Ως Κρητικός και ιδιαίτερα ως δημότης του Δήμου Ρέθυμνου και κάτοικος Σταυρωμένου παρακολουθώ τις εξελίξεις γύρω από την κατασκευή του Βόρειου Οδικού Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ). Μάλιστα, ήδη πριν δύο χρόνια αρθρογράφησα σχετικά στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» (Ρ.Ν.), φύλλο της 6ης Μαΐου 2019.
Παραπέμπω σ’ αυτό το άρθρο, επειδή το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί λίγο ως πολύ συνέχεια. Το κύριο ερώτημα του άρθρου της 6ης Μαΐου 2019 ήταν: γιατί να παρακάμπτεται η τουριστικά -και όχι μόνο- αναπτυσσομένη περιοχή Γεωργιούπολη-Επισκοπή και όχι και η αντίστοιχη Μισίρια-Σκαλέτα;
Η ανησυχία που διαπερνά το παρόν άρθρο είναι, αν θα υλοποιηθεί η ωστόσο συζητούμενη και σχεδιαζόμενη παράκαμψη ή αν θα διαπραχθεί ένα δεύτερο ιστορικό και αναπτυξιακό λάθος, μετά από αυτό του Λιμανιού.
Σύμφωνα με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων έχουμε τα ακόλουθα δεδομένα:
Πρώτο, εμφανές και μη αμφισβητήσιμο δεδομένο είναι ο υπάρχων ΒΟΑΚ όπως αυτός, σε μεγάλο μέρος, σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από μια στρατιωτική υπηρεσία, τις ΜΟΜΑ (Μικτές Ομάδες Μηχανημάτων Ανασυγκροτήσεως). Ιδιαίτερα το τμήμα Ρέθυμνο-Ηράκλειο είναι δικό τους έργο. Το έργο αυτό κατασκευάστηκε με προδιαγραφές της δεκαετίας του 1960 και προς εξυπηρέτηση κυρίως στρατιωτικών αναγκών και σκοπιμοτήτων -όπως γράφει ο Γ. Ουρανός σε άρθρο του στο φύλλο της 4ης Απρίλιου 2021 των «Ρ.Ν.». Στην πορεία του χρόνου αναδύθηκαν τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε σε πολλές παραλιακές περιοχές της βόρειας Κρήτης, μεταξύ αυτών τόσο η ανατολική όσο και η δυτική παραλιακή ζώνη του Ρέθυμνου.
Το δεύτερο δεδομένο είναι η «Προμελέτη Οδοποιίας ΒΟΑΚ Τμήμα Αμάριο-Σκαλέτα», η οποία και αποτελεί την πρόταση της κυβέρνησης και φαίνεται να στοχεύει στην επίλυση των προβλημάτων που δημιουργεί ο δεδομένος ΒΟΑΚ στο Τμήμα από Μισίρια μέχρι Σκαλέτα.
Η πρόταση της κυβέρνησης έχει προκαλέσει μια δημόσια συζήτηση, όπως ήταν αναμενόμενο και επιθυμητό. Μέσα από αυτήν τη συζήτηση αναδύονται δύο τάσεις προβληματισμού: Η πρώτη τάση φέρει χαρακτηριστικά θετικής δράσης και αναζήτησης εναλλακτικών προτάσεων προς επίλυση των προβλημάτων που δημιουργεί ο δεδομένος ΒΟΑΚ, αλλά και η πρόταση της κυβέρνησης. Η τάση αυτή και η πρότασή της να μετατεθεί ο ΒΟΑΚ ακόμη νοτιότερα προς τους πρόποδες του Βρύσινα και των λόφων βόρεια του Αρκαδίου τέθηκε σε δημόσια συζήτηση από τον Γ, Ουρανό στο άρθρο που αναφέρθηκε παραπάνω. Η πρόταση ακούγεται πολύ λογική και δεν θα μπορούσε κανείς παρά να συμφωνήσει. Φαίνεται, όμως, να έχει μια πολιτική αδυναμία, ακολούθησε μετά την πρόταση της κυβέρνησης που είναι πλέον δεδομένη και η υιοθέτηση και υλοποίησή της θα σήμαινε ολική ανατροπή της κυβερνητικής πρότασης. Γι’ αυτό και είναι ένα ερώτημα αν και πόσες πιθανότητες έχει να υιοθετηθεί από την κυβέρνηση.
Ενδεχομένως αυτή η εναλλακτική διαδρομή να εξετάστηκε από τους μελετητές και να απορρίφθηκε ως μη ρεαλιστική για λόγους οινομικο-τεχνικούς ή άλλους που εμείς δεν γνωρίζουμε, μιας και δεν υπήρξε από πλευράς των κυβερνητικών αρχών έγκαιρη και επαρκής ενημέρωση.
Όπως και να έχουν τα πράγματα η πρώτη τάση προβληματισμού-συζήτησης και η συνακόλουθη πρόταση φέρουν εποικοδομητικά χαρακτηριστικά.
Η δεύτερη τάση συζήτησης ξεκίνησε περισσότερο ως «αντίδραση» στην κυβερνητική πρόταση, με απώτερο στόχο, ωστόσο, την ακύρωσή της, πράγμα που θα μπορούσε να σήμαινε; είτε διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης είτε μετακίνηση του ΒΟΑΚ νοτιότερα. Στην πορεία αναπτύσσει τη δική της δυναμική και διατυπώνει πλέον ρητά την πρότασή της: διαπλάτυνση του υπάρχοντος ΒΟΑΚ και οριστικοποίησή του ως κλειστής εθνικής οδού. Είναι μια συντηρητική πρόταση που, όμως, έχει προοπτικές υιοθέτησης αν ληφθεί υπόψη ότι στην Ελλάδα έχουμε παράδοση να αρκούμαστε σε «μεσοβέζικες» καταστάσεις και λύσεις.
Η δεύτερη τάση αναπτύσσει τα δικά της επιχειρήματα που εστιάζουν κυρίως στην καταστροφή του περιβάλλοντος και στην καταστροφή οικογενειακών και ατομικών περιουσιών. Δεν σχολιάζω τα επιχειρήματα περί «εξυπηρέτησης των ξενοδόχων», υπενθυμίζω μόνο πως δίπλα στον πρωτογενή τομέα ο τουρισμός δίδει εισόδημα σε πάρα πολλές οικογένειες.
Ως προς την καταστροφή του περιβάλλοντος είναι προφανές ότι αυτή είναι υπαρκτή. Όμως, όποια και να είναι η χάραξη, αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να περιορισθούν κατά το δυνατό.
Ως προς την καταστροφή οικογενειακών και ατομικών περιουσιών ας υπογραμμιστεί ότι αυτό το επιχείρημα ισχύει σε κάθε περίπτωση. Από όπου κι αν περάσει ο ΒΟΑΚ κάποιες ιδιοκτησίες θα τις πειράξει. Και η επέκταση του υφιστάμενου ΒΟΑΚ θα οδηγούσε σε υποβάθμιση, υποτίμηση μέχρι και ακύρωση οικογενειακών και ατομικών επιχειρήσεων και εν γένει ιδιοκτησιών.
Οι ιδιοκτήτες των περιουσιών έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν και να υπερασπισθούν τις ιδιοκτησίες τους. Το επιχείρημα της ατομικής ιδιοκτησίας και του ατομικού συμφέροντος είναι μεν ισχυρό, δεν μας πάει, όμως, παραπέρα. Επιχείρημα και κριτήριο, επομένως, θα πρέπει να είναι το γενικό συμφέρον.
Κοντολογίς, κριτήριο για τη συζήτησή μας και τη λήψη αποφάσεων οφείλει να είναι η μεγάλη εικόνα. Και στην περίπτωσή που συζητούμε η μεγάλη εικόνα είναι ο ενιαίος κοινωνικός και γεωγραφικός χώρος βόρεια του Βρύσινα, από το Ατσιπόπουλο μέχρι τη Σκαλέτα. Ο χώρος αυτός και ιδιαίτερα η παραλιακή ζώνη έχει, στο Νομό, τις περισσότερες προοπτικές ανάπτυξης και διασφάλισης πόρων για τις επόμενες γενιές. Ο υφιστάμενος ΒΟΑΚ τις έχει βαθιά επηρεάσει έως και ακυρώσει, η δε επέκτασή του και οριστικοποίησή του ως κλειστής εθνικής οδού θα σήμαινε διάπραξη ενός δεύτερου ιστορικού λάθους, μετά από εκείνο του Λιμανιού.
Αντέχει ο Νομός, και ιδιαίτερα το ευρύτερο αστικό του κέντρο, ένα δεύτερο λάθος αυτού του βεληνεκούς;
Έχουμε το δικαίωμα να κληροδοτήσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας, και αναπόφευκτα και αυτά στα δικά τους, τις αρνητικές συνέπειες και ενός δεύτερου ιστορικού λάθους;
Αν δεχτούμε ως βάση ότι δεν έχουμε δικαίωμα να κληροδοτήσουμε στις επερχόμενες γενιές έναν χώρο φορτωμένο με προβλήματα, αλλά με προοπτικές ανάπτυξης και διασφάλισης πόρων, τότε η υφιστάμενος ΒΟΑΚ δεν επιτρέπεται να διατηρηθεί και να επεκταθεί. Και ας αναζητήσουν οι ειδικοί και οι κυβερνώντες άλλες λύσεις, με κριτήριο τη μικρότερη ζημιά και το μέγιστο μελλοντικό όφελος.