Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Η αναχώρηση της Λήδας Βαρδινογιάννη κλείνει ακόμα ένα ερμάρι γεμάτο αναμνήσεις από ένα ζευγάρι που πέρασε από την πολιτική ζωή του Ρεθύμνου αφήνοντας βαθειά ίχνη.
Αν και «νύφη», χωρίς καν να επιδιώκει την προβολή, η Λήδα είχε δημιουργήσει ένα κύκλο γύρω της από πολιτικούς οπαδούς και φίλους του Παύλου, που είχε κερδίσει κυρίως με την απλότητά της.
Γιατί η Λήδα συν τοις άλλοις δικαίωνε και τη σοφή ρήση των παλιών Μικρασιατών «πες μου πως φέρεσαι στους ανθρώπους που σε υπηρετούν να σου πω ποιος είσαι».
Η χθεσινή αναχώρηση της μεγάλης Κυρίας της αθηναϊκής κοινωνίας, αποτελεί βέβαια μεγάλη απώλεια για τον κόσμο της τέχνης. Γίνεται όμως αφορμή να θυμηθούμε μια γυναίκα πρότυπο που τη διέκρινε η φινέτσα και η υψηλή αισθητική μιας ψυχής γεμάτης φως. Ίσως επειδή έζησε δύσκολες καταστάσεις που δυστυχώς καμιά οικονομική επιφάνεια, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν μπορεί να ξορκίσει. Η συμπεριφορά της ήταν πάντα ένα υπόδειγμα ανθρώπου με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο.
Πόσα Ρεθεμνιωτόπουλα στη δεκαετία του 60, δεν είχε κερδίσει η γλυκύτατη αυτή κυρία που η καλοσύνη και η ευγένεια της χάριζαν μια ξεχωριστή λάμψη. Μια κυρία με ανοικτή πάντα αγκαλιά για μικρούς και μεγάλους που αναζητούσαν τον Παύλο στο σπίτι του παρακαλώντας για τη βοήθειά του στο πρόβλημά τους.
Άνοιγε την πόρτα της με ένα ζεστό χαμόγελο, πρόσφερε τη φιλοξενία που απαιτούν οι παραδόσεις της Κρήτης κι ας μην είχε ούτε καταγωγή από το νησί κι όταν ερχόταν ο Παύλος εκείνη με μια ευγενική δικαιολογία αποσυρόταν. Ήταν μια σπάνια γυναίκα που τιμούσε την ιστορική της οικογένεια.
Η Λήδα ήταν το πρώτο παιδί του Ιωάννη και της Ειρήνης Κατακουζηνού το γένος Κουτλίδη.Η οικογένειά της, βυζαντινής καταγωγής με ρίζες από τη Μυτιλήνη, αφού διέπρεψε στη Σμύρνη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1922. Κι ενώ η ζωή έδειχνε πως θα ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρη για τη μικρή Λήδα, ένας επιθετικός καρκίνος της στέρησε τη μητέρα της, ενώ ήταν ακόμα βρέφος. Ο τραγικός πατέρας δεν επέτρεψε στο κοριτσάκι του να νοιώσει εγκατάλειψη.Ούτε σκέψη δεν έκανε για δεύτερο γάμο. Κοντά του ήταν πάντα η αδελφή του να προσφέρει με τη σειρά της κάθε τρυφερότητα στο κοριτσάκι όταν αποδεσμευόταν από την επιτήρηση της Γερμανίδας γκουβερνάντας που το μεγάλωσε. Μετά τον πόλεμο η νεαρή Κατακουζηνού, δεσποινίδα πια, συνέχισε σπουδές στην Ελβετία όπου έμεινε για μια πενταετία.
Εκεί τελειοποίησε τα γερμανικά και τα αγγλικά της, σπούδασε τη γαλλική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με την υψηλή κοινωνία. Μετά το τέλος των σπουδών, επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά λίγα χρόνια αργότερα η εύθραυστη υγεία της κλονίστηκε και την υποχρέωσε και πάλι να μεταναστεύσει. Έπασχε από φυματίωση και αναζήτησε θεραπεία σε σανατόρια της Ελβετίας και της Αυστρίας όπου παρέμεινε για τρία χρόνια.
Η γνωριμία της με τον Παύλο Βαρδινογιάννη, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, την οδήγησε σύντομα στα σκαλιά της εκκλησίας όταν ήταν 35 χρόνων.
Άξια σύντροφος ενός πολιτικού
Ο Παύλος ήταν τότε βουλευτής Ρεθύμνου, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας. Αργότερα έγινε υπουργός Πολιτισμού της κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου.
Εκείνη την εποχή η οικογένεια Βαρδινογιάννη δεν είχε τη σημερινή της οικονομική επιφάνεια, αλλά δεν μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει φτωχό τον Παύλο. Είχε τον τρόπο του μα κυρίως εκείνο το σπάνιο χαρακτήρα με το σπινθηροβόλο πνεύμα και την βαθειά παιδεία που γοήτευε τους πάντες.
Ο γάμος έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1964, καθώς είχε κανονιστεί να μη συμπέσει με τον γάμο του πρίγκιπα Κωνσταντίνου με την Άννα Μαρία, που είχε τελεστεί μεγαλοπρεπώς μία εβδομάδα νωρίτερα. Κουμπάρος του ζεύγους Βαρδινογιάννη ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Έναν χρόνο μετά, οι δύο κουμπάροι κατηγορήθηκαν για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (προσπάθεια δημιουργίας μέσα στον στρατό οργάνωσης αντιδεξιών αξιωματικών).
Θυμάμαι τη δεκαετία του 70 που ζούσα στο Ρέθυμνο, σε πολλά σπίτια της υπαίθρου που επισκεπτόμουν για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, έβλεπα φωτογραφίες της Λήδας με τον Παύλο, από το γάμο τους, με ευχαριστίες για τις ευχές που είχαν δεχθεί. Κι αυτή την απάντηση στις ειλικρινείς ευχές τους οι απλοί άνθρωποι του χωριού έβαζαν σε περίοπτη θέση γιατί είχε τεράστια σημασία γι’ αυτούς. Ένοιωθαν το βουλευτή τους τόσο κοντά σαν να ήταν συγγενικό πρόσωπο.
Κανένας απ’ όσους ήταν κοντά στον Παύλο Βαρδινογιάννη δεν θυμάται τη Λήδα να παίρνει θέση σε μια πολιτική συζήτηση. Αντίθετα παρέμενε σιωπηλή και περιοριζόταν στα καθήκοντα μιας άριστης οικοδέσποινας.
Όταν για παράδειγμα ήρθε με τον άνδρα της στο Ρέθυμνο, το 1964, προκειμένου να παραστούν στις επίσημες εκδηλώσεις των Αρκαδίων δεν έμεινε άνθρωπος να μην εντυπωσιαστεί από την ευγένεια και την απλότητά της. Υπουργός τότε ο Παύλος θα εκπροσωπούσε την Κυβέρνηση στις εκδηλώσεις. Πρώτα έκαναν μια στάση στην Επισκοπή. Εκεί η Λήδα αν και μεγαλωμένη με υπηρέτριες δεν άφησε την πεθερά της ν’ αγγίξει πουθενά. Μόνη της επιμελήθηκε το σερβίρισμα με μια άνεση έμπειρης νοικοκυράς. Και πολλές απλές γυναίκες τη θαύμασαν για την δεξιότητά της όταν τεμάχιζε τα γλυκά για να τα τοποθετήσει στα πιάτα.
Κοντά στα παιδιά της «Παιδικής Στέγης»
Όπως επέστρεφαν στην πόλη κάποιος τη ρώτησε πως αισθάνθηκε στη γενέτειρα του συζύγου της.
«Σαν στο σπίτι μου νοιώθω στην Επισκοπή» είχε απαντήσει και το εννοούσε.
Φθάνοντας στην πόλη σταμάτησαν στην «Παιδική Στέγη» για να χαιρετήσουν. Αμέσως τα παιδιά την πλησίασαν με τη χαριτωμένη περιέργεια της «πιτσικαρίας» εκείνης της εποχής. Κι εκείνη αντί να ενοχληθεί τους μίλησε με αγάπη και εισέπραξε από τις άδολες αντιδράσεις τους το ίδιο συναίσθημα.
Επόμενος σταθμός του γεμάτου εκδηλώσεις προγράμματος αυτής της επίσκεψης ήταν μια βάφτιση.
Η Λήδα ήταν η νονά και βάφτισε στην Ιερά Μονή Αρσανίου το γιο του Μίνωα Σταυριδάκη και το ονόμασε Γιώργο. Αργότερα στο τραπέζι που χρειάστηκε να πει δυο λόγια τους κέρδισε όλους με τον απλό λόγο της καρδιάς και τη γνησιότητα των συναισθημάτων της. Έτσι δικαιώθηκε ακόμα μια φορά εκείνος ο απλός άνθρωπος που είχε φωνάξει αυθόρμητα στην Επισκοπή.
«Χαλάλι σου ο Παυλής» και αυτό για τη Λήδα ήταν το μεγαλύτερο εύσημο.
Εκείνο το βράδυ ένοιωθε Κρητικιά και το έδειξε ιδιαίτερα όταν ξεκίνησε η λύρα το γλέντι. Η Λήδα χόρεψε με ιδιαίτερη χάρη κι έκανε τον Παύλο της τόσο περήφανο.
Συγκίνηση στο Αρκάδι
Στις εκδηλώσεις για το Αρκάδι μόλις βρέθηκε στην Ιερά Μονή πολιορκήθηκε μαζί με τον άνδρα της από τους ένθερμους φίλους. Κι εκεί μοίρασε χαμόγελα και αντάλλαξε φιλοφρονήσεις. Κάποια στιγμή όμως απομακρύνθηκε διακριτικά και την είδαν κάποιοι να κάθεται σε μια γωνιά και να κοιτάζει προς την πυριτιδαποθήκη χαμένη σε σκέψεις. Το θέαμα έπειθε για μια ακόμα φορά πως η Λήδα Βαρδινογιάννη ήταν ο άνθρωπος που βίωνε συναισθηματικά κάθε στιγμή. Δεν θύμιζε γυναίκα πολιτικού που αρκείτο στις κατά συνθήκη εκδηλώσεις ενδιαφέροντος. Κι αυτό την ανέβασε ακόμα περισσότερο στην εκτίμηση των πολιτικών.
Την επομένη είχε οριστεί να δει ο βουλευτής τους ανθρώπους του. Κι εκεί η Λήδα «έκλεψε» την παράσταση. Είχε για όλους μια κουβέντα της καρδιάς. Κι ο Παύλος καμάρωνε. Είχε παντρευτεί την ιδανική γυναίκα για έναν πολιτικό.
Το είχε αυτό η Λήδα. Κι όταν σε προεκλογικές περιόδους οργάνωνε τσάγια για τις κυρίες του Ρεθύμνου, με ένα μοναδικό τρόπο δημιουργούσε μια φινετσάτη ατμόσφαιρα. Κι ενώ προερχόταν από μια αριστοκρατική οικογένεια, ήταν συγκινητικά καταδεκτική και φιλική με όλους. Ακόμα κι ένας απλός κάτοικος χωριού, χωρίς καμιά παιδεία δεν ένοιωσε ποτέ μειονεκτικά κοντά στη Λήδα Βαρδινογιάννη με την ευγένεια που εκείνη αντιμετώπιζε τους πάντες.
Αρκεί να την έβλεπες όταν καθόταν με την αείμνηστη σύζυγο του Κωστή Ψυχογιουδάκη στο φιλόξενο σπίτι της οδού Βοσπόρου για να την εκτιμήσεις σαν άνθρωπο. Αυτό σχολιάζαμε και με τη Ρενάτα Στρατάκη που τα έζησε. Ήταν ν’ απορείς πως η γυναίκα αυτή που είχε γνωρίσει από τόσο κοντά την περίφημη ομάδα της γενιάς του 30, μιλούσε με τόση άνεση για απλά καθημερινά θέματα. Ιδιαίτερα μπροστά στον Παύλο έδειχνε ιδιαίτερο σεβασμό στο περιβάλλον.
Η αφοσίωση της στην τέχνη
Όταν όμως έμενε μόνη μαζί του, με το γλυκό της τρόπο του επισήμαινε τις αδυναμίες και τα λάθη του στην επικοινωνία του με το λαό.
Για παράδειγμα την ενοχλούσε όταν ο Παύλος που διατηρούσε μια καλή σχέση με το παλάτι, μιλούσε Γερμανικά με τη Φρειδερίκη. Εκείνη ενώ μιλούσε άπταιστα τη γερμανική γλώσσα απέφευγε να πάρει μέρος. Γιατί ήταν νωπό ακόμα το πέρασμα των ναζί. Κι ήταν πρόκληση ένας πολιτικός να μιλά μια γλώσσα που μόνο οδυνηρές αναμνήσεις προκαλούσε. Και τον μάλωνε γι’ αυτό.
Την περίοδο της χούντας η Λήδα ακολούθησε τον άνδρα της στο Παρίσι. Εκεί ανέπτυξαν ιδιαίτερη σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που τότε ήταν παντρεμένος με την Αμαλία Μεγαπάνου. Οι άνδρες εξαντλούσαν την κουβέντα με τα πολιτικά αν και ο Παύλος δεν υπήρξε ποτέ Καραμανλικός και οι γυναίκες με τα δικά τους ενδιαφέροντα. Η Αμαλία είχε μεγάλη επιθυμία να τελειοποιήσει τα Γαλλικά της και η Λήδα αποδείχτηκε μια χαρισματική δασκάλα.
Η μετέπειτα αφοσίωσή της στην τέχνη δεν ήταν καθόλου τυχαία. Υπήρχε μια οικογενειακή παράδοση η οποία δεν την άφησε ανεπηρέαστη. Ο θείος της, Ευριπίδης Κουτλίδης, ο σημαντικότερος συλλέκτης έργων Ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα (κληροδότησε τη συλλογή του από 1.419 έργα στην Εθνική Πινακοθήκη), δεν είχε παιδιά και η Λήδα ήταν η αγαπημένη του ανιψιά, που μπαινόβγαινε στο πλημμυρισμένο από τέχνη σπίτι του -στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Νεοφύτου Βάμβα-, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ήταν και ο θείος της, από την πλευρά του πατέρα της, ο ψυχίατρος Άγγελος Κατακουζηνός, το σπίτι του οποίου ήταν ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά σαλόνια των Αθηνών, που της γνώρισε τη «γενιά του ’30». Την τραπεζαρία του δικού του σπιτιού την είχε ζωγραφίσει ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ενώ η Λήδα για το σπίτι της στο Κολωνάκι επέλεξε έναν μαθητή του Γκίκα, τον νεαρό, άγνωστο τότε, ζωγράφο Παναγιώτη Τέτση που φιλοτέχνησε μια γκουάς, η οποία έως σήμερα παραμένει σε άριστη κατάσταση και φέρει την υπογραφή του.
Η Λήδα Βαρδινογιάννη ευτύχησε να γνωρίσει όλες τις μεγάλες μορφές της σύγχρονης τέχνης.Τον Τσαρούχη τον γνώρισε στο σπίτι του θείου του, αλλά τους «Μοβ Κρίνους» τους αγόρασε όταν πήγε στο ατελιέ του με τη Μαρίνα Καρέλλα, η οποία μάθαινε δίπλα του «σκηνογραφία». Ο Σπύρος Βασιλείου την καλούσε κάθε χρόνο στο σπίτι του για κούλουμα.
Όταν πέθανε ο πατέρας της, το 1979, ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση. Στην αρχή βοηθούσε και ο άνδρας της, μετά συνέχισε μόνη.
Έζησε με μεγάλη αξιοπρέπεια τα γεγονότα του 81, προσπαθώντας να διασκεδάσει την αφάνταστη πικρία του Παύλου λέγοντας αλήθειες που διδάσκει η ζωή. Ούτε μια φορά δεν έδωσε συνέχεια στις όποιες απόπειρες να επικριθούν συμπεριφορές πρώην φίλων του Παύλου που ξαφνικά έγιναν προκλητικά μάλιστα πολιτικοί αντίπαλοι. Συνήθιζε να λέει ότι πρέπει να απομακρύνονται από τη ζωή μας όσα απειλούν τις αξίες και προσβάλουν τον άνθρωπο.
Είχα την εντύπωση ότι μετά το θάνατο του Παύλου δεν είχε έρθει ξανά στο Ρέθυμνο. Με διόρθωσε η αγαπητή φίλη Σοφία Φωτοπούλου θυμίζοντάς μου ότι η Λήδα εγκαινίασε την αίθουσα Περιηγητικής Λέσχης που μετά την καταστροφή από πυρκαγιά είχε ανακαινισθεί πλήρως με δαπάνες του Ομίλου Βαρδινογιάννη. Είχε έρθει με την Χρυσή τη θυγατέρα του Σήφη και μερικές φίλες της. Ήρθε και στη κηδεία της πεθεράς της Χρυσής. Μετά δεν ξαναφάνηκε. Και με τον καιρό ξεχάστηκε, καθώς τόσα άλλαξαν και οι παλιοί πολιτικοί φίλοι σιγά σιγά εγκατέλειπαν τα εγκόσμια.
Μαθαίναμε γι’ αυτήν κυρίως από δημοσιεύματα περιοδικών που ασχολούντο με την τέχνη. Από τα δημοσιεύματα αυτά γνωρίζαμε για την σημαντική της οικονομική στήριξη του Μουσείου Μπενάκη και τα ευχαριστήρια φιλανθρωπικών οργανισμών μετά από κάθε ευεργεσία της. Η Τέχνη και η Φιλανθρωπία ήταν πια η οικογένεια της και η στήριξη των νέων καλλιτεχνών κάλυπτε το κενό που της δημιουργούσε η στέρηση του θείου δώρου της μητρότητας.
Από έμφυτη αξιοπρέπεια η Λήδα δεν ήθελε να επιβάλει την παρουσία της. Έδειχνε την αγάπη της σε πρόσωπα του περιβάλλοντός της, αλλά δεν ήθελε να την χρησιμοποιεί σαν μέσον για να φέρνει κοντά της τους άλλους σεβόμενη απόλυτα πως είχαν υποχρεώσεις της δικής τους ζωής.
Κι όταν κλεινόταν στο δικό της χώρο αντιμετώπιζε τη μοναξιά της με δημιουργικό τρόπο. Οι ξένες γλώσσες που μιλούσε άπταιστα τη βοηθούσαν να ξεχνιέται στην τηλεόραση παρακολουθώντας κυρίως ξένα κανάλια. Η υποδειγματική τάξη που διέκρινε την καθημερινότητά της δεν την άφηνε να χάσει κανένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Οι καλλιτεχνικοί κύκλοι τη θεωρούσαν ευεργέτιδα πολλών σημαντικών δομών υψηλής τέχνης χωρίς η ίδια να αναλώνεται σε συνεντεύξεις.
Σαν φιλότεχνη μάλιστα για ένα μεγάλο διάστημα είχε γίνει πρέσβειρα του λαϊκού μας πολιτισμού προβάλλοντας στα μεγάλα σαλόνια της Αθήνας την παραδοσιακή χειροτεχνία της Κρήτης και ιδιαίτερα τη Ρεθεμνιώτικη βελονιά που είχε αναδείξει η Χρυσή Αγγελιδάκη.
Αυτή ήταν για τους Ρεθεμνιώτες η Λήδα Βαρδινογιάννη. Μια Κυρία που θα τη θυμόμαστε όσοι τη γνωρίσαμε με πραγματική εκτίμηση και θαυμασμό.