Το αφιέρωμά μας στον μεγάλο αγωνιστή Γιάννη Κυριακάκη ξύπνησε μνήμες.
Κι είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε κι άλλα συμπληρωματικά για τη ζωή του γενναίου και σπάνιου αυτού άνδρα. Αρκετά για να μας υποχρεώσουν σε μια συνέχεια του αφιερώματος.
Εξ Άνω Μέρους
Είχαμε πρόσφατα μια σχετική συζήτηση με τον γνωστό συμπολίτη εκπαιδευτικό και πολιτιστικό παράγοντα κ. Στέλιο Μπαγουράκη.
Θέμα μας η γενέτειρα του Γιάννη Κυριακάκη, Μοναστηράκι ή Άνω Μέρος; Ιδού η απορία.
–Σημασία έχει πως καθένας θα ήταν περήφανος να έχει χωριανό του τον αξέχαστο Κυριακάκη, μας είπε ο δάσκαλος. Και θα σας πω το εξής χαρακτηριστικό περιστατικό:
Στην κηδεία του εκφωνούσε επικήδειο ο συναγωνιστής του Ανδρέας Κούνουπας.
«Αποχαιρετούμε τον σύντροφο Γιάννη Κυριακάκη από το Μοναστηράκι ξεκίνησε να λέει.
-Εξ Άνω Μέρους ακούστηκε μια δυνατή επιβλητική φωνή ανάμεσα στον κόσμο Εξ Άνω Μέρους.
Ήταν ο επιφανής Ρεθύμνιος δικηγόρος Ιωάννης Φουρφουλάκης.
Και μόνο η παρέμβαση αυτή δείχνει πόσο σημαντικός ήταν για όλους ο Γιάννης Κυριακάκης.
-Ο Γιάννης Κυριακάκης δεν ήταν από το Μοναστηράκι αλλά από το Άνω Μέρος, μας βεβαιώνει και ο εκλεκτός μας συμπολίτης ποινικολόγος κ Γιάννης Φουρφουλάκης.
Ήταν γιος του Αντώνη Κυριακάκη και της Μαρίας Κατσαντώνη, αδελφής του παπά Κυριάκου και κόρης του Κυριάκου Κατσαντώνη. Έτυχε δυο αδέλφια του να παντρευτούν από το Μοναστηράκι κι ίσως από το γεγονός αυτό να παρερμηνεύθηκε η σχέση του με το χωριό αυτό. Ήταν θαυμάσιος χαρακτήρας. Κι εμείς φίλοι παρά τα αντίθετα φρονήματα.
Θυμάμαι όταν έπεσε η Ρωσία τον έβλεπα που κόντευε να σκάσει. Ήταν το βιβλιοπωλείο του δίπλα στο γραφείο μου ως γνωστόν.
«Έλα μωρέ Γιάννη του είπα μια μέρα, για να τον πειράξω περισσότερο, να σε γράψω στη Νέα Δημοκρατία».
«Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα Γιάννη μου είπε χωρίς να θυμώσει. Μετά από τόσους αγώνες και τόσες ταλαιπωρίες. Δεν γίνεται…».
Σπάνιος άνθρωπος ειλικρινά.
Συγκινητικές μαρτυρίες
Η κ. Μαρία Αγγελιδάκη σύζυγος του αξέχαστου Χαράλαμπου Αγελιδάκη, έχει πολλά να μας αφηγηθεί. Από το 1969 που την έφερε νύφη στο Ρέθυμνο ο σύντροφός της, η οικογένεια Κυριακάκη ήταν που την καλοδέχτηκε πρώτη.
Έζησε κι άκουσε πολλά η εκλεκτή φίλη και από τον ίδιο τον αγωνιστή τις ώρες της βεγγέρας τα χρόνια που τα μεγάλα βάσανα είχαν γίνει παρελθόν.
Κυρίως στενοχωριόταν, περισσότερο από το γεγονός ότι δεν του επέτρεψαν οι συνθήκες να συνεχίσει και να τελειώσει τις σπουδές του στα Νομικά, που ήταν το όνειρό του, τα δεινά που πέρασε η οικογένειά του. Οι αδελφές του Κατίνα και Ελένη είχαν υποφέρει αφάνταστα από τη μισαλλοδοξία της εποχής. Δυο υπέροχα διαμάντια σε ήθος και νοικοκυροσύνη ήταν που έμεναν όμως στο κοινωνικό περιθώριο, χωρίς να το αξίζουν. Μα ποιος τολμούσε έστω να πλησιάσει;
Είχαν με παράπονο να διηγηθούν και οι δυο ότι ακόμα και στον κινηματογράφο τις κυνηγούσε η μοίρα τους να είναι απομονωμένες.
Όταν λέει άναβαν τα φώτα έβλεπαν πως ήταν ολομόναχες. Εκείνοι που κάθονταν δίπλα τους είχαν επωφεληθεί από το σκοτάδι για ν’ αλλάξουν θέση, αλαφιασμένοι, μήπως και κάποιος βρεθεί να τους σημειώσει επειδή κάθονταν κοντά στις κοπέλες της οικογένειας Κυριακάκη.
Κι όταν η μία προσπάθησε με τη λειτουργία του βιβλιοπωλείου να εξασφαλίσει κάποια έσοδα και για τον αδελφό που ήταν στις εξορίες, είχε να πει πως σπάνια αποφάσιζε να μπει πελάτης στο μαγαζί. Κανένας δεν ήθελε εύκολα να στιγματιστεί εκείνα τα χρόνια της ντροπής.
Στη μεγάλη Περβόλα τους, η γιαγιά Αγγελιδάκη μια χαρακτηριστική γυναίκα της Κρήτης, έκρυβε σε δύσκολες εποχές τον Γιάννη. Εκεί του πήγαινε φαγητό ο μικρός τότε Κώστας Τσουράκης,, ήρωας της εποχής του που θα μας απασχολήσει με την οικογένειά του σε επόμενο αφιέρωμα. Σε ‘κείνη την Περβόλα ένιωθε πραγματικά ο Γιάννης ότι δεν κινδυνεύει. Ήταν η πιο σίγουρη κρυψώνα.
Τέρας ψυχραιμίας
Ο Γιάννης Κυριακάκης κυριαρχεί και στο βιβλίο του αξέχαστου Γιάννη Δαλέντζα «Ντάρα Μανέλα». Είχαν βρεθεί μαζί στο κολαστήριο της Αγυιάς. Εκεί ο Κυριακάκης χωρίς να το επιδιώκει ξεχώριζε σε θάρρος και ψυχραιμία. Είχε σπουδάσει για τα καλά τις πρακτικές των τυράννων να σπάνε το ηθικό των θυμάτων τους και προσπαθούσε να εμφυσήσει το κουράγιο στους επίσης ταλαιπωρημένους συγκρατούμενούς του.
Χαρακτηριστικά τα αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Ένα πρωινό δόθηκε έκτακτα αυστηρή διαταγή να κλειστούμε στους θαλάμους και να μην ξεμυτίσει κανείς, γιατί θα τουφεκιστεί επιτόπου. Ο Κάρολος ο Αρχιφύλακας ήταν χλωμός στενοχωρημένος. Μας καθησύχαζε πιότερο για να παίρνει ο ίδιος κουράγιο. Σε ώρες που κουβαλούσαν μαζικά κρατούμενους και ύστερα τους φόρτωναν σε καμιόνια για το άγνωστο, πονούσε και μόνο που δεν έκλαιγε.
Χλαλοή μεγάλη ακούστηκε στον πέργιαβλο. Βαβουρανιά φοβερή. Βούιζε και ο ρόχθος πολλών αυτοκινήτων έκανε να ‘ναι μεγάλη φουρτούνα έξω. Αντιβογγούσαν οι θολωτοί θάλαμοι και έτριζαν τα τζάμια της σκεπής. Βουητό πρωτάκουστο λέγανε οι παλιοί κρατούμενοι.
Φοβέρα απλωνόταν. Κι η ανάσα κοβόταν να γροικούμε κι να ξεδιαλύνουμε το γίνεται, τι πρόκειται να γίνει. Ο Γιάννης Κυριακάκης ψύχραιμος όπως πάντοτε, σκεφτικός και αποφασισμένος μίλησε:
-Δυο πράγματα υπολογίζω να συμβαίνουν παιδιά ή το Νησί αδειάζουν λίγο -λίγο και θα μακελέψουν εδώ όλο τον πληθυσμό, ή χιλιάδες ομήρους πιάνουν. Σημάδι κακό και γι’ αυτούς γιατί σίγουρα χάνουνε τον πόλεμο και τρομοκρατούνε για να κρατήσουνε όπου μπορούν. Όταν ψοφά ο γάιδαρος κλωτσά.
Σωπαίναμε. Το βουητό πλήθαινε, κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα.
Στον πρώτο θάλαμο των κρατούμενων γυναικών γινότανε σύθρηνο. Τις συνεπήρε ο καημός κι ο φόβος και κλαίγανε με κοπετούς. Τα κλάματα ξεχύνονταν στον πλατύ διάδρομο και σμίγονταν με το βουητό του περγιαυβλου γίνονταν συγκλονιστική αντάρα.
Ο Μπουράς ο καταραμένος εκείνος σπιούνος έλειπε. Έπαιρνε λόγια από κανένα ανέγνοιαστο νεοφερμένο και τον κατέδιδε στη Διοίκηση. Πολλοί που ξεθαρρεύτηκαν και πίστεψαν το παραμύθι του ασύρματου και αποκάλυψαν το δικό τους μυστικό, χάθηκαν σίγουρα από τον βρώμικο τούτο σπιούνο. Έτσι μπορέσαμε να βάλουμε σ’ εφαρμογή το σχέδιό μας Στέσαμε κάθετα στον τοίχο τον πανύψηλο Λεωνίδα Βερνάδο και πάνω του ανεβάσαμε τον Γιάννη Συντεράκι, πρώτο μπόι κι αυτός.
Από το καγκελόφραχτο παράθυρο επισκοπούσε τον πέργαυλο και καθαρά άκουε τις μιλιές και ξέκρινε τις φωνές.
-Μάνα μου κι ίντα ‘ναι τουτονά; ο Συντεχάκης ψιθύρισε αποσβολωμένος.
-Ιντα ‘ναι; Ιντα ‘ναι. Λέγε
-Αδειάζει το Νησί!
Χιλιάδες άνθρωποι έπηξε ο πέργιαβλος, τώρα τους βάζουν στη γραμμή.
Συνέχιζε ταραγμένος να μας πληροφορεί. Πρώτος δέκτης ο Σιδέρης, δεύτερος ο Λεωνίδας κι εμείς αχόρταγα γροικούσαμε τα τρομερά νέα.
Πλανταγμένοι και βαθιά λυπημένοι ο τηλεοπτικός σταθμός του θαλάμου συνέχιζε να μας φέρνει τα μηνύματα του τρόμου.
-Δέκα, δεκαπέντε, είκοσι σειρές. Ουρές με ουρές ατέλειωτες από τη μια άκρη του πέργιαυβλου ως την άλλη Γύρω γύρω στέκουν με πολυβόλα οι Γερμανοί Μια μια σειρά περνά ίδια κάτω από τον τοίχο μας που ‘ναι η παράγκα του αρχιφύλακα.
Απότομα έχει γίνει απόλυτη σιγή στον περίβολο της Αγυιάς Σαν κακός αέρας που πέρασε Αυτό μεγάλωσε την αδημονία. Ο Συντεράκις συνέχιζε το δελτίο του:
-Θωρώ στο παραθυράκι της παράγκας από μέσα κάποιον με κουκούλα ε! Το σκύλο ε τον άτιμο.
-Λέγε λέγε κι ύστερα βλαστημάς.
-Η σειρά περνά δυνατά φωνάζουν έναν ένα όνομα από καταλόγους. Σ’ ένα τραπεζάκι απ’ έξω κάθονται τρεις γερμανοί. Η σειρά περνά κι η Κουκούλα μιλά κοφτά, ζωηρά… ο άτιμος…
-Νασιοναλίστ
-Κομμουνίστ
-Νασιοναλίστ
-Κομμουνίστ
-Κομμουνιστ
-Κομμουνίστ
-Νασιοναλίστ
Μονομιάς πήδησε κάτω ο Συντεράκης και ο Βερνάδος κάθισε να συνεφέρει.
Οργισμένος και ξαγριεμένος ο Γιάννης σαν χαίνης πάνω στη Μάχη.
Πηγαινοερχόταν Λέοντας μέσα στο κλουβί του. Άφριζε ξάφριζε. Είδαμε και πάθαμε να τον συγκρατήσουμε να τον καλμάρουμε αυτόν τον τόσο ψύχραιμο και γενναίο άνδρα.
-Δε σας το ‘πα; Ομήρους πιάνουνε και τους ξεχωρίζουνε τώρα. Βάζουνε κάποιο προδότη με την κουκούλα από την περιοχή, γι’ αυτό τους βάζουνε σειρές σειρές. Είναι τα χωριά. Θα το δείτε. Κι αυτός προδίνει τους αντιστασιακούς να τους ξεκάνουνε….
Συνέπεια μέχρι το τέλος
Ο Γιάννης Κυριακάκης στα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από διάφορα προβλήματα υγείας .Η συνέπειά του όμως δεν περιγράφεται ούτε μπορεί να συγκριθεί.
-Μια μέρα μας αφηγείται η κ. Αγγελιδάκη προσφέρθηκε με το σύζυγό της να μοιράσουν το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ. όσα φύλλα είχαν απομείνει στην μασχάλη του γέρο αγωνιστή επειδή ο καιρός ήταν κακός και το κρύο επικίνδυνο για την ήδη επιβαρυμένη υγεία του Κυριακάκη.
Εκείνος, που ένιωθε εντελώς ασθενικές τις δυνάμεις του με ευγνωμοσύνη δέχτηκε την ευγενική προσφορά.
Σε λίγο όμως επανήλθε επειδή είχε μια αμφιβολία αν είχε αφήσει εφημερίδα στην κορυφή της Χειμάρρας. Μέχρι το τέλος έμενε αφοσιωμένος στο κόμμα που ήταν η οικογένειά του και η ζωή που δεν έζησε.
Και πουθενά δεν αναφέρεται ότι μετά τις πλημμύρες στον Περισσό που καταστράφηκε πολύτιμο αρχείο στα γραφεία του ΚΚΕ, ο Γιάννης Κυριακάκης έστειλε αρκετά κιβώτια και με ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ από το δικό του αρχείο αναπληρώνοντας σημαντικά κενά.
Μια κραυγή θρύλος
Μια μεγαλειώδη στιγμή από τη θητεία του στην κόλαση του Ματχάουζεν είχε περιγράψει αρκετές φορές ο ίδιος όταν δίδασκε την ανάγκη να μην υποτάσσεται η ψυχή του ανθρώπου στη βία όσο κι αν οι συνθήκες σε γονατίζουν.
Από τις καθιερωμένες τιμωρίες στο στρατόπεδο στην ημερήσια διάταξη των βασανιστηρίων ήταν το μαστίγωμα. Μια διαδικασία ρουτίνας οδυνηρή όμως για τους ήδη εξασθενημένους κρατούμενους.
Εκείνο το πρωί ήταν η σειρά του Γιάννη Κυριακάκη να μαστιγωθεί. Όταν έφθασε η ώρα υποχρεώθηκε να γυμνωθεί μέσα στο αφόρητο κρύο. Επικρατούσε νεκρική σιγή με τους συγκρατούμενους να τον κοιτάζουν με άδειο βλέμμα. Κάποια στιγμή είχαν σειρά κι εκείνοι. Αυτό το βλέμμα, αυτή η εικόνα απόλυτης υποταγής σαν να προκάλεσε σεισμό στη ψυχή του αγωνιστή.
Κι όταν πλησίασε ο δήμιος, να ξεκινήσει το φρικτό του έργο, εκείνος αδιαφορώντας για το υψωμένο χέρι που κρατούσε το μαστίγιο τον κοίταξε ίσια στα μάτια και μετά έβγαλε μια κραυγή που συντάραξε το στρατόπεδο. Σαν να είχαν ενώσει τις φωνές τους χιλιάδες λαβωμένα λιοντάρια. Σαν να είχαν συγκεντρωθεί όλα τα βάσανα της ομηρείας στην κραυγή αυτή.
Ήταν μια κραυγή που έκλεινε απελπισία, οργή, δύναμη ψυχής, αλλά και απειλή όσο κι αν αυτό φαινόταν εξωπραγματικό για τα δεδομένα του στρατοπέδου.
Ο δήμιος κοίταξε ξαφνιασμένος το Γιάννη που συνέχιζε να κραυγάζει με την ίδια δύναμη λες και περίμενε να αδειάσει και τη στερνή του πνοή στην κραυγή αυτή. Και τότε έγινε κάτι περίεργο, πρωτοφανές και ανεξήγητο για τα χρονικά εκείνης της κόλασης.
Απότομα το υψωμένο χέρι που κρατούσε το μαστίγιο έπεσε άψυχο σαν κάτι αόρατο να του στέρησε τη δύναμη και ο βασανιστής έφυγε χωρίς δεύτερη λέξη. Όλοι κοιτούσαν έκπληκτοι τώρα. Κανένας δεν πλησίασε τον Γιάννη που ξεκίνησε να ντύνεται χωρίς να τον ενοχλήσει κανένας μέχρι που γύρισε κοντά στους συντρόφους του.
Εκεί στο στρατόπεδο ο Κυριακάκης είχε φτάσει στο χείλος του τάφου από τα βασανιστήρια.
Είχε όμως χρόνια γιατί φάνηκε ξαφνικά στο δρόμο του μια γυναίκα από την Πολωνία. Όπως ο ίδιος διηγιόταν τον περιποιήθηκε με μεγάλη στοργή και χάρις στην φροντίδα αυτή κατάφερε να επιζήσει. Και δεν το ξέχασε ποτέ.
Ο Γιάννης Κυριακάκης είχε γράψει κοντά στο τέλος της ζωής του και τον «Ύμνο του Αγωνιστή». Δεν πρόλαβε να τον δει δημοσιευμένο όπως ονειρευόταν. Έμεινε με το παράπονο.
Ίσως κάποιοι σύντροφοί του να έκριναν ότι δεν έχει τις λογοτεχνικές προδιαγραφές για να τύχει ιδιαίτερης προβολής.
Ο Γιάννης Κυριακάκης όμως πέρασε στην αθανασία και χωρίς αυτόν τον ύμνο. Είχε καταξιωθεί στη χορεία των μεγάλων αγωνιστών με τη ζωή και τους ασυμβίβαστους αγώνες του, χωρίς να έχει ανάγκη από τις όποιες συντροφικές περγαμηνές για να μείνει στην ιστορία.
Το όνομά του συνοδευόταν στη μνήμη κάποιων με μια κραυγή που έγινε θρύλος.
Μακάρι να υπήρχαν και σήμερα μερικοί ακόμα σαν κι αυτόν να έτρεπαν με μια κραυγή σε φυγή τους σημερινούς βασανιστές μας, που μας εξευτελίζουν κάθε λεπτό χωρίς κανένας να τους αντιστέκεται.