Η συζήτηση για την ανάγκη στροφής του ενδιαφέροντος στις παραδοσιακές καλλιέργειες και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που δίδει ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας, καλά κρατεί τα τελευταία χρόνια.
Ο διάλογος παρουσιάζει πραγματικό ενδιαφέρον σε τοπικό επίπεδο, καθώς η γη του Ρεθύμνου δίδει πολλές ευκαιρίες σε όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με την αγροτική οικονομία, αρκεί να έχουν μεράκι, σχέδιο και κυρίως ενδιαφέρον για την παραγωγή προϊόντων ποιότητας.
Ξεχασμένες ή μερικώς αξιοποιήσιμες σήμερα μια σειρά από καλλιέργειες, είναι δυνατόν να διαμορφώσουν νέα δυναμική στην τοπική οικονομία.
Ακόμα και ασχολίες, που στο παρελθόν δεν συγκαταλέγονταν στα επαγγέλματα όπως η περισυλλογή των χοχλιών, είναι δυνατόν σήμερα να αποτελέσουν σημαντικές οικονομικές παράμετροι.
Κάποια βήματα έχουν γίνει. Απαιτείται όμως ουσιαστική παρέμβαση, που να καθοδηγεί τους νέους αγρότες σε μια κατεύθυνση αναδιάρθρωσης των παλαιών καλλιεργειών, με παράλληλη ανάπτυξη του τομέα της μεταποίησης και βέβαια ολοκληρωμένο σχέδιο προώθησης των τοπικών προϊόντων στην εγχώρια και διεθνή αγορά.
Σταφίδα
Η σταφίδα αποτελούσε παλαιότερα μία από τις κυρίαρχες καλλιέργειες στο Ρέθυμνο. Τεράστιες εκτάσεις σε ολόκληρο το νομό ήταν γεμάτες από αμπέλια με την ποικιλία σουλτανίνα να κυριαρχεί. Η διαδικασία του τρύγου από τα μέσα Αυγούστου και μετά μετέτρεπε τους αγρούς σε πραγματικό «πανηγύρι».
Οι μεγαλοκτηματίες σε πολλές περιπτώσεις είχαν χτίσει μικρά σπιτάκια στα αμπέλια τους ή είχαν κατασκευάσει καλύβες, για να μένουν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυήμερης διαδικασίας από τον τρύγο των σταφυλιών, την αποξήρανσή τους και ακολούθως τη συλλογή για την πώληση. Επίσης είχαν συγκροτηθεί σύλλογοι παραγωγών και κατά τόπους κατασκευάστηκαν μεγάλες αποθήκες, που λειτουργούσαν ως σταθμοί μεταφόρτωσης για την προώθησή τους στους εμπόρους.
Τα οικονομικά οφέλη ήταν μεγάλα παρά την σκληρή δουλειά που απαιτούνταν, ενώ το αμπέλι έδιδε έσοδα και από τα φύλλα του, καθώς είχε αναπτυχθεί σχετικό εμπόριο με καλά κέρδη για τους αγρότες. Αντίστοιχα προσοδοφόρο ήταν και το εμπόριο των βρώσιμων σταφυλιών, τα λεγόμενα ως «επιτραπέζια».
Σήμερα τα έσοδα του Ρεθύμνου από την σταφίδα είναι μηδαμινά, καθώς εγκαταλείφτηκε η παραγωγή της ενώ ελάχιστοι παραμένουν οι καλλιεργητές ποικιλιών σταφυλιού, σε διάφορα σημεία του νομού με τους περισσότερους στο Μέσα Μυλοπόταμο γύρω από τις Αλόιδες.
Χαρούπια
Η εγκατάλειψη της καλλιέργειας της χαρουπιάς είναι επίσης ένα από τα θέματα που πρέπει να απασχολήσουν τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Το χαρούπι αποτέλεσε τη «σοκολάτα της κατοχής» αλλά στα μεταγενέστερα χρόνια προσέφερε μεγάλα κέρδη στους αγρότες. Είναι δε μια καλλιέργεια με ελάχιστες απαιτήσεις, αφού τα δέντρα δεν χρειάζονται επισταμένο πότισμα ή κλάδεμα ή όποια άλλη ιδιαίτερη φροντίδα. Οι χαρουπιές «έδιναν τα δώρα τους απλόχερα» και μάλιστα το ίδιο δέντρο σε πολλές γενιές για αιώνες! Το εμπόριο επίσης ήταν οργανωμένο με πολλούς χαρουπόμυλους να δίδουν δουλειά σε δεκάδες οικογένειες.
Η μονοκαλλιέργεια της ελιάς και οι σχετικές επιδοτήσεις μείωσαν το ενδιαφέρον των αγροτών και σε αυτό τον τομέα.
Πρόσφατα και κυρίως μετά την ανάπτυξη ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην Αργυρούπολη, ξεκίνησε και πάλι η συζήτηση για το χαρουπόμελο, το χαρουπάλευρο, τα παξιμάδια, τα κουλουράκια, τα ζυμαρικά, τη σοκολάτα και άλλα είδη από χαρούπι, το οποίο κερδίζει σταδιακά το ενδιαφέρον των καταναλωτών. Μάλιστα παραδοσιακοί φούρνοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν το χαρουπάλευρο για διάφορα προϊόντα τους, με χαρακτηριστική περίπτωση να καταγράφεται στο χωριό Δαμαβόλου.
Το φραγκόσυκο
Η φραγκοσυκιά δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο ευρείας καλλιέργειας στο Ρέθυμνο. Ήταν όμως ανάμεσα στα «δεδομένα» ενός κρητικού κήπου τα προηγούμενα χρόνια. Πολλές φορές μάλιστα για να λειτουργεί ως «φυσικός φράκτης» για τα λοιπά δέντρα και φυτά.
Μέσα στην δίνη της οικονομικής κρίσης έγινε αντιληπτό, ότι αυτό το ξεχασμένο κακτοειδές, μπορεί να δώσει νέο έναυσμα στην τοπική οικονομία και ευτυχώς πολλοί είναι εκείνοι που ξεκίνησαν να καλλιεργούν για πρώτη φορά οργανωμένα τις φραγκοσυκιές.
Είναι από τα θετικά που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται να δείχνουν οι αγρότες του νότου του νομού, καθώς στα χωριά του Δήμου Αγίου Βασιλείου, που έχουν επανειλημμένως πληγεί από τις πυρκαγιές, επέλεξαν να αντικαταστήσουν τα καμένα ελαιόδεντρα με φραγκοσυκιές. Η καλλιέργεια του φυτού ευδοκιμεί στην περιοχή και οι κλιματικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξή του. Θεωρείται, ότι μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα προσοδοφόρα καλλιέργεια για τους παραγωγούς, με εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για κέρδος περίπου 1.500 ευρώ ανά στρέμμα.
Αχλάδια
Οποιοσδήποτε θέλει να μιλήσει με ένα παλιό αγρότη ενός χωριού του Ρεθύμνου, θα διαπιστώσει ότι οι παραδοσιακές καλλιέργειες των αχλαδιών έχουν εξαφανιστεί!
Ποτέ ίσως δεν υπήρχε οργανωμένο εμπόριο στο Ρέθυμνο για το αχλάδι, όμως οι τοπικές ποικιλίες ήταν εξαιρετικές και από πολλούς γνώστες του αντικειμένου κρίνεται, ότι θα ήταν μια προσοδοφόρα καλλιέργεια.
Μοναδική προσπάθεια, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη είναι αυτή της «Αμάρι Α.Ε.», η οποία προσπαθεί να διασώσει τις τοπικές ποικιλίες αχλαδιών και να διαδώσει την καλλιέργειά τους. Σχετικά φυτώρια βρίσκονται στο «Πάνακρον» και σαφώς αυτή η προσπάθεια όχι μόνο μιμητές πρέπει να βρει, αλλά κυρίως να προκαλέσει το ενδιαφέρον των αγροτών για το αντικείμενο. Ως φρούτο είναι από τα πιο διαδεδομένα και το προτιμούν όλες σχεδόν οι οικογένειες. Το παράλογο της εισαγωγής αυτών των φρούτων, ενώ θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μεγάλες τοπικές καλλιέργειες και σε αυτό τον τομέα, είναι κάτι που πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τους νέους αγρότες.
Αλάδανος
Η συλλογή του αλάδανου αποτελεί παλιά παραδοσιακή ενασχόληση των αγροτών των Σισών Μυλοποτάμου.
Η αλαδανιά, ο αλάδανος, ο αγκίσσαρος ή Κιστός ο Κρητικός όπως είναι η επιστημονική ονομασία του, αποτελεί αρωµατικός και φαρμακευτικός αυτοφυής θάμνος, που αναπτύσσεται στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές της Κρήτης. Τα φύλλα του και οι τρυφεροί βλαστοί του εκκρίνουν την κομμεορρητίνη που λέγεται αλάδανος. Η συλλογή της ουσίας αυτής στις Σίσες και λιγότερο σε γειτονικά χωριά, συνεχίζεται μεν αλλά όχι στην έκταση που γινόταν παλαιοτέρα και κυρίως δεν αποτέλεσε ποτέ οργανωμένη καλλιέργεια παρά την μεγάλη ζήτηση της ουσίας, που είναι χρήσιμη στην αρωματοποιεία και στην φαρμακοβιομηχανία.
Ο αλάδανος αποτελεί ακόμα μία σοβαρή πρόταση που δεν έχει τύχει του απαιτούμενου ενδιαφέροντος από τους τοπικούς φορείς.
Το κίτρο
Από τις πλέον προσοδοφόρες καλλιέργειες στο Ρέθυμνο ήταν της κιτριάς. Η παράγωγή κίτρων ήταν διαδεδομένη αρχικά στις περιοχές με αφθονία νερού και όταν εξασφαλίστηκε επάρκεια μέσω των γεωτρήσεων αυξήθηκε ραγδαία, κυρίως στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, στο Αμάρι και στα γειτονικά Χανιά, προσδίδοντας τεράστια κέρδη στους παραγωγούς.
Τις περασμένες δεκαετίες το Ρέθυμνο είχε κατακτήσει την παγκόσμια αγορά με το κίτρο του και ενώ δημιουργήθηκαν σύγχρονες εγκαταστάσεις για την επεξεργασία και την μεταποίησή του, οι «επαΐοντες αγροτοπατέρες» … «επέτυχαν» την καταστροφή της καλλιέργειας, παρά του ότι οι εξαγωγές έφταναν στο 100% των παραγόμενων τοπικών προϊόντων.
Σήμερα η καλλιέργεια αργοπεθαίνει και οι ελάχιστοι εναπομείναντες κιτροπαραγωγοί, αφήνουν τα κίτρα να σαπίζουν πάνω στα δέντρα.
Η κατιούσα πορεία της Ένωσης Κιτροπαραγωγών Κρήτης κατά την τελευταία δεκαετία, έχει καταλήξει στο να μένουν απλήρωτοι οι κιτροπαραγωγοί εδώ και τρία χρόνια, να έχει σταματήσει κάθε διαδικασία μεταποίησης του προϊόντος και ουσιαστικά, το κρητικό κίτρο να είναι σχεδόν ανύπαρκτο στην παγκόσμια αγορά παρά την ένταση της ζήτησης για χιλιάδες τόνους ετησίως!
Επίσης απλήρωτοι παραμένουν οι πρώην εργαζόμενοι της Ένωσης, ενώ η διοίκησή της σύρεται από δικαστήριο σε δικαστήριο για τα πολλά της χρέη, που αγγίζουν το ποσό των 6,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Και όμως το κίτρο μπορεί να αποτελέσει ένα από τους κυρίαρχους μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης του νομού Ρεθύμνου και οι φορείς έχουν τεράστια ευθύνη αν συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν με αδιαφορία το ζήτημα αυτό.
Το κεράσι
Τα κεράσια καλλιεργούνταν κυρίως στα χωριά του Αμαρίου, με το Μέρωνα και το Γερακάρι να παράγουν χιλιάδες τόνους. Αντίστοιχα συνέβαινε στην άλλη πλαγιά του Ψηλορείτη, στο Βενί Μυλοποτάμου.
Η καλλιέργεια της κερασιάς επίσης εγκαταλείπεται και αυτό αποτελεί μειονέκτημα για τον τόπο. Ποτέ δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης με μονάδες μεταποίησης και εξαγωγής, με εξαίρεση τη μερική αξιοποίησή του από το εργοστάσιο της Κιτρένωσης.
Όμως το κεράσι είναι μια σημαντική πρόταση οικονομικής εξέλιξης και ίσως είναι κατάλληλη η στιγμή να εξεταστεί κάθε δυνατός τρόπος καλλιέργειας, μεταποίησης και εμπορίας.
Οι χοχλιοί
Από τα πιο διαδεδομένα πιάτα της κρητικής γαστρονομίας, είναι οι μαγειρεμένοι με διάφορους τρόπους και παραλλαγές χοχλιοί.
Η συλλογή τους από το ύπαιθρο, αποτελούσε και συνεχίζει να είναι παραδοσιακή ασχολία των αγροτών και όχι μόνο.
Τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε με επιτυχία η δημιουργία μονάδων εκτροφής σαλιγκαριών, όπως επίσης τυποποίησης και εμπορίας.
Η περίπτωση αξιοποίησης των «χοχλιών» είναι ένα καλό παράδειγμα «έξυπνης λύσης» για την τοπική οικονομία.
Το σαπούνι
Το Ρέθυμνο έχει σημαντική ιστορία στον τομέα της σαπωνοποιίας. Βιοτεχνίες αρχικά και βιομηχανίες μετέπειτα, αξιοποιούσαν το τοπικό ελαιόλαδο και αποτέλεσαν ισχυρό μοχλό οικονομική ανάπτυξης του τόπου. Όμως η εξέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα αυτό επέφερε και την κατάρρευση της τοπικής παραγωγής.
Κάποτε τα σαπούνια του Ρεθύμνου εξάγονταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα ούτε λόγος.
Όμως η οικονομική κρίση είναι ίσως μια αφορμή να ξανασκεφτούμε την παραγωγή σαπουνιών. Γνήσιων, τοπικών σαπουνιών από ελαιόλαδο!
Η παραγωγή κάρβουνου
Η παραγωγή κάρβουνου στην ύπαιθρο του Ρεθύμνου, αποτελεί παράδοση που ολοένα εγκαταλείπεται.
Όμως γενιές και γενιές μεγάλωσαν και έζησαν από τα χρήματα που κέρδιζαν εκείνοι …. που έβαζαν φωτιά στον κόπο τους και το «χρυσάφι» τους ήταν κυριολεκτικά άνθρακας!
Σκληρή δουλειά, συνεχίζεται κυρίως στην Αγιά Μυλοποτάμου και λίγο στα γύρω χωριά, όμως πάντα προσοδοφόρα.
Κανένας δεν τους στηρίζει όμως και το εμπόριό τους συνεχώς συρρικνώνεται.
Η λήψη μέτρων για τον εκσυγχρονισμό της δουλειάς και της προώθησης του τοπικού κάρβουνου, πρέπει να απασχολήσει εκείνους που σχεδιάζουν την τοπική ανάπτυξη.