Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΚΠΙΝΗ*
Κρήτη τα παλικάρια σου – όλα σε καμαρώνουν
και είναι υπερήφανα – στον τόπο απού φυτρώνουν.
Οι Κρητικοί έχουνε καρδιά – γι’ αυτό και υπερτερούνε
όλα τους τα βιώματα – ποτέ τους δεν ξεχνούνε.
Οι λεβεντιές τους πάντοτε – αλλά και η φορεσιά τους
θα μένουνε ανάμνηση – εις την γενέτειρά τους.
Οι παραπάνω μαντινάδες μας υποχρεώνουν να γυρίσουμε πίσω πριν πολλά χρόνια προκειμένου να αναφερθούμε για την κρητική λεβεντιά και ανδρειοσύνη που συνδέονται άμεσα με την ειδική κρητική φορεσιά, που κοσμούσε αλλά και συνεχίζει ακόμα να κοσμεί αυτούς που την φορούσανε και που την φοράνε, άνδρες και γυναίκες και τον τόπο μας.
Πάλι πρωταγωνιστής και σήμερα είναι ένας ηλικιωμένος με καταγωγή πάλι από το χωριό Καπεδιανά, που πρόσφατα θυμήθηκε έναν από τους πολλούς της κρητικής λεβεντιάς και φορεσιάς που την φορούσε και κοσμούσε τον ίδιο την οικογένειά του και την πόλη μας.
Ήτανε είπε η εποχή του 1949 που πήγαινα στην πρώτη τάξη του εξατάξιου γυμνασίου Ρεθύμνης που ξαφνικά ήρθε σήμερα στο μυαλό μου ο Μποτονάκης Εμμαν. που είχε τσαγκαράδικο στην Αρκαδίου κοντά στον Άγνωστο Στρατιώτη.
Είχε καταγράψει από τότε η μνήμη μου το ανάστημά του -την κρητική φορεσιά του – στο κεφάλι το κρουσάτο μανδήλι- το μουστάκι και στα πόδια τα γυαλιστερά στιβάνια του. Ακόμα και το βλέμμα και η καλοσύνη του να χαιρετά γνωστούς και αγνώστους όταν τους συναντούσε.
Ο Μποτόνης όπως τον ονομάζανε για συντομία ήτανε στο επάγγελμα τσαγκάρης και καλίκωνε όλους τους μερακλήδες της πόλης και των χωριών με ανδρικά παπούτσια και στιβάνια τα περασμένα χρόνια.
Τους έπαιρνε τα μέτρα του ποδιού τους φορώντας την κάλτσα, αφού πατούσε πρώτα επάνω σε ένα χαρτόνι και με μαύρο μολύβι σημείωνε γύρω – γύρω το πόδι και μετά με τη μεζούρα μετρούσε το μήκος και το πλάτος του.
Δεχότανε παραγγελίες να τα φτιάξει και να τα πάρουν σε συγκεκριμένη ημερομηνία στο χρώμα και στο σχέδιο που άρεσε στον καθένα.
Συνήθως μαύρα και καφέ ήτανε τα περισσότερα και τα λιγότερα άσπρα. Όταν δεν είχε παραγγελίες έφτιαχνε έτοιμα σε διάφορα νούμερα και χρώματα γι’ αυτούς που θα τα θέλανε αμέσως.
Σε όλους έλεγε πολλά αστεία και γι’ αυτό είχε πολλούς φίλους και πελάτες. Εκεί είπε ο ηλικιωμένος πήγαινε και ο πατέρας μου και είχανε καλές φιλικές σχέσεις.
Εξαιτίας αυτής της γνωριμίας περνούσα τακτικά και του έκανα επίσκεψη. Όταν τελείωσα το σχολείο είπε: Έφυγα από το Ρέθυμνο λόγω του επαγγέλματός μου και είχανε περάσει πολλά χρόνια να συναντηθούμε. Συνταξιούχος πια γύρισα στον τόπο μου και ένα καλοκαίρι χρειάστηκα να αγοράσω πέδιλα να τα φορώ όταν κάνει ζέστη. Πήγα πρώτα από τα στιβανάδικα και τα γύρισα όλα αλλά δεν βρήκα αυτά που ήθελα. Μετά πήρα την άνοδο της Αρκαδίου και κοίταζα δεξιά – αριστερά μήπως είναι κανένα μαγαζί να έχει.
Όταν έφθασα πριν τον Άγνωστο Στρατιώτη βλέπω από μακριά τον Μποτόνη ντυμένο με την Κρητική του φορεσιά να κάθεται σε μια πολυθρόνα. Όταν τον πλησίασα με γνώρισε και μου λέει: Γιαννιώ καλωσόρισες – ίντα κάνεις και τι γυρεύεις; Του είπα ότι ψάχνω να βρω να αγοράσω πέδιλα δερμάτινα.
Αμέσως φωνάζει την κοπελιά που δούλευε στο μαγαζί και της λέει: άμε να μου φέρεις το 41 νούμερο τα καφέ πέδιλα που είναι δίπλα στα έτοιμα στιβάνια. Τα δοκίμασα και μου κάνανε ακριβώς: μου λέει: πάρε τα είναι γερά και θα τα φοράς όσο ζεις. Είναι από το καλύτερο δέρμα που έχω και θα τα πάρεις πιο φθηνά από την τιμή που γράφει για το χατίρι του πατέρα σου που τον καλίκωνα πολλά χρόνια και τα πήρα. Τα φορούσα δύο καλοκαίρια μετά τα βαρέθηκα και τα φύλαξα στην παπουτσοθήκη.
Από τότε και μετά μέχρι σήμερα έχουν περάσει πολλά χρόνια. Όμως πρόσφατα και ξαφνικά εκεί που έψαχνα να πάρω παπούτσια να φορέσω βλέπω μέσα – μέσα στο ράφι τα πέδιλα. Τα πήρα, τα έβαψα με κάμελ και τα φόρεσα για να κάνω τον πρωινό καλοκαιρινό μου περίπατο στην πόλη και μετά να βρεθώ με τους φίλους μου στου Κανακάκη για λουκουμάδες και καφέ. Εκείνη την ώρα, θυμήθηκα τον Μποτόνη που τα είχα αγοράσει, την κρητική φορεσιά και λεβεντιά του επίσης και τα καλά λόγια που είχε πει για τον πατέρα μου και την καλή συμπεριφορά του προς εμένα. Παράλληλα ότι είναι γερά και ότι θα τα φορώ ώσπου να ζω. Και σήμερα που είμαι ηλικιωμένος όταν περνώ έξω από το μαγαζί που είχε στην Αρκαδίου νομίζω ότι θα τον ξαναδώ αλλά έχει φύγει από τη ζωή.
Υπήρχανε και άλλοι Ρεθεμνιώτες που φορούσανε συχνά τις κρητικές φορεσιές μέσα στην πόλη αλλά έτυχε να μην συγκρατήσω τα ονόματά τους εκτός μόνο του Τσιριντάνη Γ. που διακρινότανε από το ψηλό μπόι του και που φορούσε άσπρα στιβάνια. Όταν περπατούσε συνήθως στην πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων όλων τα βλέμματα ήτανε επάνω του.
Και στα χωριά τα ίδια χρόνια οι μεγάλοι και οι νέοι στα πανηγύρια και στους γάμους φορούσανε την κρητική φορεσιά τους.
Και σήμερα συνεχίζουν πολλοί νέοι να την φορούν όχι βέβαια καθημερινά αλλά μόνο αυτοί που συμμετάσχουν στις σχολές Κρητικών χορών και όταν βρεθούν στα πανηγύρια που διασκεδάζουν πάντα με κρητική μουσική και στις εθνικές μας γιορτές στις παρελάσεις.
Το ευχάριστο είναι ότι και πολλοί μετανάστες Κρητικοί που διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό (Αμερική, Γερμανία κ.λπ.) πήρανε μαζί τους τις φορεσιές και τα έθιμα της κρητικής φορεσιάς και της μουσικής και διασκεδάζουν και αυτοί συχνά στις γιορτές – στους γάμους και συμμετάσχουν στις εθνικές μας γιορτές νομίζοντας ότι βρίσκονται στην πατρίδα τους την Κρήτη, στην Ελλάδα.
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε είπε ο ηλικιωμένος ακόμα και ορισμένους λυράρηδες που την φορούσανε στις διασκεδάσεις και στους γάμους όπως: ο Μουντάκης Κων., ο Σηφογιωργάκης Γ. κ.ά. που αφήσανε ρίζες στην παράδοση της κρητικής φορεσιάς και μουσικής για τους νέους μας.
Τέλος και σήμερα οι νέοι συνεχίζουν με περισσότερη διάθεση στις παραδόσεις μας χωρίς να περιφρονούν και των άλλων περιοχών της χώρας μας.
Πιστεύω είπε ότι η Κρήτη μας πρωτοπορεί χωρίς να κάνει πίσω ούτε ένα βήμα όχι μόνο να διατηρηθούν τα ήθη και τα έθιμά της αλλά και να αυξηθούν ακόμα περισσότερο.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωματικός