους Κρητικούς, εκτός κρυφά η Ρωσία.
Οι δυνάμεις των Τούρκων ενισχύθηκαν με άνδρες με βαρύ οπλισμό, πυροβολικό και άφθονα πυρομαχικά.
Ο Μουσταφάς Κιριτλής που ήταν 30 χρόνια στην Κρήτη, ξαναγύρισε και πρότεινε ησυχία. Η Επαναστατική Συνέλευση αντίθετα εδήλωνε το Εθνικό πρόγραμμα της Ένωσης. Έτσι άρχισαν πάλι οι εχθροπραξίες. Τον Οκτώβριο, 800 εθελοντές με τον Ζυμβρακάκη οχυρωμένοι στο Βαφέ, δέχθηκαν επίθεση από 12.000 Τούρκους και νικήθηκαν τότε άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν και άλλοι έφυγαν. Μετά ο Μουσταφάς εισέβαλε στο Ρέθυμνο, την επαρχία που υπερασπιζόταν ο Πάνος Κορωναίος που κατάλαβε τη Μονή Αρκαδίου και διόρισε φρούραρχο τον Δημακόπουλο. Στη Μονή είχαν συγκεντρωθεί 900 περίπου άτομα από τα οποία οι 300 ήσαν οπλοφόροι και ο Μουσταφάς στράφηκε εναντίον τους με μεγάλες δυνάμεις. Στην άμυνα, εκτός του Δημακόπουλου ήταν και ο ηγούμενος Γαβριήλ. Η επίθεση των Τούρκων ήταν σφοδρή αλλά οι αμυνόμενοι άντεξαν όλη τη μέρα 8 Νοεμβρίου. Την επαύριο οι Τούρκοι με το κανόνι μπουρπάδα, την κοψαχείλα, όπως την ονόμαζαν, έσπασαν την πύλη και όρμησαν μέσα, οπότε ο Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά στην μπαρουταποθήκη και ανατινάχθηκαν όλοι όσοι μέσα. Όσοι απόμειναν σφαγιάσθησαν. Το γεγονός αυτό μετέβαλε την γνώμη των Ευρωπαίων υπέρ της Κρήτης.
Στο Ηράκλειο είχε διοργανώσει επανάσταση ο Μιχ. Κόρακας και στις δώδεκα επαρχίες του οι Τούρκοι είχαν αποτυχίες. Το ίδιο έπαθε ο Μουσταφάς και στο Σέλινο. Εθελοντές αποβιβαζόταν σε διάφορα σημεία του νησιού. Ο Δημ. Πετροπουλάκης με 600 εθελοντές έφθασε στο Φόδελε Μαλεβυζίου και ενίσχυε την επανάσταση.
Στις αρχές του 1867 σχηματίσθηκε προσωρινή κυβέρνηση και επιτροπές στο Ρέθυμνο, Ηράκλειο και ανατολικές περιοχές. Επειδή εξακολουθούσε η επανάσταση, ανακλήθηκε ο Μουσταφάς το Μάρτιο του 1867 και στη θέση του πήγε ο Ομέρ πασάς. Είχε στη διάθεσή του 25 – 30 χιλιάδες στρατού, εκτός αυτών που ήσαν στα φρούρια και κατάρτισε ένα ισχυρό σώμα από Τουρκοκρητικούς ατάκτους. Με δυσκολία κατέλαβε το Λασίθι και Σφακιά. Όμως τα επαναστατικά σώματα βρίσκοντας σε όλες τις επαρχίες και οι επιτυχίες του Ομέρ δεν είχαν αποτέλεσμα. Ένεκα τούτου τον Σεπτέμβριο τον 1867 τον έπαυσαν και έστειλαν στην Κρήτη τον βεζύρη Ααλή, ο οποίος έφερε τον Οργανικό Νόμο και κάλεσε το λαό να εκλέξει πληρεξούσιους για την εφαρμογή του και τους όρισε προθεσμία για απάντηση με την υπόσχεση να τους δώσει κάθε είδος πολιτεύματος και αυτονομία, αρκεί να παραιτηθούν από την Ένωση. Η Συνέλευση των Κρητών απέρριψε τις προτάσεις. Πέρασε η προθεσμία και κανείς δεν υποτάχθηκε.
Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους νέος διοικητής των Τούρκων στάλθηκε, ο Χουσεΐν Αβνή Πασάς που προσπάθησε να είναι ηπιότερος προς τους υποταγμένους. Χώρισε σε (6) στρατόπεδα τους άνδρες και οχύρωσε τα επίκαιρα σημεία. Τότε οι επαναστάτες ακολούθησαν το σύστημα κατά το οποίο, όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα, δήλωναν υποταγή. Όσοι όμως μπορούσαν να κρατούν όπλα αποτέλεσαν τα ένοπλα σώματα και πραγματοποιούσαν επιθέσεις κατά των Τουρκικών στρατοπέδων.
Από την Ελλάδα σιγά – σιγά ερχόταν βοήθεια διαφεύγοντας τα Τουρκικά καταδρομικά. Παρ’ όλα αυτά οι ελπίδες ήσαν λίγες. Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αδιαφορούσαν μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επισήμως δια της Βουλής και Γερουσίας έδειχναν συμπάθεια υπέρ της Κρήτης. Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αντίθετα πίεζαν την Ελληνική Κυβέρνηση να εμποδίζει τον καταρτισμό επαναστατικών σωμάτων.
* Ο Γιάννης Κασωτάκης είναι συγγραφέας-δημοσιολόγος