Το μεσημέρι της 20ης Μαΐου 1941, πάνω από τον ουρανό ανατολικά της πόλης του Ρεθύμνου, έκαναν την εμφάνιση τους τα μεταγωγικά JU52 που μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές για την επίθεση εναντίον του τομέα Ρεθύμνου. Στόχος τους ήταν η κατάληψη του αεροδρομίου και της πόλης. Η δύναμη που επρόκειτο να ριφθεί ήταν το δεύτερο σύνταγμα αλεξιπτωτιστών μείον το δεύτερο τάγμα και οι μονάδες υποστήριξής του, σε ένα σύνολο 1.500 περίπου ανδρών. Η δύναμη αυτή είχε χωριστεί σε 3 τμήματα. Η ομάδα Kroh για την κατάληψη του αεροδρομίου, η ομάδα Wiedemann για την κατάληψη της πόλης και η Διοίκηση του συντάγματος που θα έπεφτε στο ενδιάμεσο, λειτουργώντας σαν εφεδρεία και συνδετικός κρίκος μεταξύ των άλλων 2 ομάδων.
Η άμυνα της περιοχής του Ρεθύμνου, βασίζονταν σε 2 Αυστραλιανά τάγματα πεζικού, το 2/1 και 2/11 (περίπου 1200 άνδρες) μια πυροβολαρχία και άλλες ομάδες υποστήριξης, υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Ian Campbell. Επίσης υπήρχαν και τα Ελληνικά 4ο και 5ο σύνταγμα, καθώς και το έμπεδο τάγμα Ρεθύμνου, ένα σύνολο 2.500 περίπου ανδρών. Σε αυτούς αργότερα θα προστεθούν περίπου 800 άνδρες από τη σχολή χωροφυλακής. Οι Ελληνικές μονάδες ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένες και με χαμηλό ηθικό. Ο διοικητής των Αυστραλών Ian Campbell τοποθέτησε το 4ο Ελληνικό τάγμα νότια του αεροδρομίου, ενώ το 5ο τάγμα τοποθετήθηκε σαν εφεδρεία στην Πηγή.
Στόχος των Αυστραλών, ήταν η προστασία του αεροδρομίου από επίθεση μέσω θαλάσσης η από αέρος.
Η ρίψη ξεκίνησε στις 15:30. Πρώτη έπεσε η ομάδα Kroh, μπροστά από το λόφο Α και στα ανατολικά του αεροδρομίου. Κάποιες μονάδες από αυτή την ομάδα, έπεσαν από λάθος πολύ πιο ανατολικά στην περιοχή Λατζιμάς, ενώ 2 λόχοι από την ομάδα Wiedemann έπεσαν επίσης λανθασμένα επάνω στην ομάδα Kroh και πιθανότατα ακριβώς επάνω στους Αυστραλούς που υπερασπίζονταν το λόφο Α. Τα αργοκίνητα μεταγωγικά πετώντας στα 100-120 μέτρα για να πραγματοποιήσουν τις ρίψεις των αλεξιπτωτιστών, γίνονταν ένας εύκολος στόχος για τους υπερασπιστές του Ρεθύμνου, που βρίσκονταν επάνω στα υψώματα και είχαν εξαιρετικό πεδίο πυρός.
Μετά την ομάδα Kroh, ακολούθησε η ομάδα «Διοίκηση συντάγματος» η οποία πήδηξε δυτικά του αεροδρομίου. Σε αυτή την ομάδα βρίσκονταν ο διοικητής των δυνάμεων για το Ρέθυμνο, συνταγματάρχης Alfred Sturm. Όμως και για αυτή την ομάδα μάχης η ρίψη ήταν προβληματική. Τα πυρά από το λόφο Β και τα γύρω υψώματα, που υπεράσπιζαν το 2/11 Αυστραλιανό τάγμα, έκαναν τρομακτική ζημιά. Ο ίδιος ο διοικητής Sturm παγιδεύτηκε με λίγους άνδρες σε ένα τυφλό σημείο, μπροστά από τα υψώματα και τις αμυντικές θέσεις Αυστραλών και Ελλήνων. Την επόμενη ημέρα θα συλληφθεί αιχμάλωτος. Ο ταγματάρχης Schulz, Διοικητής του τάγματος πολυβόλων, που είχε ριφθεί μαζί με το επιτελείο, κατάφερε να συγκεντρώσει επιζήσαντες και να κινηθεί δυτικά προς τα Περιβόλια.
Η ομάδα Wiedemann έπεσε τελευταία, μεταξύ ποταμού Πλατανέ και ανατολικών προαστίων του Ρεθύμνου (Μισίρια). Από την αρχή η ομάδα αυτή είχε μειωμένη δύναμη καθώς 2 λόχοι της είχαν πέσει από λάθος, στα ανατολικά επάνω στην ομάδα Kroh και στη γύρω περιοχή. Οι απώλειες της ομάδας αυτής κατά τη ρίψη, ήταν μηδαμινές, καθώς εκεί κοντά δεν βρίσκονταν οργανωμένα στρατιωτικά τμήματα για να την αντιμετωπίσουν. Το έμπεδο τάγμα Ρεθύμνου που βρίσκονταν κοντά στο ξηρό χωριό είχε διαλυθεί νωρίτερα από τους βομβαρδισμούς. Έτσι 2 λόχοι αλεξιπτωτιστών κινήθηκαν ταχύτατα μέσω του κεντρικού δρόμου σε μια επίδειξη «κεραυνοβόλου πολέμου», πλην όμως δε λογάριασαν την ύπαρξη λίγων αλλά αποφασισμένων στρατιωτών από το έμπεδο τάγμα Ρεθύμνου, οι οποίοι είχαν στήσει ένα πολυβόλο του Α παγκοσμίου πολέμου επάνω στον κεντρικό δρόμο, καλύπτοντας το ανοικτό πεδίο με ριπές. Σύντομα τους στρατιώτες του εμπέδου, συνέδραμαν πολίτες που από το θόρυβο της μάχης, έτρεξαν αυθόρμητα να υπερασπιστούν την πόλη, κρατώντας παλαιά όπλα η ακόμα και εντελώς άοπλοι. Αυτό όμως ήταν αρκετό για να εμψυχώσει τους στρατιώτες. Η αντεπίθεση των Ελληνικών δυνάμεων στα ανατολικά προάστια του Ρεθύμνου, εκτόπισε τους αντιπάλους οι οποίοι υποχώρησαν εσπευσμένα εγκαταλείποντας νεκρούς τραυματίες και εφόδια, στο αρχικό σημείο συγκέντρωσης, δηλαδή στα ανατολικά του οικισμού των Περιβολίων.
Τις επόμενες ώρες θα οχυρωθούν μέσα στα Περιβόλια και θα καταλάβουν το ύψωμα με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Όπου θα παραμείνουν οχυρωμένοι και αμυνόμενοι στις συνεχείς επιθέσεις Ελληνικών και Αυστραλιανών δυνάμεων έως και τις 30 Μαΐου.
Λόφος Α. Το κλειδί του αεροδρομίου
Ο λόφος Α, όπως ονομάστηκε από τους Αυστραλούς, ήταν το στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο του αεροδρομίου του Ρεθύμνου. Βρίσκονταν νότια και ανατολικά του αεροδρομίου και επάνω σε αυτόν είχαν τοποθετηθεί 6 κανόνια και ορύγματα με πολυβόλα. Από εκεί μπορούσε κανείς να δει το αεροδρόμιο στα 800 περίπου μέτρα δυτικά και πέρα στον ορίζοντα την πόλη του Ρεθύμνου, ενώ κοιτάζοντας ανατολικά, το βλέμμα έπεφτε στην περιοχή του Σταυρωμένου, τη Σκαλέτα και τα υψώματα.
Στο λόφο Α η Κεφάλα, διεξήχθη μια πραγματικά σκληρή μάχη. Οι Αυστραλοί υπερασπιστές του, βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ο ταγματάρχης Kroh, αναγνωρίζοντας τη σημασία του λόφου, έριξε το βάρος της επίθεσης εκεί. Μια κόλαση πυρός από βαρέα και ελαφρά όπλα, έπεσαν επάνω στις Αυστραλιανές θέσεις. Οι αλεξιπτωτιστές κατάφεραν να καταλάβουν το βορειοανατολικό μέρος του λόφου, εκμεταλλευόμενοι τις πεζούλες και τα αμπέλια, που βρίσκονταν πάνω και τριγύρω από αυτόν. Οι επιζώντες Αυστραλοί υποχώρησαν στα υψώματα δυτικά του λόφου. Την επόμενη όμως ημέρα, ο Campbell έδωσε τη διαταγή για ανακατάληψη του λόφου Α. Οι Αλεξιπτωτιστές της ομάδας Kroh μη έχοντας άλλες δυνάμεις, εγκατέλειψαν τον αιματοβαμμένο λόφο με τα αμπέλια όπως τον ονόμαζαν, και οχυρώθηκαν πιο ανατολικά στον οικισμό του Σταυρωμένου. Εκεί οργάνωσαν την άμυνα τους και εγκαταστάθηκαν σε ένα ελαιουργείο το οποίο τους παρείχε αρκετή κάλυψη. Οι Αυστραλιανές δυνάμεις, συνέχιζαν να πιέζουν με επιθέσεις έχοντας απώλειες, ενώ τα Ελληνικά τμήματα, του 5ου τάγματος, πίεζαν από τα νότια και ανατολικά του οικισμού. Πολλοί ένοπλοι πολίτες από τα γύρω χωριά συμμετείχαν στη μάχη εκεί.
Τελικά στις 26/5/41 ο Ταγματάρχης Kroh, αναγκάστηκε να διαφύγει από το Σταυρωμένο και να κινηθεί προς την κατεύθυνση του Ηρακλείου. Με όσους άνδρες του είχαν απομείνει, οργάνωσε μια ζώνη ρίψης εφοδίων στο Γεροπόταμο. Οι Ελληνικές και Αυστραλιανές δυνάμεις κατέλαβαν το Σταυρωμένο και αιχμαλώτισαν 82 Αλεξιπτωτιστές τραυματίες. Ο αντικειμενικός στόχος των γερμανικών δυνάμεων στο Ρέθυμνο, είχε πλέον χαθεί. Τα απομεινάρια της ομάδας Kroh από εκεί που βρίσκονταν εμπλέκονταν πλέον με ένοπλους πολίτες από την περιοχή του Μυλοποτάμου και με τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα στην περιοχή του πρίνου.
Τελικά στις 29-30/5/41 κατέφθασαν οι πρώτες μηχανοκίνητες μονάδες της ομάδας Wittman από τα δυτικά. Οι Ελληνικές δυνάμεις κατέρρευσαν αμέσως υποχωρώντας νότια, ενώ το 2/11 τάγμα υποχώρησε στην περιοχή του αεροδρομίου.
Η μάχη του Ρεθύμνου έληξε χωρίς οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές να καταφέρουν κάποιο από τους αντικειμενικούς σκοπούς ενώ η επιβίωση τους κυριολεκτικά κρέμονταν από μια κλωστή. Οι Αυστραλοί υπερασπιστές, έμπειροι και καλά εκπαιδευμένοι πολέμησαν γενναία και με την καλή διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Ian Campbell δεν άφησαν πολλά περιθώρια στους επιτιθέμενους. Τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα τελείως ανεκπαίδευτα λόγω του ότι αποτελούνταν κυρίως από νεοσύλλεκτους και με απαρχαιωμένο οπλισμό πολέμησαν καλά και έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό, ειδικά όταν βρέθηκαν υπό την εμπνευσμένη ηγεσία καλών αξιωματικών.
Ο Νικόλαος Κοπάσης στη μάχη της Κρήτης
Μετά την κατάρρευση του μετώπου στα οχυρά ακολούθησε η υποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, όπου πολεμώντας προσπαθούσαν να φτάσουν σε ασφαλές λιμάνι και από εκεί να μεταφερθούν με το Βρετανικό στόλο, στην Κρήτη και την Αλεξάνδρεια.
Οι Έλληνες στρατιώτες, ξεκίνησαν επίσης για τα σπίτια τους. Μετά την προδοτική διαταγή του Τσολάκογλου και την κατάρρευση του μετώπου, ο πόλεμος είχε πλέον τελειώσει για αυτούς. Οι Κρητικοί μετά από μεγάλη ταλαιπωρία κατέφθασαν σε λιμάνια της Πελοποννήσου και από εκεί προσπαθούσαν να βρουν μέσο για να τους μεταφέρει στην Κρήτη. Έτσι έγινε και με τον νέο ανθυπολοχαγό Κοπάση. Τελευταία στιγμή κατάφερε να επιβιβαστεί σε ένα καΐκι που ήταν γεμάτο στρατιώτες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι μαζί του μετέφερε το όπλο του, μια αραβίδα Manlicher Schonauer. Οι κίνδυνοι του ταξιδιού ήταν πολλοί και ειδικά η πανταχού παρούσα Luftwaffe βομβάρδιζε και πολυβολούσε όλα τα σκάφη μικρά και μεγάλα. Στις 27 Απριλίου τα ξημερώματα, ο Νίκος Κοπάσης αντίκρισε το γνώριμο λιμάνι των Χανίων. Λίγο μετά την αποβίβαση όμως άκουσε τα μεγάφωνα που έλεγαν για την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς. Παρουσιάστηκε στο φρουραρχείο Χανίων όπου μετά από μια μικρή άδεια, διατάχθηκε να αναλάβει υπηρεσία στο πέμπτο τάγμα Ρεθύμνου. Το τάγμα αυτό είχε τοποθετηθεί μεταξύ Πηγής και Άδελε σε ρόλο εφεδρείας. Ο ανθυπολοχαγός Κοπάσης τοποθετήθηκε στο 2ο λόχο πολυβόλων με διοικητή τον έφεδρο υπολοχαγό Αντώνιο Βιστάκη. Με την άφιξη του, ανέλαβε τη διμοιρία του και έφτιαξε αμυντικές θέσεις στη περιοχή του Αγίου Δημητρίου, νότια του Άδελε.
Στις 20 Μαΐου το πρωί έλαβε διαταγή ετοιμότητας. Το μεσημέρι η Γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε και πολυβολούσε την περιοχή. Μετά από λίγο οι Έλληνες στρατιώτες μπορούσαν να δουν από τα ορύγματα τους τα Γερμανικά μεταγωγικά να περνάνε αργά και να αφήνουν το φορτίο τους. Το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Την επόμενη ημέρα πήρε τη διαταγή να κινηθεί προς το χωριό Μαρουλάς. Εκεί είδε και αρκετούς πολίτες όπου μετέφεραν όλων των ειδών τα πολεμικά λάφυρα από το πεδίο της μάχης. Κατόπιν υπόδειξης ενός χωρικού, κατάφερε με μια ομάδα να συλλάβει 2 αλεξιπτωτιστές αιχμαλώτους χωρίς αντίσταση.
Στις 22 Μαΐου, το βάρος της μάχης είχε μεταφερθεί στον οικισμό Σταυρωμένου. Ο διοικητής του 5ου τάγματος, Στυλιανός Καλλονάς, διέταξε το 2ο λόχο πολυβόλων να λάβει θέσεις νότια του εργοστασίου στα υψώματα επάνω από το Σταυρωμένο, όπου είχαν βρει καταφύγιο οι αλεξιπτωτιστές του ταγματάρχη Kroh. Οι Αυστραλοί έκαναν επίμονες επιθέσεις από τα δυτικά ενώ και οι Έλληνες στρατιώτες και ένοπλοι πολίτες, πίεζαν από τα νότια χρησιμοποιώντας όπλα-λάφυρα παρμένα από τους αλεξιπτωτιστές.
Ο Νίκος Κοπάσης αφηγείται:
«Ήτανε ένα πολυβολείο γερμανικό (Εννοεί θέση πολυβόλου), έκανε τέτοιο φράγμα πυρός όπου δε μπορούσε να κινηθεί κανένας στρατιώτης. Έβαλα στόχο να ανακαλύψω το πολυβολείο. Είχα καταλάβει πως ήταν ανατολικά του Σταυρωμένου, διότι με τις ριπές που περνούσαν επάνω από τα δέντρα, έκοβαν τα κλαδιά και έφευγαν γραμμή προς τα πέρα… Βλέπω ένα δέντρο στην άκρη του ελαιώνα με ένα χοντρό κορμό που στο 1,5 μέτρο και πάνω, σχημάτιζε δύο κλώνους πολύ χοντρούς. Σύρθηκα έρποντας μέχρι το δέντρο και ανάμεσα από τους δυο κλώνους με τα κιάλια ερευνούσα την περιοχή. Μια στιγμή βλέπω στο λόφο που ήταν ανατολικά του Σταυρωμένου, στην κορυφή κάτω από τα δέντρα, κίνηση στρατιώτη (Γερμανού). Φωνάζω δυο στρατιώτες να μου φέρουν ένα πολυβόλο Γερμανικό (MG34 με ταχυβολία 800-1000 σφαίρες ανά λεπτό) και δυο κιβώτια σφαίρες… λέω του στρατιώτη σήκω επάνω, τον βάζω πίσω από το δέντρο, του δίνω τα κιάλια και του λέω που να κοιτάζει. Κατεβαίνω κάτω αγκαλιάζω το πολυβόλο και άρχισα να βάζω εκεί που είχα δει την κίνηση. Με την πρώτη ριπή μου λέει φεύγουνε. Και άλλοι σκοτώθηκαν άλλοι έφυγαν. Το (εχθρικό)πολυβόλο σταμάτησε».
H παραπάνω αφήγηση τεκμηριώνεται και από το πολεμικό ημερολόγιο του υπολοχαγού Βιστάκη, όπου διαβάζουμε:
Περί τις 9 το πρωί, τοποθέτησα ένα ατομικό όλμο (μικρός όλμος των 5 εκ.) στην 1η διμοιρία και ένα πολυβόλο (λάφυρα). Έδωσα εντολή στους οπλίτες να λάβουν θέσεις μάχης. Ακολούθησε βολή του όλμου που χειρίστηκα ο ίδιος και του πολυβόλου με σκοπευτή τον ανθυπολοχαγό Κοπάση εναντίον του Σταυρωμένου για τον εγκλωβισμό και την εξουδετέρωση των θέσεων των αυτομάτων όπλων τα οποία μας ενοχλούσαν ανά πάσα στιγμή.
Με τον τρόπο αυτό, σίγησαν τα εχθρικά πυρά..
Οι άνδρες που χτύπησε με το πολυβόλο του ο Νίκος Κοπάσης, ανήκαν στον 3ο λόχο αλεξιπτωτιστών, του 2ου συντάγματος (3/FJR2), υπό τη διοίκηση του υπολοχαγού Arnold Von Roon
Το ημερολόγιο της ομάδας Kroh, επιβεβαιώνει τα γεγονότα. Σε αυτό διαβάζουμε:
«25/5/1941 νωρίς το πρωί βολές πυροβολικού οι οποίες απαντήθηκαν με βολές όλμων. Αντεπίθεση των Ελλήνων και των Άγγλων με υποστήριξη πολυβόλου και ολμοβόλου από τα υψώματα γύρω από το Κιμάρι (εννοεί τα υψώματα νότια από το Σταυρωμένο). Ο λόχος αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις θέσεις του και να υποχωρήσει στα υψώματα».
Η κατάσταση των αλεξιπτωτιστών του Kroh ήταν δυσχερής. Εγκλωβισμένοι κάτω από το συνεχές βλέμμα των αντιπάλων είχαν χάσει κάθε επιθετική πρωτοβουλία. Η έλλειψη σε τρόφιμα ήταν αισθητή, ενώ τα πυρομαχικά ήταν άφθονα και για αυτό το λόγο συνέχιζαν να πολεμούν. Στο ημερολόγιο της ομάδας Kroh διαβάζουμε ότι έλαβε διαταγή να πάρει τους άνδρες του και να κινηθεί προς το Ηράκλειο.
Σταυρωμένος, Δευτέρα 26.5.1941
Η εγκατάλειψη του Σταυρωμένου και του εργοστασίου, έπρεπε να γίνει γρήγορα και μέσα στη νύχτα, διότι το πρωί δε θα ήταν δυνατή η μετακίνηση μιας τόσο μεγάλης δύναμης χωρίς απώλειες. Έτσι αποφασίστηκε η κίνηση αυτή να λάβει χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες της 26ης Μαΐου. Οι βαριά τραυματίες και κάποιοι βοηθοί-νοσοκόμοι έπρεπε να μείνουν πίσω. Η εκκένωση του Σταυρωμένου από τους Γερμανούς, έγινε στις 2:00 το πρωί, χωρίς να το αντιληφθούν οι αντίπαλες δυνάμεις. Σκοπός τους ήταν να φτάσουν στις εκβολές του Γεροποτάμου, όπου ο λόχος του Von Roon είχε οργανώσει ζώνη ρίψης εφοδίων.
Σύμφωνα πάντα με το ημερολόγιο της ομάδας Kroh, πίσω τους άφησαν 14 βαριά τραυματίες και μερικούς ακόμη σε ρόλο νοσοκόμων-τραυματιοφορέων, καθώς και 11 Άγγλους αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων ήταν και τα αρχικά Βρετανικά πληρώματα των αρμάτων Matilda που είχαν συλληφθεί τις προηγούμενες ημέρες.
Αφού έριξαν μερικές οβίδες στο εργοστάσιο, οι Αυστραλοί στρατιώτες του 2/1 τάγματος επιτέθηκαν και εισήλθαν στο Σταυρωμένο χωρίς αντίσταση και με την υποστήριξη ενός άρματος. Ακολούθησαν οι Ελληνικές δυνάμεις. Εντός του εργοστασίου βρέθηκε πλήθος στρατιωτικών αντικειμένων, όπλων και οι αιχμάλωτοι πλέον αλεξιπτωτιστές που είχαν μείνει πίσω.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι οι Αυστραλιανές και οι Ελληνικές πηγές μιλάνε για περίπου 80 αλεξιπτωτιστές εκ των οποίων οι μισοί τραυματίες, εντός του Σταυρωμένου όταν καταλήφθηκε. Οι υπόλοιποι εξαντλημένοι άνδρες του Kroh έφθασαν στο Γεροπόταμο στις 4:40 τα ξημερώματα. Η έκθεση μάχης της ομάδας Kroh κάνει λόγο για την καλή συμπεριφορά των Αυστραλών προς τους Γερμανούς αιχμαλώτους του Σταυρωμένου και αναφέρει ότι τους προστάτεψαν από τους Έλληνες. Εδώ πρέπει να πούμε ότι η συμπεριφορά των Ελληνικών ένοπλων τμημάτων προς τους Γερμανούς αιχμαλώτους ήταν επίσης υποδειγματική.
Από την είσοδο του στο Σταυρωμένο, ο Ν. Κοπάσης αφηγείται :
«Μπαίνω μες την αποθήκη… ξαπλωμένοι όλοι κάτω, το κεφάλι προς τον τοίχο Πέρασα και έδωσα στον καθένα ένα τσιγάρο. Ρώτησα αν κάποιος μιλάει γαλλικά η ελληνικά δε μίλησε κανείς τους είπα ότι μη λυπάστε που είστε αιχμάλωτοι διότι ο Ελληνικός Στρατός θεωρεί τον αιχμάλωτο άνθρωπο και θα περάσετε καλά στην αιχμαλωσία».
Κατόπιν τους προσέφερε νερό, κάτι που στην αρχή οι αιχμάλωτοι αλεξιπτωτιστές αντιμετώπισαν με δυσπιστία. Ένας τραυματίας αλεξιπτωτιστής υπαξιωματικός τον χαιρέτησε στρατιωτικά…
Μετά την κατάληψη του Σταυρωμένου ο 2ος λόχος πολυβόλων εγκαταστάθηκε στον οικισμό σε νέες αμυντικές θέσεις. Ο Νίκος Κοπάσης χαρακτηριστικά, θυμόταν την αφόρητη μυρωδιά του θανάτου στο πεδίο της μάχης.
Το τέλος και η επιστροφή στα Σφακιά
Στις 29 του μηνός ένας Έλληνας αξιωματικός αναφέρει στον ανθυπολοχαγό Κοπάση, ότι το μέτωπο κατέρρευσε και οι Γερμανικές δυνάμεις έρχονται ενώ από στιγμή σε στιγμή θα είναι αιχμάλωτοι. Θέλοντας να επιβεβαιώσει την πληροφορία αυτή, πηγαίνει στο Χαμαλεύρι όπου μετά από συνομιλία με τον ταγματάρχη Καλλονά διαπιστώνει την οδυνηρή πραγματικότητα. Ο Καλλονάς του συστήνει να πάρει τους άνδρες του και να διαφύγει νότια.
Προσπαθώντας να μην πανικοβάλει τους άνδρες του, ο ανθυπολοχαγός Κοπάσης δεν τους αναφέρει την αλήθεια αλλά τους παίρνει από τις θέσεις τους και κινούνται νότια. Μετά από λίγη ώρα όμως καταλαβαίνουν ότι η μάχη έχει τελειώσει και αρχίζουν να πετάνε τον οπλισμό τους δεξιά και αριστερά στα χαντάκια.
«Συγκεντρώνω τους στρατιώτες μου… και τους είπα ότι θα τραβηχτούμε στα νότια υψώματα… είχα στη διμοιρία μου τρία πολυβόλα γερμανικά λάφυρα τρεις όλμους ατομικούς και πυρομαχικά άφθονα όλοι οι στρατιώτες φορτωμένοι, τουφέκια και πιστόλια. Είχα μια πυξίδα Γερμανική, προς νότο. Μετά από λίγη ώρα πορεία κατάλαβαν ότι κάτι άλλο συμβαίνει και άρχισαν να πετάνε τα πάντα… τα ξημερώματα φτάσαμε στα Χάρκια… οι στρατιώτες μου ήταν όλοι από το ηράκλειο. Τότε τους είπα, παιδιά εδώ πρέπει να χωρίσουμε εσείς θα πάτε ανατολικά εγώ πάω στα Σφακιά στο σπίτι μου… βάση ενός χάρτη γερμανικού που είχα δει, χάραξα μια πορεία προς τα Σφακιά…».
Μετά από μια μακρά πορεία και συναντώντας γνωστούς, ο ανθυπολοχαγός Νίκος Κοπάσης κατάφερε να φτάσει στην Ανώπολη οπλισμένος με το πιστό του τουφέκι και με άλλα Γερμανικά λάφυρα. Όμως εκεί καραδοκούσε ο κίνδυνος, καθώς είχαν εγκατασταθεί γερμανικές μονάδες στο χωριό. Κινούμενος προσεκτικά έφτασε στο σπίτι του. Εδώ τελειώνει η στρατιωτική δράση του Νίκου Κοπάση στη Μάχη της Κρήτης. Ο αγώνας όμως θα συνεχιστεί και μετά το Μάιο του 1941…
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά του ανθυπολοχαγού Κοπάση, δεν πέρασε απαρατήρητη από το εχθρικό στράτευμα. Χρόνια μετά, επίσημες επιστολές από τη Γερμανική κυβέρνηση εξέφραζαν το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη τους για την ανθρωπιά ενός γενναίου Έλληνα αξιωματικού. Για αρκετά χρόνια η γνώριμη λεβέντικη φιγούρα του κατείχε εμβληματικό ρόλο και λόγο στις εκδηλώσεις στο Νεκροταφείο του Μάλεμε, σηματοδοτώντας μια εποχή ειρήνης και φιλίας δύο αλλοτινών εχθρών.
Βιβλιογραφία-πηγές:
KTB Fallschirmjäger Bataillon 2 (Ημερολόγιο Πολέμου του 2ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών)
Ημερολόγιο Αντωνίου Βιστάκη (αρχείο Δ. Σκαρτσιλάκη)
Αρχείο Δημήτρη Σκαρτσιλάκη
Αρχείο Νίκου Κοπάση
Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από τη συνέντευξη στο Νίκο Κοπάση το 2014.